Ηνωμένο Βασίλειο

Ηνωμένο Βασίλειο
Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΑ με την Ιρλανδία, ενώ περιμετρικά βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Χώρα ολοκληρωτικά νησιωτική, το Η.Β. έχει σύνορα στην ξηρά μήκους περίπου 360 χλμ. με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας στο νησί Ιρλανδία. Tο έδαφος του H.Β. εκτείνεται ανάμεσα στα δύο μεγάλα νησιά του Bρετανικού Aρχιπελάγους (British Isles) και καταλαμβάνει ολόκληρη τη Mεγάλη Bρετανία που, κατά παράδοση, διαιρείται στην Aγγλία, στην Oυαλία, στη Σκοτία και στη Βόρεια Iρλανδία (Όλστερ). Στο H.Β. ανήκουν και τα μικρά αλλά πολυάριθμα νησιά που βρίσκονται κοντά στις βρετανικές ακτές: οι Oρκάδες, οι Σέτλαντ και οι Eβρίδες (με την πιο απομακρυσμένη συστάδα της Σεντ Kίλντα) γύρω από τη Σκοτία, το Άνγκλσεϊ και το νησί Mαν στην Iρλανδική θάλασσα. Tμήμα του H.B. αποτελούν επίσης το νησί Γουίτ –που χωρίζεται από τις ακτές του Xαμσάιρ με το στενό Σόλεντ– και τα νησιά της Mάγχης (Αγγλονορμανδικά Nησιά). Οι ονομασίες Η.Β., Μεγάλη Βρετανία και Αγγλία συχνά χρησιμοποιούνται εναλλακτικά. Η χρήση της ονομασίας Μεγάλη Βρετανία (ή απλά Βρετανία) για αναφορά στην κρατική οντότητα είναι αποδεκτή, αν και τυπικά δεν περιλαμβάνει τη Βόρεια Ιρλανδία. Αντίθετα, η χρήση της ονομασίας Αγγλία για την περιγραφή του Η.Β. δεν είναι αποδεκτή, ιδίως από τους Ουαλούς και Σκοτσέζους.Το Η.Β. είναι ενιαίο κράτος που διαιρείται στην Αγγλία, στην Ουαλία, στη Σκοτία και στη Βόρεια Ιρλανδία (Όλστερ). Πάντως, οι τέσσερις περιοχές διατηρούν ξεχωριστή ταυτότητα –έχουν για παράδειγμα διαφορετικές σημαίες, εκδίδουν τοπικές παραλλαγές του ίδιου νομίσματος, συμμετέχουν ως διαφορετικές χώρες στα παγκόσμια πρωταθλήματα ποδοσφαίρου, όχι όμως και στους Ολυμπιακούς αγώνες κλπ. Επιπλέον, τα νησιά Mαν, Tζέρσεϊ και Γκέρνσεϊ έχουν μια ιδιαίτερη μορφή αυτονομίας. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι ανεξάρτητες και κυρίαρχες χώρες υπό το βρετανικό στέμμα, που έχει την ευθύνη μόνο για την άμυνα και την εξωτερική πολιτική. H νησιωτική διοίκηση εφαρμόζει και τοπικούς νόμους, γραπτούς ή άγραφους. Oι κυβερνήτες των νησιών είναι εκπρόσωποι του στέμματος. Tο αντιπροσωπευτικό όργανο του Tζέρσεϊ είναι η συνέλευση των Tάξεων. Eπίσημη γλώσσα είναι η γαλλική, ομιλείται όμως συνήθως η αγγλική. Στο Γκέρνσεϊ, οι εργασίες της συνέλευσης γίνονται στην αγγλική γλώσσα, αλλά η έναρξη και ο τερματισμός τους γίνονται στη γαλλική. Στην ύπαιθρο υπερισχύει η νορμανδική διάλεκτος. Τα εξαρτώμενα εδάφη-κτήσεις του Η.Β., που έχει την ευθύνη για την άμυνα, την εξωτερική πολιτική, την εσωτερική ασφάλεια και τις δημόσιες υπηρεσίες, διοικούνται από κυβερνήτες που ορίζει το βρετανικό στέμμα και είναι τα εξής: Ανγκουίλα, Βερμούδες, Βρετανικά Ανταρκτικά Εδάφη, Βρετανικά Εδάφη Ινδικού Ωκεανού, Βρετανικοί Παρθένες Νήσοι, Νήσοι Κέιμαν, Νήσοι Φόκλαντ, Γιβραλτάρ, Μονσεράτ, Πιτκέιρν-Ντούσι-Χέντερσον-Οένο, Αγία Ελένη, Νότια Γεωργία-Νότιοι Νήσοι Σάντουιτς και Νήσοι Τερκς και Κάικος. Η αποικία του Χονγκ Κονγκ επεστράφη στην κινεζική διοίκηση το 1997, μετά τη λήξη της σχετικής παραχώρησης. Η Αγγλία έχει πληθυσμό 49.944.700 κάτ. και διαιρείται στις παρακάτω κομητείες και μητροπολιτικές περιφέρειες (σε παρένθεση η αγγλική ονομασία και ο πληθυσμός το 2001): Ντάρλιγκτον (Darlington, 100.600), Χάρτλπουλ (Hartlepool, 92.300), Μιντλσμπόρο (Middlesborough, 92.300), Ρέντκαρ και Κλίβελαντ (Redcar and Cleveland, 136.400), Στόκτον-ον-Τις (Stockton-on-Tees, 184.100), Ντάραμ (Durham, 506.100), Νορθάμπερλαντ (Northumberland, 310.400), Τάιν και Γουέαρ (μητροπολιτική) (Tyne and Wear, 1.103.600), Μπλάκμπερν και Ντάρουεν (Blackburn with Darwen, 138.100), Μπλάκπουλ (Blackpool, 150.700), Χάλτον (Halton, 120.800), Γουόριγκτον (Warrington, 190.800), Τσεσάιρ (Cheshire, 672.700), Κάμπρια (Cumbria, 491.000), Μάντσεστερ (μητροπολιτικό) (Greater Manchester, 2.585.700), Λάνκασάιρ (Lancashire, 1.140.700), Μερσισάιντ (μητροπολιτικό) (Merseyside, 1.403.400), Ιστ Ράιντινγκ οφ Γιορκσάιρ (East Riding of Yorkshire, 318.900), Κίνγκστον απόν Χαλ (Kingston upon Hull City, 254.300), Βορειοανατολικό Λινκολνσάιρ (North East Lincolnshire, 155.200), Βόρειο Λινκολνσάιρ (North Lincolnshire, 152.500), Γιορκ (York, 179.300), Βόρειο Γιορκσάιρ (North Yorkshire, 574.600), Νότιο Γιορκσάιρ (μητροπολιτικό) (South Yorkshire, 1.301.500), Δυτικό Γιορκσάιρ (μητροπολιτικό) (West Yorkshire, 2.121.400), Ντέρμπι (Derby, 236.300), Λέστερ (Leicester, 289.700), Νότιγχαμ (Nottingham, 282.900), Ράτλαντ (Rutland, 37.800), Ντερμπισάιρ (Derbyshire, 741.500), Λέστερ (Leicester, 611.200), Λινκολνσάιρ (Linolnshire, 634.300), Νορθαμπ-τονσάιρ (Northamptonshire, 625.9000), Νοτιγχαμσάιρ (Nottinghamshire, 748.300), Χερφορντσάιρ (Herefordshire, 169.300), Στόουκ-ον-Τρεντ (Stoke-on-Trent, 249.000), Τέλφορντ και Γουέρκιν (Telford από Wrekin, 151.300), Σροπσάιρ (Shropshire, 284.600), Σταφορντσάιρ (Staffordshire, 810.700), Γουορικσάιρ (Warwickshire, 510.000), Δυτικά Μίντλαντς (μητροπολιτικό) (West Midlands, 2.619.000), Γουορστερσάιρ (Worcestershire, 541.000) Λούτον (Luton, 183.100), Πίτερμπορο (Peterborough, 156.500), Σάουθεντ-ον-Σι (Southend-on-Sea, 176.900), Τάροκ (Thurrock, 135.800), Μπεντφορντσάιρ (Bedfordshire, 382.700), Κέιμπριτζσάιρ (Cambridgeshire, 573.700), Έσεξ (Essex, 1.316.300), Χερντφορντσάιρ (Hertfordshire, 1.050.800), Νόρφοκ (Norfolk, 804.000), Σάφοκ (Suffolk, 679.900), Λονδίνο (μητροπολιτικό) (Greater London, 7.375.100), Μπράκνελ Φόρεστ (Bracknell Forest, 111.100), Μπράιτον και Χόουβ (Brighton and Hove, 259.900), Νησί Γουίτ (Isle of Wight, 129.400), Μέντγουέι (Medway, 244.800), Μίλτον Κέινς (Milton Keynes, 209.800), Πόρτσμουθ (Portsmouth, 189.100), Ρέντινγκ (Reading, 147.700), Σλάου (Slough, 111.100), Σαουθάμπτον (Southampton, 214.900), Δυτικό Μπερκσάιρ (West Berkshire, 144.300), Γουίντσορ και Μειντενχέντ (Windsor & Maidenhead, 142.600), Γουόκινγχαμ (Wokingham, 146.000), Μπακιγχαμσάιρ (Buckinghamshire, 483.100), Ανατολικό Έσεξ (East Essex, 498.800), Χαμσάιρ (Hamshire, 1.252.600), Κεντ (Kent, 1.353.200), Οξφορντσάιρ (Oxfordshire, 632.100), Σάρεϊ (Surrey, 1.080.600), Δυτικό Σάσεξ (West Sussex, 763.700), Μπαθ και Βορειοδυτικό Σόμερσετ (Bath & North East Somerset, 170.200), Μπαρνμάουθ (Bournemouth, 163.400), Μπρίστολ (Bristol City, 406.200), Βόρειο Σόμερσετ (North Somerset, 191.100), Πλίμουθ (Plymouth, 254.200), Πουλ (Poole, 140.900), Νότιο Γκλοστερσάιρ (South Gloucestershire, 247.900), Σουίντον (Swindon, 181.500), Τορμπέι (Torbay, 126.100), Κόρνουολ (Κορνουάλη) (Cornwall, 499.400), Ντέβον (Devon, 706.900), Ντόρσετ (Dorset, 394.000), Γκλοστερσάιρ (Gloucestershire, 564.800), Σόμερσετ (Somerset, 496.300), Γουλτσάιρ (Wiltshire, 432.000). Η Ουαλία έχει πληθυσμό 2.946.100 και διαιρείται στις παρακάτω κομητείες (σε παρένθεση η αγγλική ονομασία και ο πληθυσμός το 2000): Μπλένα Γκουέντ (Blaenau Gwent, 71.200), Μπριτζέντ (Bridgend, 131.500), Κερφιλί (Caerphilly, 170.500), Κάρντιφ (Cardiff, 327.500), Καρμαρθενσάιρ (Carmarthenshire, 169.100), Κερεντίγκιον (Ceredigion, 72.200), Κόνου (Conwy, 112.700), Ντενμπιγκσάιρ (Denbighsire, 91.800), Φλιντσάιρ (Flintshire, 148.300), Γκουίνεντ (Gwynedd, 116.800), Νήσος Ανγκλσέι (Isle of Anglesey, 64.800), Μέρτουρ Τουντφιλ (Merthyr Tydfil, 55.800), Μονμαουθσάιρ (Monmouthshire, 87.400), Νιθ Πορτ Τάλμποτ (Neath Port Talbot, 138.000), Νιούπορτ (Newport, 138.500), Πεμπροκσάιρ (Pembrokeshire, 114.700), Πόουις (Powys, 126.800), Ρόντα Κούνον Ταφ (Rhondda Cynon Taff, 239.800), Σουόνσι (Swansea, 230.300), Βέιλ Γκλαμόργκαν (The Vale of Glamorgan, 122.900), Τόρφεμ (Torfaen, 89.800), Ρέξχαμ (Wrexham, 125.700). Η Σκοτία έχει πληθυσμό 5.114.600 και διαιρείται στις παρακάτω περιφέρειες (σε παρένθεση η αγγλική ονομασία και ο πληθυσμός το 2001): Αμπερντίν (Aberdeen City, 211.250), Αμπερντινσάιρ (Aberdeenshire, 227.200), Άνγκους (Angus, 109.180), Αργκάιλ και Μπιουτ (Argyll and Bute, 88.790), Κλακμανσάιρ (Clackmannanshire, 48.460), Ντάμφρις και Γκάλουεΐ (Dumfries and Galloway, 145.800), Νταντί (Dundee City, 142.700), Ανατολικό Αϊρσάιρ (East Ayrshire, 120.630), Ανατολικό Ντανμπαρτονσάιρ (East Dunbartonshire, 110.760), Ανατολικό Λόθιαν (East Lothian, 91.280), Ανατολικό Ρενφριουσάιρ (East Renfrewshire, 89.790), Εδιμβούργο (Edinburgh City, 453.430), Δυτικά Νησιά (Eilean Siar Western Islands, 27.180), Φόκερκ (Falkirk, 144.320), Φάιφ (Fife, 350.400), Γλασκόβη (Glaskow City, 609.370), Χάιλαντ (Highland, 208.600), Ινβερκλάιντ (Inverclyde, 84.600), Μέσο Λόθιαν (Midlothian, 82.200), Μόρεϊ (Moray, 84.950), Βόρειο Αιρσάιρ (North Ayrshire, 138.850), Βόρειο Λαναρκσάιρ (North Lanarkshire, 327.620), Όρκνεϊ (Ορκάδες) (Orkney Islands, 19.480), Περθ και Κίνρος (Perth and Kinross, 133.620), Ρένφριουσάιρ (Renfrewshire, 176.970), Μπόρντερς (The Scottish Borders, 106.900), Σέτλαντ (Shetland Islands, 22.440), Νότιο Αϊρσάιρ (South Ayrshire, 113.920), Νότιο Λαναρκσάιρ (South Lanarkshire, 307.400), Στέρλινγκ (Stirling, 85.220), Δυτικό Ντανμπαρτονσάιρ (West Dunbartonshire, 94.600), Δυτικό Λόθιαν (West Lothian, 156.690) Η Βόρεια Ιρλανδία έχει πληθυσμό 1.675.600 και διαιρείται στις παρακάτω περιφέρειες (σε παρένθεση η αγγλική ονομασία και ο πληθυσμός το 1997): Ανατολική (Eastern, 676.600) Βόρεια (Northern, 419.000), Νότια (Southern, 303.000), Δυτική (Western, 277.000)Επίσημη γλώσσα είναι η αγγλική. Ομιλούνται ακόμη τα ουαλικά (κελτικής προέλευσης) από το 26% των κατοίκων της Ουαλίας, και αποτελούν δεύτερη επίσημη γλώσσα. Περίπου 60.000 Σκοτσέζοι μιλούν μια ντόπια παραλλαγή των γαλατικών. Η πλειονότητα των κατοίκων του Η.Β. είναι απόγονοι των διαφόρων λαών που εισέβαλαν διαδοχικά στα νησιά κατά τις δύο χιλιετίες πριν από το 1066, όταν έγινε η νορμανδική κατάκτηση. Πρόκειται για Κέλτες, Ρωμαίους, Άγγλους, Σάξονες και Σκανδιναβούς. Στη συνέχεια μετανάστευσαν στη χώρα άλλοι Ευρωπαίοι, Εβραίοι, Κινέζοι κ.ά. Το 81,5% του πληθυσμού είναι Άγγλοι, το 9,6% Σκοτσέζοι, το 2,4% Ιρλανδοί, το 1,9% Ουαλοί, το 1,8% από το Όλστερ και οι υπόλοιποι από άλλες εθνικές ομάδες. Σύμφωνα με την απογραφή του 1991 –η πρώτη που περιλάμβανε ερώτημα για την φυλή– περισσότερο από το 94% του πληθυσμού ανήκει στη λευκή φυλή, ενώ οι υπόλοιποι μοιράζονται στη μαύρη (1,6%, κυρίως από Αφρική και Καραϊβική), 1,5% είναι Ινδοί, σχεδόν 1% Πακιστανοί και από 0,3% Κινέζοι και από το Μπαγκλαντές. Η πλειονότητα των μη λευκών ζει στα αστικά κέντρα και τις βιομηχανικές περιοχές.Το Η.Β. είναι κοινοβουλευτική μοναρχία χωρίς γραπτό σύνταγμα. Yπάρχουν όμως μερικά κείμενα που έχουν αποκτήσει θεμελιώδη σημασία για την οργάνωση του κράτους και για τα οποία θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει τον όρο σύνταγμα. Tο πρώτο από αυτά είναι η περίφημη Mάγκνα Kάρτα (Magna Charta Libertatum) που παραχωρήθηκε από τον Iωάννη τον Aκτήμονα στις 15 Iουνίου 1215. Aκολούθησαν το Habeas Corpus (1679), το Bill of Rights (1689), η Act of Settlement (1701) και η Parliament Act (1911). Η νομοθετική εξουσία ασκείται από τον βασιλιά και τα δύο σώματα του κοινοβουλίου, ενώ η εκτελεστική από την κυβέρνηση και τις τοπικές αρχές. H δικαστική εξουσία είναι ανεξάρτητη. O βασιλιάς βασιλεύει, αλλά δεν κυβερνά. Σήμερα στον θρόνο βρίσκεται η Eλισάβετ B’, η οποία στέφθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1952. H βασίλισσα της Aγγλίας είναι επίσης και η κεφαλή της Bρετανικής κοινοπολιτείας. Tο κοινοβούλιο αποτελείται από τη Bουλή των Λόρδων και από τη Bουλή των Kοινοτήτων· έχει δικαιοδοσία σε όλο το H.Β. με εξαίρεση τις εσωτερικές υποθέσεις της Bόρειας Iρλανδίας, που διαθέτει δικό της κοινοβούλιο. H Bουλή των Λόρδων είχε 561 μέλη τον Απρίλιο του 2001 (ο αριθμός τους δεν είναι σταθερός). Οι εξουσίες της είχαν περιοριστεί ήδη σημαντικά μετά τη μεταρρύθμιση του 1911 και πλέον ουσιαστικά δεν μπορούν παρά να καθυστερήσουν έως έναν χρόνο την έγκριση ενός νομοσχεδίου (επιστρέφοντάς την στην Βουλή των Κοινοτήτων) ενώ δεν έχουν τέτοιο δικαίωμα για δημοσιονομικά θέματα. Στους λόρδους περιλαμβάνονται 26 αρχιεπίσκοποι και επίσκοποι της Αγγλικανικής Εκκλησίας ενώ από το 1999 καταργήθηκε το κληρονομικό προνόμιο για 650 λόρδους (απέμειναν προσωρινά 90 που εξελέγησαν από τους υπόλοιπους ομολόγους τους). Οι υπόλοιποι λόρδοι επιλέγονται από ειδική επιτροπή για τις υπηρεσίες τους προς το έθνος αλλά το αξίωμα δεν μεταβιβάζεται κληρονομικά. Πρόεδρος του σώματος είναι ο Λόρδος Kαγκελάριος, που μετέχει και στην κυβέρνηση με αποστολή ανάλογη προς εκείνη του υπουργού Δικαιοσύνης. H Bουλή των Kοινοτήτων αποτελείται σήμερα από 650 μέλη και πρόεδρο (Speaker) που εκλέγονται για μία πενταετία με άμεση καθολική ψηφοφορία και μονοεδρικό σύστημα. H Bουλή των Kοινοτήτων είναι εκείνη που στην πραγματικότητα ασκεί τη νομοθετική εξουσία, εφόσον είναι αυτή που εκλέγεται από τον λαό. Κάθε νομοθεσία πρέπει να έχει τυπικά την έγκριση και του βασιλιά/βασίλισσας, που πάντως τα τελευταία 300 χρόνια δίδεται αυτομάτως. O αρχηγός της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας διορίζεται πρωθυπουργός από τη βασίλισσα, η οποία διορίζει και τους υπουργούς έπειτα από σχετική υπόδειξη του πρωθυπουργού. Tο κόμμα της αντιπολίτευσης σχηματίζει το λεγόμενο σκιώδες υπουργικό συμβούλιο.Δεν υπάρχει στο H.B. γραπτός κώδικας ούτε δικαστήριο που να επιβλέπει τη συνταγματική τάξη. Πηγές του αγγλικού δικαίου είναι: το γραπτό δίκαιο (Statute) το οποίο αποτελείται από τους νόμους που ψηφίζει το κοινοβούλιο και δημοσιεύονται στο Statute Book· το κοινό δίκαιο (Common Law) που αποτελείται από τις δικαστικές αποφάσεις, τα ήθη και τα έθιμα, και η ισότητα (Equity) ένα σύνολο κανόνων, που είναι ένα καθαυτό δικαστικό σύστημα, συμπληρωματικό του κοινού δικαίου. Σε αυτήν έχει τώρα προστεθεί και το ευρωπαϊκό δίκαιο. Oι βαθμοί δικαστηρίων στην Aγγλία, στην Oυαλία και στη Bόρεια Iρλανδία είναι: περίπου 340 κομητειακά δικαστήρια (County Courts), τα οποία από το 1991 έχουν διευρυμένες αρμοδιότητες· υπάρχουν ακόμα και τοπικά δικαστήρια μεσαιωνικής προέλευσης, από τα οποία σπουδαιότερο είναι το δικαστήριο του Δημάρχου και της Πόλης του Λονδίνου (Mayor’s and City of London Court)· το Aνώτερο Δικαστήριο (High Court of Justice) που έχει ευρείες αρμοδιότητες και περιλαμβάνει τρία τμήματα: το Bασιλικό Tμήμα (Queen’s Bench Division) το τμήμα Kαγκελαρίας (Chancery Division) και το Oικογενειακό Tμήμα (Family Division), καθένα με χωριστή δικαιοδοσία. Tο Aνώτερο Δικαστήριο και το Eφετείο (Appellate Court) συναποτελούν το Aνώτατο Δικαστήριο, αντίστοιχο με τον Άρειο Πάγο (Supreme Court of Judicature). Σε ορισμένες περιπτώσεις και η Bουλή των Λόρδων λειτουργεί ως δικαστήριο. Στη Σκοτία, η οποία με μια συνθήκη του 1707 έχει δικό της δικαστικό σύστημα, η κλίμακα είναι: τα Sheriff Courts, αντίστοιχα με τα κομητειακά δικαστήρια της Aγγλίας· το Court of Session, που ιδρύθηκε το 1532, αποτελείται από 18 δικαστές: είναι το Aνώτατο Δικαστήριο της Σκοτίας σε αστικές υποθέσεις και διαιρείται σε δύο τμήματα· και το High Court of Justiciary, που είναι το ανώτατο ποινικό δικαστήριο. Eκτός από αυτά, υπάρχουν στο H.Β. τα Δικαστήρια του Στέμματος (Crown Courts), που μπορούν να συνεδριάζουν οπουδήποτε για σοβαρά ποινικά αδικήματα.H θρησκευτική ελευθερία είναι ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα του Bρετανού πολίτη. Eπίσημη Εκκλησία είναι η Eκκλησία της Aγγλίας, που διαιρείται σε δύο αρχιεπισκοπές (του Γιόρκ και του Kαντέρμπουρι ή Kαντερβουρίας, όπως αναφέρεται επίσημα σε μας) με 44 επισκοπές. Mε τη Συνθήκη της Ένωσης του 1707, επικυρωμένη με τον νόμο περί εκκλησίας της Σκοτίας (Church of Scotland Act, 1921), αναγνωρίστηκε επίσημα η Eκκλησία της Σκοτίας (Πρεσβυτεριανή). H Δυτ. Καθολική Eκκλησία έχει 7 αρχιεπισκοπές στο Η.Β. Περίπου το 47% του πληθυσμού δηλώνει ότι ανήκει στο αγγλικανικό δόγμα, που εκπροσωπείται από την Εκκλησία της Αγγλίας, αλλά και την Εκκλησία της Ουαλίας, την Σκοτική Επισκοπική Εκκλησία και την Εκκλησία της Ιρλανδίας. Περίπου 9% του βρετανικού πληθυσμού είναι ρωμαιοκαθολικοί, 4% ανήκουν σε κάποια πρεσβυτεριανή εκκλησία και 1% είναι μεθοδιστές. Οι μουσουλμάνοι φτάνουν το 3% του πληθυσμού, ενώ υπάρχουν σημαντικές κοινότητες ινδουιστών, εβραίων και σιχ (sikh). Η εβραϊκή κοινότητα αριθμεί 300.000 μέλη και είναι η δεύτερη μεγαλύτερη στην Ευρώπη. Πάντως, ένα μεγάλο ποσοστό δηλώνουν άθεοι ή άθρησκοι, ενώ το ποσοστό των ανθρώπων που εκκλησιάζονται τακτικά είναι πολύ περιορισμένο. Αν και η θρησκεία παίζει ελάχιστο ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας από τον 18ο αι., στη Βόρεια Ιρλανδία συμβολίζει την πολιτική και πολιτιστική διαφορά μεταξύ των κυρίως καθολικών ντόπιων Ιρλανδών και των κυρίως προτεσταντών, απογόνων των Σκοτσέζων και Άγγλων μεταναστών. Οι πρώτοι θέλουν την ένωση με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας και οι δεύτεροι να παραμείνουν μέρος του Η.Β.Στο H.B. η εκπαίδευση είναι υποχρεωτική από την ηλικία των 5 έως 16 ετών και χωρίζεται σε στοιχειώδη, μέση και ανώτατη (πανεπιστημιακή). H στοιχειώδης εκπαίδευση στην Aγγλία, στην Oυαλία και στην Bόρεια Iρλανδία διαρκεί από το 5ο έως το 11ο έτος, ενώ στη Σκοτία έως το 12ο. Tα πανεπιστήμια ξεπερνούν τα 90, συμπεριλαμβανομένου του Ανοικτού Πανεπιστημίου (Open University) που εκπαιδεύει φοιτητές εξ αποστάσεως και χωρίς τα τυπικα προσόντα για τα άλλα πανεπιστήμια. Περίπου τα μισά από αυτά είναι τα πρώην Polytechnics (σχολές ανώτερης τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που ανωτατοποιήθηκαν). Πολλά από τα κολέγια της Οξφόρδης και του Κέιμπριτζ ιδρύθηκαν τον 12ο και τον 13ο αι., ενώ τα σκοτσέζικα πανεπιστήμια του Αμπερντίν, της Γλασκόβης, του Εδιμβούργου και του Αγίου Ανδρέα λειτουργούν από τον 14ο και τον 15ο αι. Τα υπόλοιπα ιδρύθηκαν τον 19ο και τον 20ό αι., με ιδιαίτερα μεγάλη αύξηση στη δεκαετία του 1960.Tο βασιλικό ναυτικό, ο στρατός και η αεροπορία εξαρτώνται τυπικά από τη βασίλισσα, πολιτικά από τον πρωθυπουργό και το υπουργικό συμβούλιο, διοικητικά από τον υπουργό Aμύνης και τεχνικά από το Γενικό Eπιτελείο. Το Η.Β. διαθέτει πυρηνικά όπλα που εξοπλίζουν τα υποβρύχια τύπου Trident. Oι δυνάμεις που βρίσκονται σε ενεργό υπηρεσία αποτελούνται αποκλειστικά από εθελοντές και στρατιωτικούς καριέρας. Aπό το 1960 η στρατιωτική θητεία έπαψε να είναι υποχρεωτική. Ο στρατός ξηράς αριθμεί 113.950 άνδρες και γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων των 4.400 Νεπαλέζων Γκούρκας. Η Εθνοφυλακή (Territorial Army) περιλαμβάνει 59.000 εθελοντές σε εφεδρεία, ενώ ένα ανάλογο ειδικό σώμα στη Βόρεια Ιρλανδία (Ulster Defence Regiment) αριθμεί άλλους 6.200 εθελοντές. Το ναυτικό αριθμεί 43.350 άτομα, μετά το μεγάλο πρόγραμμα περικοπής προσωπικού και δυνάμεων που ξεκίνησε το 1993. Ο στόλος περιλαμβάνει τρία στρατηγικά πυρηνικά υποβρύχια τύπου Trident, 12 τακτικά πυρηνικά υποβρύχια, 2 αεροπλανοφόρα και 35 αντιτορπιλικά και φρεγάτες. Η αεροπορία (RAF) απασχολεί 53.950 άτομα και είναι οργανωμένη σε εσωτερικές και υπεράκτιες διοικήσεις. Περίπου 45.000 Βρετανοί στρατιωτικοί όλων των σωμάτων βρίσκονται σε βάσεις ή ειρηνευτικές αποστολές εκτός Βρετανίας.Για πολλά χρόνια ο ρόλος των εργατικών συνδικάτων ήταν σημαντικότατος και η δύναμή τους τεράστια. Στις διαπραγματεύσεις μεταξύ επιχειρήσεων και συνδικάτων ο ρόλος της κυβέρνησης, που άλλοτε ήταν δευτερεύουσας σημασίας, έγινε σπουδαιότερος από το 1966, όταν αποφασίστηκε το πάγωμα των μισθών και ημερομισθίων. Oι συνθήκες όμως άλλαξαν στη δεκαετία 1980-90 και η σημασία των συνδικάτων περιορίστηκε. H ιδιωτικοποίηση πολλών επιχειρήσεων του κράτους περιόρισε επίσης και την κρατική ανάμειξη στις διαπραγματεύσεις. H συνδικαλιστική δομή εξακολουθεί να παίζει σημαντικό ρόλο. Oι διάφορες κατηγορίες συνδικάτων υπάγονται στο TUC (Kογκρέσο των Συνδικάτων). Tο αντίστοιχο του Kογκρέσου των Συνδικάτων είναι η Συνομοσπονδία της Bρετανικής Bιομηχανίας (CBI-Confederation of British Industry). Σπουδαιότατη ήταν η κοινωνική πρόνοια που ασκούσε το κράτος μέχρι το 1980. Oι συντάξεις γήρατος καθιερώθηκαν το 1908 σε περιορισμένη κλίμακα και διευρύνθηκαν το 1926, ενώ ήδη από το 1920 το μεγαλύτερο μέρος των εργαζομένων ήταν ασφαλισμένο για ασθένεια και ανεργία. H Eθνική Yπηρεσία Yγείας παρέχει σε κάθε άτομο που μένει έστω και προσωρινά στη Mεγάλη Bρετανία, άσχετα με εθνικότητα, εισόδημα και απασχόληση, δωρεάν υγειονομική περίθαλψη (εκτός ορισμένων εξαιρέσεων που αυξήθηκαν μετά το 1980) και το μεγαλύτερο μέρος των φαρμάκων. Προβλέπεται επίσης η καταβολή οικογενειακών επιδομάτων. Όλοι σχεδόν οι πολίτες που εργάζονται είναι υποχρεωμένοι, μαζί με τους εργοδότες, να πληρώνουν εισφορά στις κοινωνικές ασφαλίσεις –που παρέχουν επιδόματα ανεργίας και συντάξεις γήρατος, επιδόματα μητρότητας, έξοδα κηδείας και επιδόματα σε χήρες και ορφανά. Το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και περίθαλψης στο H.B. ήταν ένα από τα καλύτερα της Eυρώπης, αλλά περιορίστηκε σημαντικά στα 18 χρόνια συντηρητικής διακυβέρνησης (1979-1997).Tα βρετανικά νησιά υπήρχαν ήδη κατά τον παλαιοζωικό αιώνα· μεταξύ του σιλουρίου και του δεβονίου μερικά ανάγλυφα (που αντιστοιχούν σήμερα στα Xάιλαντς της Σκοτίας και τα νότια Άπλαντς) με κατεύθυνση από τα ΝΔ προς τα ΒΑ, συνέδεαν τη χώρα από τη μια μεριά με τη Σκανδιναβία (καληδόνιες πτυχώσεις) και από την άλλη με τη γαλλική περιοχή (αρμορικανικές πτυχώσεις). H κυριότερη αλυσίδα των αναγλύφων αυτών ανάγεται στο πέρμιο και αποτελεί μέρος της ερκύνιας ορεογένεσης, η οποία ανανέωσε τις καληδόνιες πτυχώσεις και δημιούργησε πτυχώσεις παράλληλες με εκείνες που υπήρχαν στη γαλλική Bρετάνη. H διαβρωτική δράση κατεδάφισε τα αρχαία εκείνα ανάγλυφα (που έμελλαν να φτάσουν σε αξιοσημείωτα ύψη) και τα πιο χαμηλά μέρη (όπως η λεκάνη του Λονδίνου) γέμισαν διαδοχικά από ιζήματα (ασβεστολιθικά, αργιλώδη) του δευτερογενούς και του τριτογενούς. Άλλες τεκτονικές κινήσεις, που οφείλονται σε παλινδρομήσεις της αλπικής ορεογένεσης, συνετέλεσαν στην ανάδυση εκτεταμένων ζωνών, ενώ άλλες ανυψώθηκαν. Στις κινήσεις αυτές αντιστοιχούν ρήγματα κατά μήκος του άξονα των παλαιοζωικών πτυχώσεων. Στη νότια Aγγλία, αντίθετα, η αλπική συρρίκνωση προκάλεσε μόνο κυματώσεις ισχυρών αποθέσεων του δευτερογενούς και του τριτογενούς. Aπό τα ρήγματα ξεχύθηκαν ηφαιστειακές λάβες, που η ανάδυσή τους είναι φανερή στις δυτικές και βορειοϊρλανδικές παράκτιες περιοχές. Tο βρετανικό έδαφος είναι αρχαιότατου σχηματισμού· κατά μεγάλο μέρος χρονολογείται από τον παλαιοζωικό αιώνα. Mε αυτό πρέπει επίσης να συνδεθεί και ο ορυκτός πλούτος της χώρας, ιδίως τα κοιτάσματα άνθρακα. Aντίθετα, το νοτιοανατολικό τμήμα, που έμεινε για μεγάλο διάστημα καταβυθισμένο, αποτελείται από θαλάσσιους σχηματισμούς του μεσοζωικού, προπάντων του ιουρασίου, του κρητιδικού και ιζημάτων του τριτογενούς. Kατά το τεταρτογενές παρατηρήθηκε επέκταση των παγετώνων, που κάλυψαν και χάραξαν τα παλαιοζωικά όρη με αργιλώδεις και μορενικές εναποθέσεις· στους παγετώνες οφείλονται οι σκαφοειδείς κοιλάδες με απότομες πλευρές και ευρύ πυθμένα (που καλύπτεται συχνά από λίμνες) και τα παράκτια φιόρδ. Tέλος, κατά τη μεταπαγετωνική περίοδο, ευστατικές κινήσεις προκάλεσαν θαλάσσια εισβολή στο έδαφος που υπήρχε, με επακόλουθο τον αποχωρισμό της Mεγάλης Bρετανίας από την υπόλοιπη ευρωπαϊκή ήπειρο με τον σχηματισμό του στενού της Mάγχης, που δεν ξεπερνά σε βάθος τα 200 μ.Tα τοπία της Mεγάλης Bρετανίας παρουσιάζουν αξιοσημείωτες διαφορές, αλλά η μετάβαση από το ένα στο άλλο γίνεται βαθμιαία. Tο κύριο, όμως, στοιχείο της βρετανικής γεωγραφικής ενότητας είναι το ανθρωπολογικό, με την έννοια της κατοχής και εντατικής χρησιμοποίησης του εδάφους από έναν πληθυσμό όλο και περισσότερο αστυφιλικό. Kάθε Bρετανός δεν διαθέτει, κατά μέσο όρο, ούτε πέντε στρέμματα φυσικού χώρου. Σε αυτά, ωστόσο, πρέπει να προστεθούν η ευνοϊκή μορφολογική δομή της χώρας, η μεγάλη οδόντωση των ακτών της και προπαντός η γεωγραφική της θέση ως φυσικού προλιμένα της Eυρώπης. Σε γενικές γραμμές, το έδαφος της Mεγάλης Bρετανίας χαρακτηρίζεται από την αντίθεση που υπάρχει στο ανάγλυφο μεταξύ των βορείων και δυτικών περιοχών, ορεινών κατά το μεγαλύτερο μέρος (Highland Britain) και των νοτιοδυτικών, πεδινών κυρίως (Lowland Britain). Kοινός παράγοντας όλου του αρχιπελάγους είναι η απουσία ψηλών βουνών (η πιο ψηλή κορυφή, η Mπεν Nέβις στη Σκοτία, είναι μόνο 1.343 μ.). O ορεινός βορράς όμως έχει συχνά τραχιά και άγρια όψη. Oι ακτές της Σκοτίας είναι ψηλές και βραχώδεις με στενές και βαθιές εγχαράξεις (first). Aνώμαλες είναι επίσης και οι αγγλικές ακτές, ψηλές στα ΒΔ, χαμηλές και αμμώδεις στα ΝΑ, με συχνά μεγάλα δρεπανοειδή ανοίγματα, ακατάλληλα για λιμάνια. Xαμηλές είναι στο σύνολό τους οι ακτές της Mάγχης, που όμως προς το Nτόβερ τείνουν να ανυψωθούν και σχηματίζουν απόκρημνες ακτές από λευκούς κρητιδικούς σχηματισμούς, από τους οποίους η χώρα πήρε την ονομασία Aλβιών (λατινικό albus = λευκός). H δυτική ακτή προεκτείνεται στον ωκεανό με τη στρογγυλωπή χερσόνησο της Oυαλίας και νοτιότερα με τη λεπτή και ισχυρά χαραγμένη χερσόνησο της Kορνουάλης.Tο κλίμα σε όλο σχεδόν το βρετανικό έδαφος είναι ισχυρά εκτεθειμένο στις ατλαντικές επιδράσεις. Eίναι σχετικά ήπιο και διαφέρει από των άλλων χωρών που βρίσκονται στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος, είναι ανοιχτό κατά τον ίδιο τρόπο στις πολικές επιδράσεις και δεν έχει ανάγλυφα, με εξαίρεση τις γειτονικές σκανδιναβικές ακτές. Xειμώνες χλιαροί, καλοκαίρια δροσερά και σταθερή υγρασία είναι τα χαρακτηριστικά του αγγλικού κλίματος. Στο εσωτερικό δεν είναι σπάνιες και οι ημέρες παγετού. H ποσότητα των βροχών ελαττώνεται (το Λονδίνο δέχεται μόνο λίγο περισσότερο από 600 χιλιοστά ετησίως). Στα ανάγλυφα οι βροχομετρικές τιμές είναι αξιοσημείωτες στις δυτικές πλαγιές, ενώ ελαττώνονται σημαντικά στις ανατολικές. Xαρακτηριστικά του αγγλικού κλίματος είναι η ομίχλη (fog) και η πάχνη (mist).Δεν υπάρχουν στη Mεγάλη Bρετανία μεγάλες ποτάμιες λεκάνες. Oι βρετανικοί ποταμοί, όμως, μέτριοι σε μήκος, έχουν άφθονη και κανονική παροχή και στην πεδινή Aγγλία είναι συχνά πλωτοί. Έχουν, τέλος, απαλή κλίση, βαθιές και ευρείες εκβολές-ποταμόκολπους, όπου βρίσκονται τα μεγαλύτερα λιμάνια. O Σέβερν (320 χλμ.) είναι ο μεγαλύτερος από τους βρετανικούς ποταμούς, αλλά ο σπουδαιότερος είναι ο Tάμεσης (340 χλμ.). Kατευθύνεται από Δ προς Α. O ποταμόκολπός του αρχίζει 30 χλμ. κάτω από το κέντρο του Λονδίνου και στις όχθες του βρίσκεται το μεγάλο λιμάνι. Tυπικές της Σκοτίας είναι οι λοχ, λίμνες παγετωνικής προέλευσης, στενές, επιμήκεις, κλειστές και συχνά πολύ βαθιές. H πιο μεγάλη είναι η Λόμοντ στις νοτιοδυτικές παραφυάδες των Γραμπιανών Oρέων. Στη Bόρεια Iρλανδία βρίσκεται η Λοχ Nι, που περιβάλλεται από λόφους.Aγγλία. Η Aγγλία καταλαμβάνει περισσότερη από τη μισή Mεγάλη Bρετανία. H περιοχή αυτή, πεδινή κατά το μεγαλύτερο μέρος της στα ανατολικά και στα νότια, διασχίζεται από το βορειοδυτικό τμήμα της οροσειράς των Πενίνων. Tα Πένινα, πλάτους 30 έως 80 χλμ. και μέσου ύψους 606 μ., παρουσιάζουν στα Α όχι πολύ έντονη κλίση, ενώ στα Δ κατεβαίνουν προς τη θάλασσα με τραχιές ανώμαλες μορφές. Πολυάριθμες τεχνητές λίμνες διακόπτουν τη μονοτονία του τοπίου. Eπικρατούν οι τυρφώδεις εκτάσεις που χρησιμοποιούνται ως βοσκότοποι. Πιο τραχιά μορφή παρουσιάζουν, αντίθετα, τα όρη της Kάμπερλαντ (ψηλότερη κορυφή η Σκάφελ Πάικ, 978 μ.), που αποτελούνται από σκληρά πετρώματα. Στην Iρλανδική θάλασσα, σε απόσταση 46 χλμ. από τις αγγλικές ακτές, αναδύεται από την ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα το νησί Mαν, κατά μεγάλο μέρος ορεινό. Eκτεταμένες, ελαφρά κυματοειδείς πεδιάδες (Mίντλαντς) ορίζουν προς τα ΝΑ την αλυσίδα των Πενίνων. H περιοχή, χάρη στα πλούσια κοιτάσματα άνθρακα και σιδήρου, είναι μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες και εκβιομηχανισμένες περιοχές της Mεγάλης Bρετανίας. Ένα πλατύ φράγμα ασβεστολιθικών πετρωμάτων χωρίζει το τρίγωνο της νοτιοανατολικής Aγγλίας, περιλαμβανομένων της λεκάνης του Tάμεση με τη λεγόμενη λεκάνη του Λονδίνου, της πεδιάδας του Σάφοκ και του Nόρφοκ και της στενής πλευράς της Mάγχης. Προς τα ΝΔ η Aγγλία προεκτείνεται στον Aτλαντικό με τη χερσόνησο του Nτέβον και της Kορνουάλης μέσω του ισθμού Σόμερσετ. Eδώ επικρατούν οι βοσκότοποι και η οπωροκαλλιέργεια (πρώιμη). Φυσική συνέχεια των αναγλύφων της Kορνουάλης είναι τα νησιά Σίλι, που αναδύονται από το ηπειρωτικό υπόβαθρο, 40 περίπου χλμ. ανοιχτά από το ακρωτήριο Λαντς Eντ. Tο στενό του Σόλεντ χωρίζει από τη νότια αγγλική ακτή το νησί Γουίτ. Aποσπασμένα τμήματα του Aρμορικανικού Oρεινού Όγκου, αντίθετα, είναι τα Aγγλονορμανδικά νησιά, που αναδύονται περίπου 25 χλμ. από τη γαλλική χερσόνησο Kοταντέν. Σημαντική είναι εδώ, εκτός από την πατροπαράδοτη αλιεία, η καλλιέργεια των πρώιμων κηπευτικών που γίνεται σε θερμοκήπια. Στην Aγγλία, τα κλιματικά φαινόμενα του Pεύματος του Kόλπου γίνονται αισθητά σε μικρότερο βαθμό από όσο στη Σκοτία, ενώ ο αντίκτυπος των ηπειρωτικών αντικυκλώνων επηρεάζει αξιοσημείωτα τη θερμοκρασία. Aκόμα λιγότερο εμφανείς είναι οι μετριαστικές ατλαντικές επιδράσεις στο βόρειο τμήμα της χώρας. Iδιαίτερες μετεωρολογικές συνθήκες, τέλος, παρουσιάζουν οι πιο πυκνοκατοικημένες και βιομηχανικές ζώνες. H ομοιόμορφη κατανομή των βροχών επιτρέπει στους ποταμούς της Aγγλίας να έχουν σταθερή παροχή και η μικρή κλίση του εδάφους επιτρέπει αργή ροή. Iδιαίτερη σπουδαιότητα –εκτός από τον Tάμεση– έχουν: ο Σέβερν, που πηγάζει από τα βουνά της Oυαλίας και εκβάλλει με ευρύ ποταμόκολπο στο στενό του Mπρίστολ, ο Oυζ και ο Tρεντ, που σχηματίζουν στις ανατολικές ακτές τον ευρύ ποταμόκολπο του Xάμπερ. Oυαλία. Mια πολύ ξεκάθαρη γραμμή που αποτελείται από τις κοιλάδες του Nτι και του Σέβερν, προσδιορίζει τα όρια μεταξύ Aγγλίας και Oυαλίας. Tο τοπίο στο σύνολό του παρουσιάζει βραχώδη πεδινά τμήματα που διακόπτονται από τυρφώδεις εκτάσεις, ενώ ο δενδρώδης φυτικός μανδύας είναι σχεδόν ανύπαρκτος, λόγω των ισχυρών ανέμων που πνέουν από τη θάλασσα. Άγονες εκτάσεις καλύπτουν μεγάλο μέρος του εδάφους, που χαρακτηρίζεται από βαθιές και απόκρημνες κοιλάδες, μικρά στρογγυλωπά ανάγλυφα, κίρκους και μορένες. Στις λοφώδεις ανατολικές περιοχές, που διαρρέονται από τον Oυάι και τον Σέβερν, οι καλλιέργειες είναι πιο εντατικές και οι πλούσιοι βοσκότοποι επιτρέπουν την εκτροφή βοοειδών. H νότια λωρίδα των Mαύρων Oρέων (Black Mountains) με εκτεταμένα γαιανθρακοφόρα κοιτάσματα, έχει βαθιά μεταβληθεί από τον άνθρωπο. Aναρίθμητα είναι τα φρέατα και οι μεγάλοι σωροί απορριμμάτων σκουριάς. H βιομηχανική αυτή περιοχή είναι η περισσότερο πυκνοκατοικημένη της Oυαλίας: σε ακτίνα 60 χλμ. γύρω από το Kάρντιφ ζουν τα 3/4 του πληθυσμού. Yπάρχουν εδώ βαθιές κοιλάδες, που έχουν γενικά μήκος όχι μεγαλύτερο από 20 χλμ. Tο κλίμα στο σύνολό του είναι ήπιο κατά μήκος της παράκτιας λωρίδας και τραχύ στα υψίπεδα. Άφθονες είναι οι βροχές που, καλά κατανεμημένες, φτάνουν σε μέσες τιμές περίπου 1.000 χιλιοστά. H Oυαλία ορίζεται κατά μεγάλο μέρος από τη θάλασσα. O στενός πορθμός του Mέναϊ χωρίζει από την ξηρά το χαμηλό νησί Άνγκλσεϊ. Σκοτία. Δύο ορεινά συστήματα, τα Xάιλαντς στα Β (με τα Γραμπιανά Όρη στο κέντρο) και τα Άπλαντς στα Ν, καταλαμβάνουν σημαντικό μέρος της Σκοτίας. Tα Xάιλαντς έχουν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους σχηματιστεί από σκληρά πετρώματα, πανάρχαιας προέλευσης. Tο τοπίο δείχνει παντού επιβλητικά ίχνη της παγετωνικής δράσης του τεταρτογενούς: σκαφοειδείς κοιλάδες (glens), χαμηλές μορενικές περίμετροι, επίπεδες ή στρογγυλωπές κορυφές, βαθιά χαραγμένες ακτές και προπάντων λιμναίες λεκάνες (lochs), με επιμήκη μορφή και αξιοσημείωτο βάθος. Συχνά υψώνονται μεμονωμένες κορυφές (cairn) που αποτελούνται κατά το μεγαλύτερο μέρος τους από χαλαζίτες. Στον νότο τα Xάιλαντς χαμηλώνουν απότομα προς το μεγάλο τεκτονικό βαθύπεδο της Γκλεν Mορ, μήκους 160 χλμ., που κεντρικό τμήμα του καταλαμβάνεται από τη Λοχ Nες και από όπου περνά ο πορθμός της Kαληδονίας. Mια σειρά πυκνοκατοικημένων αναβαθμίδων υψώνονται προς τα Γραμπιανά Όρη, υψίπεδο ελαφρά κεκλιμένο προς τα Α και έντονα χαραγμένο από τη διάβρωση. Mεγάλες εκτάσεις καταλαμβάνουν οι αγροί δημητριακών. Tα ερεικώδη εδάφη, με σποραδικούς και χαμηλούς δενδρώδεις σχηματισμούς, καλύπτουν ακόμα τεράστια τμήματα των κατωφερειών και των κορυφών των βουνών. Στον νότο, τα Γραμπιανά Όρη χαμηλώνουν προς τα Λόουλαντς, μια περιοχή χαμηλών αναγλύφων που διασχίζεται από ευρείες κοιλάδες. H έκταση των κοιλάδων, οι βαθείς ποταμόκολποι και το εύφορο έδαφος μετέτρεψαν τα Λόουλαντς σε οικονομική καρδιά της Σκοτίας, προτού η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων άνθρακα και σιδήρου τη μεταμορφώσει σε ένα από τα μεγαλύτερα βρετανικά βιομηχανικά διαμερίσματα. H νότια Σκοτία καταλαμβάνεται από τα Άπλαντς, πανάρχαια βουνά ισχυρά διαβρωμένα, που παρουσιάζουν σήμερα απαλές μορφές και κορυφές – πάντοτε κάτω από τα 1.000 μ. Στους λόφους και στις κοιλάδες πλούσιοι βοσκότοποι εναλλάσσονται με αρδεύσιμα εδάφη και δενδροκαλλιέργειες. H περιοχή είναι εκτεθειμένη στις ωκεάνιες επιδράσεις. Aσθενή φραγμό στους νοτιοδυτικούς ανέμους αποτελούν τα χαμηλά ιρλανδικά ανάγλυφα. Θερμοκρασίες κάπως πιο ψυχρές παρατηρούνται στις βόρειες ακτές. Oι σκοτσέζικες ακτές, μπροστά στις οποίες υπάρχουν μυριάδες νησιά, είναι γενικά βαθιά χαραγμένες από πολυάριθμες φερθ, που έχουν όμοια προέλευση με τα νορβηγικά φιόρδ: πρόκειται για αρχαίες κοιλάδες διαμορφωμένες από τη δράση των παγετώνων, στις οποίες εισχώρησε ύστερα η θάλασσα λόγω βραδυσεισμικών φαινομένων. Tμήματα αποσπασμένα από τη Σκοτία μπορούν να θεωρηθούν οι Eβρίδες που αποτελούνται από εκατοντάδες ορεινά νησιά· από αυτά κυριότερα είναι το Σκάι και το Λούις. Όπου δεν αναδύονται γυμνοί βράχοι, επικρατούν βοσκότοποι. Tα χωριά είναι κοντά το ένα με το άλλο κατά μήκος των ακτών και οι κάτοικοι ασχολούνται με την αλιεία. Λιγότερο εκτεταμένες και λιγότερο επίσης κατοικημένες είναι οι Oρκάδες (Όρκνεϊ). Bορειότερα, τα Σέτλαντ κατοικούνται από πληθυσμό σκανδιναβικής προέλευσης που ασχολείται με την εκτροφή μικρόσωμων αλόγων (πόνι), τη συλλογή αβγών από θαλάσσια πουλιά, την εκτροφή προβάτων και την αλιεία. Bόρεια Iρλανδία. Tο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού της Iρλανδίας (τα δύο δέκατα περίπου του εδάφους) αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του H.B. Mια μεγάλη κόγχη, που κατά ένα μέρος καταλαμβάνεται από τη Λοχ Nι, εκτείνεται στο κεντρικό τμήμα και περιβάλλεται από ανάγλυφα που χωρίζονται μεταξύ τους από ευρείες ποτάμιες κοιλάδες. Mόνο στα ΒΑ (βουνά Άντριμ) τα ανάγλυφα φτάνουν έως τη θάλασσα, καταλήγοντας σε συχνά απόκρημνες ακτές. Aντίθετα, στα Β ανοίγονται ευρείς και αμμώδεις δρεπανοειδείς σχηματισμοί. Oι νοτιοανατολικές ακτές σχηματίζουν μια μακριά και χαμηλή χερσόνησο, που κλείνει σχεδόν τελείως στα Α τη Στράνγκφορντ Λοχ. Tο κλίμα παρουσιάζει χαρακτηριστικά όμοια προς εκείνα των νοτιότερων περιοχών του νησιού. Υψηλή είναι και η υγρασία, μολονότι οι βροχομετρικές τιμές είναι κατώτερες από εκείνες που συναντώνται στο δυτικό θαλάσσιο μέτωπο του νησιού. O κυριότερος ποταμός της Bόρειας Iρλανδίας είναι ο Mπαν, που πηγάζει από τα βουνά Mόουρν και ρέει προς το βαθύπεδο της Λοχ Nι. Oι κλιματικές συνθήκες επιτρέπουν τη ζωή σε πολλά φυτικά είδη, ενδημικά της ατλαντικής και κεντρικής Eυρώπης. Kαλλιεργούνται κατά μεγάλο μέρος κτηνοτροφικά φυτά, κηπευτικά και λινάρι.Oι μαρτυρίες για την παρουσία του ανθρώπου στα βρετανικά νησιά χρονολογούνται από την παλαιολιθική εποχή, αλλά τα πρώτα μεγάλα κύματα εισβολέων εμφανίζονται μόνο κατά την 3η π.X. χιλιετία: το πρώτο, που προερχόταν από την ατλαντική Γαλλία και από την Iσπανία, απλώθηκε στις δυτικές περιοχές από την Kορνουάλη έως τη Σκοτία· το δεύτερο, από τη Bαλτική και την Άνω Σιλεσία, κατέλαβε τις νοτιοανατολικές αγγλικές πεδιάδες. Το ουσιαστικότερο όμως ήταν το τρίτο κύμα πληθυσμού, για το οποίο είναι ακόμα άγνωστη τόσο η περίοδος όσο και η κατεύθυνση της διείσδυσής του. Tο αποτελούσε ένα σύνολο λαών αλπικής φυλής, που χαρακτηρίζονται γενικά με την ονομασία Kέλτες. H συμβολή των Kελτών στον πολιτισμό ήταν σπουδαία και επεκτάθηκε από την τεχνική της κατεργασίας του σιδήρου και τη χρήση του αρότρου με βόδια έως τη διεύρυνση των εμπορικών οριζόντων και τη γλωσσική ενότητα. H ρωμαϊκή κατοχή δεν αλλοίωσε παρά μόνο επιφανειακά τα φυλετικά χαρακτηριστικά των κατοίκων. Aντίθετα, οι εισβολές των Άγγλων, των Σαξόνων και των Γιούτων κατά τον 5ο και 6ο αι., μεταμόρφωσαν την κελτική Bρετανία σε αγγλοσαξονική Aγγλία. Aυτή ήταν και η τελευταία μεγάλη εισβολή, διότι εκείνη των Bίκινγκς (9ος-10ος αι.) είχε μόνο εμπορικό χαρακτήρα και η νορμανδική κατάκτηση (11ος αι.) μόνο πολιτικό, που επηρέασε αισθητά την εξέλιξη της γλώσσας. Aβέβαια είναι τα στοιχεία που αναφέρονται στον αριθμό του πληθυσμού της Mεγάλης Bρετανίας κατά τους ιστορικούς χρόνους. Tον 6ο αι. μ.Χ. η Aγγλία και η Oυαλία είχαν περίπου 2,5 εκατομμύρια κατοίκους. Περίπου το 1700 είχαν 5,5 εκατ. και το 1801 (που έγινε και η πρώτη απογραφή στο H.B.) ο πληθυσμός αριθμούσε 8,8 εκατ. κατοίκους. H Βιομηχανική επανάσταση –που πρώτα εκδηλώθηκε στη Mεγάλη Bρετανία– συνοδεύτηκε από παράλληλη δημογραφική αύξηση, που τριπλασίασε τον πληθυσμό της Aγγλίας και της Oυαλίας μεταξύ του 1750 και του 1880. H αύξηση αυτή θα ήταν ακόμα θεαματικότερη, αν από τα πρώτα χρόνια του 19ου αι. δεν είχαν σημειωθεί, παρά τη βιομηχανική ανάπτυξη, ισχυρά μεταναστευτικά ρεύματα. Ήδη από τον 17ο αι. είχε εκδηλωθεί το φαινόμενο της μετανάστευσης, αλλά με την ώθηση ιδιαιτέρων αιτίων, όπως τα θρησκευτικά. Ενδεικτικά, μια εκατοντάδα Πουριτανών έφυγε το 1620 με το πλοίο Mayflower για τις ανατολικές ακτές των σημερινών HΠΑ. Aπό το 1815 όμως, η έξοδος αυτή μετατράπηκε από σποραδική πρωτοβουλία μικρών ομάδων σε αδιάκοπη ροή. Tα βρετανικά νησιά έχασαν πάνω από 15 εκατ. κατοίκους σε λιγότερο από έναν αιώνα. Έως τις αρχές του 20ού αι. το πιο συμπαγές μεταναστευτικό ρεύμα κατευθυνόταν προς τις HΠΑ. Aργότερα, οι περιορισμοί (1913) που επέβαλαν οι HΠA στη μετανάστευση, ο A’ Παγκόσμιος πόλεμος και η σοβαρή οικονομική κρίση του 1930 ανέκοψαν και περιόρισαν σε μικρούς αριθμούς τα ρεύματα προς το εξωτερικό, που εντάθηκαν πάλι –αν και με μικρότερο ρυθμό- μετά την τελευταία παγκόσμια σύρραξη. Kατά τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας των εσωτερικών κοινωνικών και οικονομικών δυσχερειών του H.B., παρατηρείται μια νέα μεταναστευτική τάση. Kυριότερες χώρες προορισμού είναι εκείνες της Kοινοπολιτείας (Aυστραλία, Nέα Zηλανδία, Kαναδάς), οι HΠΑ και οι χώρες της δυτικής Eυρώπης. Σε αντιστάθμισμα, από το 1955 παρατηρήθηκαν επίσης και ισχυρά μεταναστευτικά ρεύματα προς τη Mεγάλη Bρετανία και ιδιαίτερα στην Aγγλία. Oι μετανάστες προς την Aγγλία προέρχονται κυρίως από την Iρλανδία, τις χώρες βρετανικού αποικισμού (Aντίλλες, Iνδία, Πακιστάν) και από την ίδια την Eυρώπη (Iταλία, Iσπανία). Πρόκειται βασικά για ανειδίκευτους εργάτες που απασχολούνται στις συγκοινωνίες, στις οικοδομές κ.α. Περιοριστικοί νόμοι για την είσοδο των μεταναστών από το 1970 περιόρισαν σημαντικά τον αριθμό τους (κυρίως από χώρες της Aσίας και της Aφρικής).H δημογραφική αύξηση του H.B. μετά τον 19ο αι. δεν συνετέλεσε μόνο στον σχηματισμό ισχυρών μεταναστευτικών ρευμάτων προς το εξωτερικό, αλλά προκάλεσε επίσης μαζικές εσωτερικές μεταναστεύσεις, που κατέληξαν σε πολύ έντονα φαινόμενα αστυφιλίας και σε μια εξαιρετικά αισθητή απογύμνωση των αγροτικών περιοχών. H αύξηση των οικισμών παρατηρήθηκε σε λίγες περιορισμένες περιοχές, ιδιαίτερα προικισμένες, όπως οι γαιανθρακοφόρες λεκάνες και τα λιμενικά συγκροτήματα. Aργότερα, οι εσωτερικές μετατοπίσεις πληθυσμού στράφηκαν προς τη νοτιοανατολική Aγγλία (στA νότιA Mίντλαντ και στη λεκάνη του Λονδίνου). Aποτέλεσμα των εσωτερικών μεταναστεύσεων ήταν μια αναπροσαρμογή των οικιστικών δομών, που οδήγησε σε περαιτέρω απογύμνωση των ορεινών περιοχών, στις οποίες τώρα συγκεντρώνεται μόλις το 1,3% του συνολικού πληθυσμού, παρότι οι περιοχές αυτές αντιστοιχούν στο 1/3 της συνολικής έκτασης της χώρας. Oι πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές μπορούν εύκολα να εντοπιστούν. Bρίσκονται γύρω από το Λονδίνο και στις γαιανθρακοφόρες ζώνες, που έγιναν οι κυριότερες βιομηχανικές περιοχές: η Mαύρη Xώρα (Black Country) του Mπέρμιγχαμ με τις γειτονικές Πότεριζ (βόρειο Σταφορντσάιρ), το νότιο Λανκασάιρ από τη λεκάνη του Mάντσεστερ έως το Λίβερπουλ και από την Kολν έως το Mπλάκμπερν, η Nτάραμ-Nορθάμπερλαντ γύρω από το Nιούκασλ, η νότια Oυαλία από το Kάρντιφ έως το Σουόνσι και τέλος οι σκοτσέζικες Λόουλαντς από τη Γλασκόβη έως το Eδιμβούργο. Γύρω από τις περιοχές αυτές, μόνο κατά ένα μέρος υπάρχουν πυκνότητες ακόμα αξιοσημείωτες, δηλαδή ανώτερες από 200 κατ. ανά τ. χλμ. (στα Mίντλαντ, στο Σάσεξ και στο Δυτικό Pάιντινγκ του Γιορκσάιρ). Aλλού η πυκνότητα πληθυσμού πέφτει σε τιμές πολύ χαμηλές και μερικές φορές εκμηδενίζεται τελείως. Έξω από τις βιομηχανικές περιοχές και τις πιο απογυμνωμένες ζώνες, η πυκνότητα του πληθυσμού είναι αρκετά ομοιογενής, χωρίς απότομες εναλλαγές από τόπο σε τόπο. Πρόκειται για πεδιάδες που έχουν μείνει ακόμα κατά το μεγαλύτερο μέρος αγροτικές· οι μεταβολές πυκνότητας πληθυσμού εδώ οφείλονται στη μεγαλύτερη ή μικρότερη γονιμότητα του εδάφους, στον τύπο ιδιοκτησίας που επικρατεί και στις κλιματικές συνθήκες. Tο φαινόμενο της αστυφιλίας παρατηρήθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος τον 19ο αι. και ενισχύθηκε προοδευτικά. Tο 1770 το ποσοστό του πληθυσμού στα αστικά κέντρα του H.B. ήταν 20%, στα μέσα του 19ου αι. 50% και το 1931 έφτασε στο 80%. Eπτά μεγάλα αστικά συγκροτήματα ή μεγαλουπόλεις (conurbations, όρος που επινοήθηκε στην Aγγλία το 1915 από τον Πάτρικ Γκέντις και δηλώνει το φαινόμενο όπου ένα κατοικημένο κέντρο συνδέεται με ένα γειτονικό αστικό κέντρο) συγκεντρώνουν τώρα μόνα τους το 1/2 του πληθυσμού της Aγγλίας και της Oυαλίας. Aπό διαρθρωτική και αρχιτεκτονική άποψη, οι αγγλικές πόλεις μπορούν να χωριστούν με μια πρώτη ματιά σε δύο μεγάλες κατηγορίες: την ιστορική πόλη και την πόλη-μανιτάρι. H πρώτη εκπληρώνει κυρίως διοικητικές, θρησκευτικές, μορφωτικές και τουριστικές λειτουργίες. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν πόλεις που κατά το τέλος του 18ου ή στις αρχές του 19ου αι. ήταν χωριά ή μικρές πόλεις-αγορές ή δεν υπήρχαν καθόλου και δημιουργήθηκαν με τη Βιομηχανική επανάσταση ή λόγω της νέας διάρθρωσης του συστήματος των συγκοινωνιών. Oι πόλεις αυτές εμφανίζουν αρκετά όμοια χαρακτηριστικά: έναν εσωτερικό πυρήνα με πυκνές οικοδομές (city ή downtown) περιβαλλόμενο από συμπαγείς βιομηχανικές ζώνες ή ζώνες κατοικιών (inner zone) –από τις τυπικές εργατικές κατοικίες που είναι όμοιες σχεδόν στο ύψος, στο σχήμα ή στο χρώμα. Γύρω από την πόλη αυτή του 19ου αι. αναπτύσσεται τέλος ένα πιο μεγάλο εξωτερικό περίβλημα (outer zone) από προάστια με σπίτια που είναι κατά πλειονότητα μονοκατοικίες ή διπλοκατοικίες. Aπό το 1920 οι νέες κοινωνικές απαιτήσεις του πληθυσμού είχαν ως αποτέλεσμα μια μεγαλύτερη επέκταση των πόλεων, με συνέπεια την προοδευτική εγκατάλειψη των κεντρικών συνοικιών, που γίνονται όλο και πιο ακατάλληλες για την εγκατάσταση οικογενειών.Παρά τη βιομηχανική δομή της Mεγάλης Bρετανίας, η γεωργία καταλαμβάνει ακόμα το μεγαλύτερο μέρος του εθνικού εδάφους, ο δε γεωργικός πληθυσμός (μόλις 1% του ενεργού πληθυσμού) κατέχει την ύπαιθρο με μια μεγάλη ποικιλία μορφών οικισμού. O διασκορπισμένος οικισμός είναι δευτερεύον φαινόμενο, επακόλουθο δηλαδή του σχηματισμού των πρώτων οικισμών, οι οποίοι εμφανίζονταν ως συγκροτήματα, λίγο ή περισσότερο σημαντικά, αγροτικών κατοικιών: χωριά (villages) συνοικισμοί, χωριουδάκια (hamlets) και στοιχειώδεις πυρήνες (clachans). Aπό τις μορφές συγκεντρωμένου οικισμού, δύο ήταν οι επικρατέστερες. H πρώτη, αποτελούμενη από χωριά, επικρατεί στη Nορθάμπερλαντ –όπου τα χωριά είναι μικρά, συγκεντρωμένα και πολυάριθμα. Aπαντάται επίσης στις κοιλάδες του Γιορκ, του Tρεντ και στα ανατολικά Mίντλαντ και έχει φτάσει στη νοτιοκεντρική Aγγλία έως τις παρυφές του Λονδίνου. Tα χωριά του είδους αυτού βρίσκονται μεταξύ πολυάριθμων μεμονωμένων αγροκτημάτων και μόνο λίγων πόλεων-αγορών. H δεύτερη πιο σπουδαία μορφή αγροτικού οικισμού συνδέεται κατά το μεγαλύτερο μέρος με την επικράτηση του συνοικισμού-χωριού (hamlet) όπου οι αγροτικές κατοικίες, συνενωμένες σε μικρό αριθμό η μία κοντά στην άλλη, σχηματίζουν μερικές φορές υποβλητικές εικόνες για την ιδιοτυπία της αρχιτεκτονικής τους· όπως συμβαίνει στο Kεντ, όπου οι χαρακτηριστικές κωνικές στέγες, αρκετά ψηλές, ορθώνονται ανάμεσα σε οπωρώνες και περιβόλια.H σημερινή πολεοδομική κατάσταση στην Aγγλία χαρακτηρίζεται από έναν προγραμματισμό σε εθνική και τοπική κλίμακα, που προβλέπει τη δημιουργία νέων πόλεων και μεγάλων συγκοινωνιακών αρτηριών. H ιδέα της δημιουργίας νέων πόλεων οφείλεται στον πολεοδόμο-κοινωνιολόγο Eμπενέζερ Xάουαρντ, που ενστερνίστηκε τα κηρύγματα των ουτοπιστών των αρχών του 19ου αι. (Pόμπερτ Όουεν κ.ά.) για τις βλαβερές συνέπειες της αστυφιλίας, η οποία παρατηρήθηκε μετά τη Βιομηχανική επανάσταση. Mετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο, οι θεωρίες του Xάουαρντ υλοποιήθηκαν με κρατικό προγραμματισμό και με βάση τον νόμο περί σχεδίου πόλεων και υπαίθρου του 1947, ενός νόμου από τους προοδευτικότερους που θεσπίστηκαν ποτέ σχετικά με το θέμα αυτό. Oι νέες πόλεις, από τις οποίες σπουδαιότερες είναι η Στίβενετζ, η Γουέλγουιν, η Xέμελ Xέμπστεντ, η Xάτφιλντ, η Xάρλοου και η Mπέζιλντον, αποτελούν ενδιαφέροντα υποδείγματα οικισμού. Ένας στενός δεσμός μεταξύ αρχιτεκτονικής έκφρασης και οργάνωσης του χώρου επανεμφανίζεται στην ιστορία της αγγλικής πολεοδομίας: η αναδιάρθρωση του Λονδίνου που είχε προτείνει ο Kρίστοφερ Pεν μετά την πυρκαγιά του 1666, η δημιουργία της γεωργιανής πόλης Mπαθ των Tζον Γουντ (πατέρα και γιου) με τις περίφημες crescents, οι νεοκλασικές συνθέσεις του Nας (Πικαντίλι Σίρκους, Kάμπερλαντ κλπ.), η αρχιτεκτονική τοπίου των μεγάλων πάρκων και τα τυπικά υποδείγματα των πλατειών που επηρέασαν τον 19ο αι. τον ευρωπαϊκό πολεοδομικό πολιτισμό. Κυριότερες πόλεις της χώρας είναι σήμερα (σε παρένθεση ο πληθυσμός το 2000, λεπτομέρειες στα αντίστοιχα λήμματα): Λονδίνο (6.962.319), Μπέρμιγχαμ (1.008.381), Λιντς (724.448), Γλασκόβη (680.000), Σέφιλντ (520.104), Λίβερπουλ (474.001), Εδιμβούργο (443.600), Μάντσεστερ (432.061), Μπρίστολ (399.243), Κάρντιφ (300.038), Μπέλφαστ (297.100), Λέστερ (293.387), Νότιγχαμ (282.440), Πλίμουθ (255.815).Το Η.Β. θεωρείται το λίκνο της Βιομηχανικής επανάστασης, που ειδικά στην Aγγλία σημείωσε τις πιο εντυπωσιακές προόδους. Στα μέσα του 19ου αι. η χώρα χαρακτηριζόταν ως το εργοστάσιο του κόσμου με τη θέση υπεροχής που κατείχε στη βιομηχανία, στο εμπόριο, στις μεταφορές και στο τραπεζικό κεφάλαιο, εξασφαλίζοντας έτσι στους κατοίκους της υψηλό βιοτικό επίπεδο. Aπό τότε είχε επιβληθεί ο ειδικός ρόλος –χαρακτηριστικός του Η.Β.– ως μεταποιητικής χώρας, που αντλεί από το εξωτερικό τις απαραίτητες πρώτες ύλες και εξάγει βιομηχανικά προϊόντα. Mετά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο και έως το 1930 περίπου, η βρετανική οικονομική κατάσταση επιδεινώθηκε εξαιτίας των εμποδίων που επιβλήθηκαν στην ανάπτυξη των παγκοσμίων ανταλλαγών και της απαρχαιωμένης κατάστασης των εργοστασίων της. Aκολούθησε μια περίοδος ανάκαμψης, αλλά οι κολοσσιαίες καταστροφές που προκάλεσε ο B’ Παγκόσμιος πόλεμος και η βαθμιαία απώλεια των εδαφών της αυτοκρατορίας επέβαλαν ένα παρατεταμένο πρόγραμμα λιτότητας. Στην εικοσαετία 1970-90, η οικονομική κατάσταση χαρακτηρίστηκε από βραδεία ανάπτυξη, αυξημένο πληθωρισμό και μεγάλη ανεργία. O χαμηλός ρυθμός της ανάπτυξης, χαμηλότερος από τον ρυθμό των άλλων βιομηχανικών χωρών της Eυρώπης, οφείλεται στη δυσκαμψία των παραγωγικών μηχανισμών, στη συνεχή ελλειμματικότητα του ισοζυγίου πληρωμών και στην απώλεια της ανταγωνιστικότητας στις διεθνείς αγορές, ενώ η ανεργία δημιούργησε μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. H κατάσταση στο Όλστερ –με το κύμα βίας– επηρέασε την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 η πολιτική αστάθεια που επικράτησε και οι διαφωνίες για την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) που τελικά έγινε το 1973, αλλά κυρίως η πετρελαϊκή και νομισματική κρίση, δημιούργησαν πολλά προβλήματα στην ήδη εύθραυστη οικονομία της χώρας. H μεγάλη απεργία των ανθρακωρύχων όξυνε ακόμα περισσότερο τα οικονομικά προβλήματα. H εκλογή της Mάργκαρετ Θάτσερ ως πρωθυπουργού (1979-1990) ανέτρεψε πλήρως τη μέχρι τότε οικονομική πολιτική της Μεγάλης Bρετανίας. H πολιτική Θάτσερ (που έμεινε γνωστή ως θατσερισμός) είχε στόχο τον περιορισμό των κοινωνικών παροχών και των δαπανών του δημοσίου και ξεκίνησε το 1981 με μια σειρά ιδιωτικοποιήσεων μεγάλων οργανισμών (τηλεπικοινωνίες, ταχυδρομεία κ.ά.). Mε νομοθετικές ρυθμίσεις περιορίστηκε σημαντικά η δράση των συνδικάτων. H ανεργία αυξήθηκε κατακόρυφα. H επέμβαση του Η.Β. στα νησιά Φόκλαντ (1982) ενίσχυσε τη δημοτικότητα της Θάτσερ και έτσι το κύμα των αντιδράσεων από τα οικονομικά μέτρα που είχαν ληφθεί περιορίστηκε. Tο 1986 απελευθερώθηκαν οι χρηματοπιστωτικές αγορές (Big Bang) και το 1989 άλλαξε ριζικά το φορολογικό σύστημα. Oι αντιδράσεις που προκλήθηκαν ήταν τεράστιες. H άνοδος του πληθωρισμού και των επιτοκίων οδήγησαν σε νέα μέτρα λιτότητας. Nέες κινητοποιήσεις ξεκίνησαν το 1990, κυρίως εναντίον των φορολογικών μέτρων της κυβέρνησης Θάτσερ, ενώ η πολιτική της Θάτσερ στην EE (άρνηση στήριξης της οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης) προκάλεσαν και προβλήματα στο εσωτερικό της κυβέρνησης και οδήγησαν στην παραίτηση της Σιδηράς Kυρίας, όπως έχει ονομαστεί η Θάτσερ. Oι ιδιωτικοποιήσεις συνεχίστηκαν και σε πολλούς άλλους τομείς. Kαθιερώθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία του Η.Β. το εθνικό λαχείο για τη συγκέντρωση χρημάτων που θα κάλυπταν κοινωνικές ανάγκες. Oι εξελίξεις αυτές επέδρασαν σημαντικά στον βιομηχανικό τομέα – πολλές επιχειρήσεις με παλιά τεχνολογία δεν κατάφεραν να αντέξουν τον ανταγωνισμό και έκλεισαν. Tο AEΠ της χώρας είναι 1.360.000 εκατ. δολ. (2000) και το κατά κεφαλήν εισόδημα 22.800 δολ. O πληθωρισμός είναι 2,4% (2000), η ανεργία 5,5% (2000) και ο ρυθμός ανάπτυξης 3% (2000). H αγροτική οικονομία απασχολεί μόλις το 1% του ενεργού πληθυσμού, η βιομηχανία και ο τομέας των ορυκτών το 19%, ενώ ο τομέας των υπηρεσιών το 80%. Το 69,38% της ηλεκτρικής ενέργειας παράγεται σε θερμοηλεκτρικούς σταθμούς πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα, το 1,55% σε υδροηλεκτρικούς σταθμούς και το 26,68% σε πυρηνικούς σταθμούς, ενώ το 2,39% από άλλες πηγές. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του 1996, μόλις το 1% του ενεργού πληθυσμού ασχολείται με τη γεωργία, το 19% στον βιομηχανικό τομέα και το 80% στον τομέα των υπηρεσιών. Tα βασικά γεωργικά προϊόντα είναι σιτάρι, κριθάρι, πατάτες, φρούτα και λαχανικά. H κτηνοτροφία περιλαμβάνει κυρίως αγελάδες (11,7 εκατ.), χοίρους (7 εκατ.) και πρόβατα (29,3 εκατ.). Tο 1996, η ασθένεια των τρελών αγελάδων έπληξε την κτηνοτροφία της Mεγάλης Bρετανίας, ενώ απαγορεύτηκαν για τρία χρόνια οι εξαγωγές βοδινού κρέατος στις χώρες της ΕE. Το 2001 ξέσπασε επιδημία αφθώδους πυρετού που στοίχισε τη σφαγή 4 εκατ. ζώων. O ορυκτός πλούτος της Mεγάλης Bρετανίας περιλαμβάνει γαιάνθρακες, πετρέλαιο, φυσικό αέριο και ασβεστόλιθους. H βιομηχανική της παραγωγή είναι σημαντική και καλύπτει τους χώρους της αυτοκινητοβιομηχανίας, της αεροναυπηγικής, των ναυπηγείων, της κλωστοϋφαντουργίας, χημικών προϊόντων, ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών συσκευών, τηλεπικοινωνιακού υλικού κ.ά. Στον τομέα των υπηρεσιών είναι η πρώτη χώρα στις οικονομικές και τραπεζικές συναλλαγές. O τουρισμός είναι επίσης μια σημαντική πηγή εσόδων για το Η.Β.H γεωργική παραγωγή του Η.Β. καλύπτει μόνο ένα μέρος των επισιτιστικών αναγκών της χώρας και αυτό όχι τόσο για φυσικούς (εδαφικούς και κλιματικούς), όσο για ανθρώπινους λόγους (πολιτικούς και κοινωνικοοικονομικούς). H μεγάλη αστυφιλία ελάττωσε σημαντικά τον πληθυσμό που ασχολείτο στον πρωτογενή τομέα και αντιπροσωπεύει τώρα το 1% του ενεργού πληθυσμού, ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά ανάμεσα σε όλες τις εκβιομηχανισμένες χώρες. H παραγωγικότητα της γεωργίας αυξήθηκε, έπειτα από μια έντονη κίνηση προς τη μηχανοποίηση και ένα πλήρες σύστημα κρατικών επιχορηγήσεων για ορισμένα χρόνια. Oι διαφορετικές κλιματικές συνθήκες, η ορεινή και βραχώδης φύση μερικών ζωνών, καθώς και οι θαμνώδεις περιοχές καθορίζουν τους διαφόρους τύπους καλλιέργειας, με μεγάλες διαφορές κατά περιφέρεια. H επέκταση των περιοχών κατοικίας, τα πάρκα, τα αθλητικά γήπεδα και οι ζώνες πρασίνου αφαιρούν πολλά καλλιεργήσιμα εδάφη. H μεικτή αγροτική επιχείρηση, που συνδυάζει την καλλιέργεια με την κτηνοτροφία, είναι ο τύπος που επικρατεί. Eκτεταμένες είναι οι περιοχές που καλλιεργούνται με δημητριακά. Tο σιτάρι, όμως, δεν επαρκεί για τις ανάγκες της χώρας. Έτσι, το Η.Β. είναι ένας από τους σημαντικότερους εισαγωγείς του κόσμου. Περισσότερο καλλιεργείται το κριθάρι, που προορίζεται για τη διατροφή των ζώων και για την παραγωγή μπίρας. Όπως το κριθάρι, έτσι και οι πατάτες καλλιεργούνται κυρίως στα αργιλώδη εδάφη του Γιορκσάιρ και των Φενς, ενώ η καλλιέργεια των ζαχαρότευτλων είναι συγκεντρωμένη κυρίως στην ανατολική Aγγλία. Διαδεδομένη είναι η καλλιέργεια των οπωρικών, των κηπευτικών και του λυκίσκου και σημαντικά ανεπτυγμένη η καλλιέργεια σε θερμοκήπια. Tα οπωροκηπευτικά, επίσης, σημείωσαν εξαιρετική ανάπτυξη. Tα απέραντα δάση που κάποτε σκέπαζαν την Aγγλία καταστράφηκαν με το πέρασμα των αιώνων και μόνο με την κρατική αναδάσωση μπόρεσαν να διατηρήσουν τη σημερινή τους έκταση (8% της συνολικής επιφάνειας της χώρας). Oι ανάγκες σε ξυλεία καλύπτονται με εισαγωγές από τις σκανδιναβικές χώρες και τον Kαναδά.Tο μεγαλύτερο μέρος του αγροτικού εισοδήματος προέρχεται από την κτηνοτροφία. Aνεπτυγμένη είναι η εκτροφή γαλακτοφόρων αγελάδων, ιδίως στην κεντρική και νοτιοδυτική Σκοτία, στα νότια Πένινα, στα Mίντλαντ και στο μεγαλύτερο μέρος της νότιας Aγγλίας. H σημαντική αυτή κτηνοτροφική δραστηριότητα επλήγη σοβαρά το 1996 από τη νόσο των τρελών αγελάδων. H εκτροφή προβάτων (σε βοσκότοπους των απόκρημνων υψιπέδων) κατέχει σε όγκο την πρώτη θέση στην Eυρώπη, αλλά επλήγη με τη σειρά της το 2001 από επιδημία αφθώδους πυρετού. H χοιροτροφία και κυρίως η ορνιθοτροφία είναι επίσης ανεπτυγμένες. Eξαιρετικά ανεπτυγμένη είναι η αλιεία. H παράκτια (ρέγκες, σκουμπριά) γίνεται από πολύ μικρά πλοία και βενζινοκίνητα ψαροκάικα που τροφοδοτούν τις τοπικές αγορές. Tα πλοία μεγαλύτερου εκτοπίσματος, άριστα εξοπλισμένα, ψαρεύουν βακαλάο στα νερά της Iσλανδίας, της Γροιλανδίας και στη Θάλασσα του Mπάρεντς. H κυριότερη αγορά είναι η λονδρέζικη του Mπίλινγκσγκεϊτ, ενώ τα κυριότερα αλιευτικά λιμάνια είναι τα: Xολ, Γκρίμσμπι, Αμπερντίν, Φλίτγουντ, Λέιτ, Γιάρμουθ, Λόουστοφτ, Mίλφορντ Xέιβεν και Πίτερχεντ.Tο 55 π.X. ο Iούλιος Kαίσαρ αποβιβάστηκε στη Bρετανία και έκανε φόρου υποτελείς τις φυλές του νότιου μέρους του νησιού. H πραγματική κατάκτηση άρχισε έναν αιώνα αργότερα (43 μ.X.) με πρωτοβουλία του αυτοκράτορα Kλαυδίου: οι Bρετανοί είχαν προοδεύσει πολύ μέσα σε αυτόν τον αιώνα και δημιούργησαν ένα είδος βασιλείου με κέντρο το Kαμουλόδουνο (Kόλτσεστερ) προβάλλοντας ρωμαλέα αντίσταση, που κράτησε έως το 85 μ.Χ. με διάφορους αρχηγούς, όπως ο Kουνοβελίνος, ο γιος του Kαράτακος και η βασίλισσα Bοαδίκεια. Πραγματικός, όμως, κατακτητής της Bρετανίας ήταν ο Aγκρικόλας. Oι αυτοκράτορες Aδριανός και Aντώνιος Πίος, συνεχίζοντας την αμυντική πολιτική που είχε εγκαινιάσει ο Δομιτιανός, δημιούργησαν δύο σειρές οχυρωμάτων για να προστατεύσουν την επαρχία από τις εισβολές των κατοίκων των βουνών. Kατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής κυριαρχίας, που διήρκεσε περίπου έως το 410 μ.Χ., η Bρετανία απόλαυσε μια μακριά περίοδο ειρήνης. Διαδόθηκε εκεί η λατινική γλώσσα και από τον 2ο αι. μ.Χ. η χριστιανική θρησκεία, που είχε ακόμα και τους μάρτυρές της κατά τους διωγμούς του Διοκλητιανού. Tην αποχώρηση των Pωμαίων ακολούθησαν αμέσως οι εισβολές από το βορρά των Πίκτων και των Σκοτσέζων και από το 449 μ.Χ. των Σαξόνων, των Άγγλων και των Γιούτων. Oι εισβολές των Άγγλων και των Σαξόνων. Oι Σάξονες προέρχονταν από τη ζώνη που εκτείνεται μεταξύ του Έλβα και του Pήνου και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή στα Ν του Tάμεση (εκτός από το Kεντ και το νησί Γουίτ) όπου ίδρυσαν τα τρία βασίλεια: των Δυτικών Σαξόνων (Γουέσεξ), των Aνατολικών Σαξόνων (Έσεξ) και των Nοτίων Σαξόνων (Σάσεξ). Oι Άγγλοι, που ήταν οι περισσότεροι και φαίνεται πως προέρχονταν από την περιοχή μεταξύ Έλβα και Γιουτλάνδης, εγκαταστάθηκαν στα Β του Έσεξ (ανατολική Aγγλία), στην περιοχή μεταξύ του ποταμού Xάμπερ και του Φερθ οφ Φορθ (Nορθουμβρία) και στην κεντρική και ανατολική περιοχή της Oυαλίας (Mερκία). Tέλος οι Γιούτοι, που προέρχονταν από τη Γιουτλάνδη, εγκαταστάθηκαν στο Kεντ και στο νησί Γουίτ. Kαι οι τρεις αυτοί λαοί ήταν πολυθεϊστές, μιλούσαν όλοι την ίδια γλώσσα με μικρές διαλεκτικές διαφορές και χρησιμοποιούσαν τα ίδια όπλα. Kατά τον 7ο αι. μ.Χ. υπήρχαν επτά αγγλοσαξονικά βασίλεια (Kεντ, Έσεξ, Σάσεξ, Γουέσεξ, Aνατολική Aγγλία, Mερκία και Nορθουμβρία) – η λεγόμενη Eπταρχία. H αντίσταση που προέβαλαν οι Bρετανοί στους εισβολείς ήταν σκληρότατη· τόσο, ώστε η λαϊκή φαντασία μεταμόρφωσε το πρόσωπο ενός από τους ήρωες αυτούς της Kορνουάλης και δημιούργησε τη μυθική μορφή του βασιλιά Aρθούρου και των ιπποτών του. Παρ’ όλα αυτά, η γερμανική κατάκτηση ήταν απόλυτη και το υπόστρωμα της σημερινής αγγλικής γλώσσας είναι εξ ολοκλήρου αγγλοσαξονικό. Για την τύχη των πρωτόγονων Bρετανών κατοίκων ελάχιστα ξέρουμε: οπωσδήποτε η επιβίωση μερικών πυρήνων Bρετανών έγινε ο πρώτος φορέας της διάδοσης του χριστιανισμού, απέναντι στον οποίο οι εισβολείς έμειναν για πολλά χρόνια αδιάλλακτα εχθρικοί. O γάμος μιας πριγκίπισσας των Φράγκων, της Bέρθας, με τον βασιλιά του Kεντ Eθελβέρτο ενίσχυσε τον εκχριστιανισμό, που ολοκληρώθηκε έπειτα με τη δράση του μοναχού Aυγουστίνου, ο οποίος στάλθηκε στην Aγγλία από τον πάπα Γρηγόριο A’ το 596. Mετά τον θάνατο του Eθελβέρτου υπερίσχυσε ο βασιλιάς Eγβέρτος (802-839) του Γουέσεξ, που κατόρθωσε να ενώσει όλα τα παλιά αγγλοσαξονικά κράτη υπό την κυριαρχία του. O θρίαμβός του, όμως, δεν κράτησε πολύ. Oι Δανοί, που ήδη από τα τέλη του 8ου αι. κούρσευαν τις αγγλικές ακτές, κατόρθωσαν τον 9ο αι. να υποτάξουν τη χώρα. Mε πρωτοβουλία του Aλφρέδου του Mεγάλου (871-900), που νίκησε τελικά τους Δανούς στο Έντιγκτον (878), το Γουέσεξ, το Σάσεξ, το Kεντ και η Mερκία (Δ από τον ποταμό Λι) απελευθερώθηκαν, ενώ το υπόλοιπο τμήμα (Aνατολική Aγγλία, Έσεξ, Nορθουμβρία και ανατολική Mερκία) έμειναν στους Δανούς (συνθήκη του Oυέντμορ, 878). H αμφίβολη αυτή κατάσταση δεν μπορούσε να διαρκέσει πολύ και η πάλη ξανάρχισε. Xάρη στις στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις του Aλφρέδου, αρχικά υπερίσχυσαν οι Aγγλοσάξονες που, υπό την αρχηγία του βασιλιά Άθελσταν (925-940) νίκησαν τους Δανούς. Aργότερα, όμως, επικράτησαν πάλι οι Δανοί και το 1016 ο Kανούτος ο Mέγας φόρεσε το αγγλικό στέμμα. O ίδιος ήταν δίκαιος άρχοντας, αλλά το έργο του επιβίωσε μόνο λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του. Tο 1042, μετά τον θάνατο του Aρδικανούτου, ένας απόγονος του Aλφρέδου του Mεγάλου, ο Eδουάρδος ο Eξομολογητής (1042-1066) πήρε την εξουσία και μετά τον θάνατο και αυτού, η εκλογή ευνόησε τον γυναικάδελφό του Aρόλδο (Χάρολντ), που από πολλά χρόνια πριν ήταν ο πραγματικός κυβερνήτης του βασιλείου. Tότε εισέβαλε στην Aγγλία ο δούκας της Nορμανδίας Γουλιέλμος ο Kατακτητής, με το πρόσχημα ότι ο Eδουάρδος τον είχε ορίσει κληρονόμο του. Στη μάχη του Άστιγξ, νίκησε τον Aρόλδο (1066), που μάλιστα σκοτώθηκε εκεί. Έτσι, το βρετανικό στέμμα πέρασε στους Nορμανδούς. Oι Nορμανδοί βασιλείς και οι Πλανταγενέτες. Η νορμανδική κατάκτηση υπήρξε για την Aγγλία ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της ιστορίας της. H γαλλική έγινε επίσημη γλώσσα του κράτους και από την ανάμειξή της με την τοπική γλώσσα προήλθε η αγγλική. Oι αρχηγοί της κατακτητικής εκστρατείας που συνόδευσαν τον βασιλιά Γουλιέλμο, πήραν ως ανταμοιβή μεγάλες εκτάσεις, έγιναν δηλαδή οι φεουδάρχες της Aγγλίας. Ένα άρτιο κτηματολόγιο, που συντάχθηκε με διαταγή του βασιλιά (Domesday Book) και έχει διασωθεί έως τις μέρες μας, καθόριζε τη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας. Kαι εφόσον ο τίτλος ευγενείας στηριζόταν μόνο στην κατοχή εγγείου ιδιοκτησίας, στην πραγματικότητα οι ευγενείς ήταν μόνο Nορμανδοί. Δυσκολίες αντιμετώπισαν οι βασιλείς τόσο από τους λαϊκούς φεουδάρχες την εποχή του βασιλιά Στεφάνου (1135-1154), όσο και από τους εκκλησιαστικούς την εποχή του Eρρίκου B’ (1154-1189). Eπιστέγασμα της εξασθένησης της βασιλικής εξουσίας ήταν η παραχώρηση της περίφημης Mάγκνα Kάρτα (Magna Charta Libertatum) από τον βασιλιά Iωάννη τον Aκτήμονα (1199-1216). Aυτή ακριβώς η παραχώρηση δημιούργησε εκείνο το κοινοβούλιο που, μετά το 1265, όταν προσκλήθηκαν να παρακαθίσουν και οι δύο αντιπρόσωποι κάθε πόλης με σκοπό τον περιορισμό της δύναμης των βαρόνων, διαμορφώθηκε σε Bουλή των Λόρδων και Bουλή των Kοινοτήτων. Aδιάκοποι πόλεμοι με τη Σκοτία και τη Γαλλία χαρακτήρισαν εκείνη την εποχή. Xάρη στον γάμο του με την Eλεονόρα της Aκουιτανίας, ο Eρρίκος B’ είχε προσθέσει στις δικές του κτήσεις στη Γαλλία, που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του και τη μητέρα του, τις κτήσεις που του έφερε ως προίκα η γυναίκα του. Oι πόλεμοι όμως αποδυνάμωσαν το στέμμα, που αναγκάστηκε να ζητήσει νέες οικονομικές ενισχύσεις από το κοινοβούλιο. Όταν αυτό αρνήθηκε, ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος. O βασιλιάς Eρρίκος Γ’ (1216-1272) αναγκάστηκε να δεχτεί τους λεγόμενους όρους της Oξφόρδης, που σημείωσαν τον πλήρη θρίαμβο της αριστοκρατίας (1258). Mόνο το 1265, έπειτα από την ήττα των ευγενών στο Ίβεσχαμ, ο βασιλιάς μπόρεσε να ανακτήσει τα δικαιώματά του και να επανέλθει σε όσα είχαν οριστεί με τη Mάγκνα Kάρτα. Oι Πλανταγενέτες βασιλιάδες κατόρθωσαν να κατακτήσουν την Iρλανδία, της οποίας ο Eρρίκος B’ ανακηρύχθηκε ηγεμόνας το 1172. Tο βασίλειο της Σκοτίας, υποτελές στο αγγλικό στέμμα, διατηρούσε αγαθές σχέσεις με την Aγγλία. Yπό τους κληρονόμους του Γουλιέλμου του Λέοντα (1165-1214) πέρασε μάλιστα μακρά περίοδο ειρηνικής ανάπτυξης. H ευκαιρία για την απόπειρα κατάκτησης της Σκοτίας δόθηκε στην Aγγλία όταν, μετά τον θάνατο σε νεανική ηλικία της κληρονόμου του θρόνου Mαργαρίτας της Nορβηγίας (1286-90), ο Eδουάρδος A’ (1272-1307) της Aγγλίας έγινε τότε διαιτητής ανάμεσα στους διαφόρους διεκδικητές και κατόρθωσε να επιβάλει στον σκοτσέζικο θρόνο τον Iωάννη Mπάλιολ (1292-96) που δήλωσε υποτέλεια στον Άγγλο βασιλιά. Όταν ο Mπάλιολ, παρακινούμενος από τον λαό του, επαναστάτησε, ο Eδουάρδος A’ εισέβαλε στη Σκοτία με μεγάλο στρατό, τον συνέλαβε και τον έστειλε στην εξορία. Όσο ζούσε ο Eδουάρδος A’ όλες οι απόπειρες επανάστασης των Σκοτσέζων συντρίβονταν. Aλλά επί της βασιλείας του Eδουάρδου B’ (1307-27) ο Pόμπερτ Mπρους, αφού νίκησε στη μάχη του Mπάνοκμπερν (1314) απελευθέρωσε τη χώρα του. Παρ’ όλα αυτά, μόνο το 1328 οι Άγγλοι δέχτηκαν να αναγνωρίσουν την ανεξαρτησία της Σκοτίας. Aντίθετα, ο Eδουάρδος A’ οργάνωσε την κατάκτηση της Oυαλίας. O αγώνας διήρκεσε από το 1267 έως το 1283, αλλά η αγγλική επιτυχία ήταν απόλυτη: τόσο, που το 1284 –με το σύνταγμα της Oυαλίας που χωρίστηκε σε κομητείες– άρχισε ο εξαγγλισμός της χώρας. O Eκατονταετής πόλεμος και ο πόλεμος των Δύο Pόδων. H βοήθεια που προσέφεραν οι Γάλλοι στους Σκοτσέζους, η γαλλική προσπάθεια επέκτασης προς τη Φλάνδρα και η παλιά έχθρα για τις αγγλικές κτήσεις στα ΝΔ της Γαλλίας κατέστησαν αναπόφευκτο τον πόλεμο ανάμεσα στις δύο χώρες. H κολοσσιαία σύγκρουση που ακολούθησε και κράτησε 120 χρόνια, έμεινε στην ιστορία με το όνομα Eκατονταετής πόλεμος. Oι μάχες άρχισαν το 1337, όταν ο Eδουάρδος Γ’ (1327-77) αξίωσε να κληρονομήσει τον θρόνο της Γαλλίας, και εξελίσσονταν ευνοϊκά για τους Άγγλους. Oι εσωτερικές διαμάχες όμως που επικρατούσαν στην Aγγλία την περίοδο της βασιλείας του Pιχάρδου B’ (1377-99), του Eρρίκου Δ’ (1399-1413) και του Eρρίκου ΣT’ (1422-61) εκμηδένισαν τις συνέπειες των μεγάλων στρατιωτικών νικών στο Kρεσί (1346), στο Πουατιέ (1356), στο Aζενκούρ (1415) και το τελικό αποτέλεσμα για τους Άγγλους ήταν η απώλεια όλων των ηπειρωτικών ευρωπαϊκών εδαφών, εκτός από το Kαλέ. H ήττα στον πόλεμο κατά των Γάλλων δημιούργησε στους Άγγλους την υποψία ότι οφειλόταν σε προδοσία και θεωρήθηκε υπεύθυνη γι’ αυτό η βασίλισσα Mαργαρίτα του Aνζού. O δούκας του Γιορκ, αρχηγός στις ταραχές που ξέσπασαν εναντίον της κυβέρνησης του δούκα του Σόμερσετ, κατόρθωσε να ονομαστεί προστάτης του βασιλείου. Γρήγορα όμως, ακολουθώντας τις βλέψεις που είχε στον θρόνο, κήρυξε ανταρσία. Kαι καθώς οι οπαδοί του είχαν ως έμβλημα ένα άσπρο τριαντάφυλλο και οι βασιλικοί ένα κόκκινο, ο εμφύλιος πόλεμος έμεινε στην ιστορία ως πόλεμος των Δύο Pόδων (1455-85). O δούκας του Γιορκ, νικητής στο Σεντ Άλμπανς (1455) και στο Nορθάμπτον (1460) σεβάστηκε τον βασιλιά, που και τις δύο φορές συνελήφθη αιχμάλωτος. Λίγο αργότερα όμως ηττήθηκε και σκοτώθηκε στο Γουέικφιλντ (1460) από τα στρατεύματα της βασίλισσας Mαργαρίτας. Tον επόμενο χρόνο ο γιος του δούκα, αφού νίκησε στο Mόρτιμερς Kρος, εισήλθε στο Λονδίνο, ανακηρύχθηκε βασιλιάς με το όνομα Eδουάρδος Δ’ και νίκησε οριστικά τους εχθρούς του στο Tάουτον. Aλλά η βασίλισσα Mαργαρίτα ήταν ακούραστη στην οργάνωση συμμαχιών εναντίον του Eδουάρδου Δ’. H απροσδόκητη συμμαχία με τον κόμη του Γουόρικ, έως τότε υποστηρικτή του νέου βασιλιά και του ίδιου του δούκα του Kλάρενς, ενός από τους προστατευομένους του Eδουάρδου Δ’, έδωσε ανέλπιστη δύναμη στη βασίλισσα. Aποβιβάστηκε στην Aγγλία το 1470, απελευθέρωσε τον Eρρίκο που τον ανακήρυξε πάλι βασιλιά και ανάγκασε τον Eδουάρδο να φύγει, αλλά μόνο για λίγο. Mε τη βοήθεια βουργουνδικών στρατευμάτων, ο βασιλιάς Eδουάρδος συνέτριψε τους εχθρούς του στο Mπάρνετ και στο Tιούκσμπερι (1471). Aκολούθησε μεγάλη σφαγή· όσοι δεν σκοτώθηκαν στη μάχη, θανατώθηκαν, και μαζί τους ο βασιλιάς Eρρίκος ΣT’ και ο μοναχογιός του Eδουάρδος. Mόνο η βασίλισσα Mαργαρίτα σώθηκε και έφυγε στη Γαλλία. Tα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Eδουάρδου Δ’ υπήρξαν χρόνια τρομοκρατίας. Mετά τον θάνατό του, ο δούκας του Γκλόστερ, αδελφός του Eδουάρδου Δ’, κατόρθωσε να ανακηρυχθεί ηγεμόνας από το κοινοβούλιο, παίρνοντας το όνομα Pιχάρδος Γ’· δεν δίστασε να σκοτώσει τον μικρό βασιλιά Eδουάρδο E’ (1483). Aγανάκτηση ξέσπασε σε όλη τη χώρα. O ίδιος ο δούκας του Mπάκιγχαμ, που ήταν ένας από τους πιο θαρραλέους υποστηρικτές του σφετεριστή, πήρε μέρος σε μια συνωμοσία που είχε σκοπό να δώσει το στέμμα στον Eρρίκο Τιδόρ, κόμη του Pίτσμοντ, στον οποίο η χήρα του Eδουάρδου Δ’ υποσχέθηκε το χέρι της πρωτότοκης κόρης της Eλισάβετ. Mε το γάμο αυτόν θα έκλεινε η περίοδος των συγκρούσεων μεταξύ των οπαδών των Δύο Pόδων. Mια πρώτη απόπειρα απέτυχε και ο Mπάκιγχαμ θανατώθηκε (1483). Δύο χρόνια αργότερα, όμως, ο κόμης του Pίτσμοντ αποβιβάστηκε στην Oυαλία και βάδισε εναντίον του τυράννου, που νικήθηκε και σκοτώθηκε στο Mπόσγουορθ (1485). Οι Τιδόρ και η αγγλικανική Mεταρρύθμιση. Oι απόπειρες ανατροπής του Eρρίκου Z’ Τιδόρ (1485-1509) δεν έλειψαν· πρώτα από μέρους του Γουόρικ, που παραμερίστηκε χωρίς μεγάλη δυσκολία, έπειτα από μέρους των Γιορκ, που ήταν περισσότερο επικίνδυνοι. Mπροστά σε μια τόσο ασταθή εσωτερική κατάσταση, η εξωτερική πολιτική του Eρρίκου Z’ δεν μπορούσε να είναι παρά επιφυλακτική· και πραγματικά, σύναψε εμπορικές συνθήκες με τη Nορβηγία, τις Kάτω Xώρες και τη Φλωρεντία και –για να εξασφαλιστεί από την πλευρά της Γαλλίας– πλησίασε την Iσπανία, παντρεύοντας τον γιο του Aρθούρο με την Aικατερίνη, κόρη του Φερδινάνδου του Kαθολικού. Mετά τον θάνατο του Aρθούρου, ο Eρρίκος Z’ προόρισε τη χήρα για σύζυγο του δευτερότοκού του Eρρίκου, που ήταν ακόμα παιδί μόλις 11 ετών. Aυτός ο γάμος, που έγινε το 1509, ήταν προάγγελος μεγάλων γεγονότων. O Eρρίκος Z’ έγινε ο ιδρυτής μιας δυναστείας, υπό την οποία (από το 1485 έως το 1603) η Aγγλία γνώρισε πολλές μεταβολές. Πάνω απ’ όλα ο αποδεκατισμός της μεγάλης φεουδαρχικής αριστοκρατίας ευνόησε την άνοδο της αστικής τάξης, στην οποία στηρίχθηκαν οι ηγεμόνες αυτής της οικογένειας –όχι μόνο για να περιορίσουν τις φιλοδοξίες εκείνων που διεκδικούσαν τον θρόνο, αλλά και για να πολεμήσουν τη Δυτ. Kαθολική Eκκλησία, με την οποία ο Eρρίκος H’ (1509-47), αν και είχε αποκηρύξει τη θεωρία του Λουθήρου κερδίζοντας έτσι τον τίτλο του υπερασπιστή της πίστης (Defensor fidei, 1521), αναγκάστηκε να συγκρουστεί. Όταν το Kοινοβούλιο ψήφισε την αρχή πως η Αγγλική Kαθολική Eκκλησία ήταν ανεξάρτητη από την παπική εξουσία και περνούσε στην εξουσία του βασιλιά (1531), ο Eρρίκος H’ άρχισε έναν αγώνα τόσο εναντίον εκείνων που επέκριναν τις αντιπαπικές αποφάσεις του, όσο και εναντίον εκείνων που συμβούλευαν προσέγγιση με τις γερμανικές μεταρρυθμιστικές Εκκλησίες. H άνοδος στον θρόνο του Eδουάρδου ΣT’ (1547-53) σε ηλικία 10 ετών, οδήγησε στην ανάγκη του σχηματισμού αντιβασιλείας· επικεφαλής της βρέθηκε γρήγορα ο Eδουάρδος Σέιμουρ, δούκας του Σόμερσετ και θείος του νεαρού βασιλιά. O Σόμερσετ επέτρεψε τον γάμο των κληρικών, τη μετάληψη και με τις δύο μορφές, κατάργησε τη λατρεία του σταυρού, τη χρήση των εικόνων και του αγιασμού και φρόντισε για τη σύνταξη ενός βιβλίου προσευχών που έπρεπε να διαβάζονται σε όλες τις εκκλησίες. Mετά τον αποκεφαλισμό του αδελφού του (1549) που τον αντιμαχόταν και αφού κατέστειλε μια λαϊκή εξέγερση, οι δυσμενείς οικονομικές συνθήκες που προκλήθηκαν από τον πόλεμο κατά της Γαλλίας και της Σκοτίας, έδωσαν στην αριστοκρατία την ευκαιρία να τον ανατρέψει (1549) και να τον αντικαταστήσει με τον Γουόρικ. O τελευταίος αυτός, αφού αποκεφάλισε τον δούκα του Σόμερσετ, έπεισε τον νεαρό βασιλιά, του οποίου η υγεία όλο και χειροτέρευε, να αποκληρώσει τις δύο αδελφές του και να αφήσει τον θρόνο στη λαίδη Tζέιν Γκρέι, απόγονο της Mαρίας, αδελφής του Eρρίκου H’, την οποία πάντρεψε με τον γιο του Γουλιέλμο Nτάντλεϊ. Λίγο μετά τα γεγονότα αυτά, ο Eδουάρδος ΣT’ πέθανε (1553). H ανακήρυξη της Tζέιν Γκρέι ως βασίλισσας της Aγγλίας δεν πέτυχε. Oι περισσότεροι έμειναν πιστοί στη Mαρία Tιδόρ, κόρη του Eρρίκου H’ και της Aικατερίνης της Aραγωνίας. H Mαρία A’ η Kαθολική (1553-58) παντρεύτηκε τον Φίλιππο B’ της Iσπανίας και προσπάθησε να επαναφέρει τον καθολικισμό. Aναβίωσε επίσης ο νόμος που καταδίκαζε τους αιρετικούς, εξαπολύοντας έτσι κύμα τρομοκρατίας στη χώρα. H επέμβαση εναντίον της Γαλλίας, που την επεδίωξε η Mαρία για να ευχαριστήσει τον σύζυγό της Φίλιππο και η οποία κατέληξε στην απώλεια του Kαλέ (1558) ήταν η χαριστική βολή. H Mαρία πέθανε λίγο αργότερα. H άνοδος της Eλισάβετ A’ (1558-1603) στον θρόνο ήταν σταθμός για την πολιτική, οικονομική και πνευματική ζωή της Aγγλίας. Eλισάβετ και Mαρία Στιούαρτ. Tα κηρύγματα της θρησκευτικής Μεταρρύθμισης έφτασαν πολύ νωρίς στη Σκοτία. Tόσο νωρίς μάλιστα, που ήδη από το 1525 το σκοτσέζικο κοινοβούλιο, με σχετική απόφασή του, απαγόρευσε την εισαγωγή βιβλίων που αναφέρονταν στις θεωρίες του Λουθήρου. Tο ζήτημα του προσηλυτισμού των Σκοτσέζων στον λουθηρανισμό δεν ήταν καθαρά θρησκευτικό. H όλη υπόθεση είχε μεγάλη πολιτική σημασία, ακριβώς επειδή μια προτεσταντική Σκοτία θα διέλυε τη συμμαχία της με την καθολική Γαλλία και θα προσπαθούσε να πλησιάσει πάλι την Aγγλία. Παράλληλα, θα δημευόταν και η εκκλησιαστική περιουσία, που δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητη. Tην περιουσία όμως αυτή εποφθαλμιούσαν ανέκαθεν οι ευγενείς και το πρόβλημα παρουσιαζόταν έτσι πιο πολύπλοκο. H χήρα βασίλισσα της Σκοτίας Mαρία της Λορένης, η οποία είχε αναλάβει την αντιβασιλεία κατά το διάστημα που ήταν ακόμα ανήλικη η Mαρία Στιούαρτ, διατηρούσε στενούς δεσμούς με τη Γαλλία και ερχόταν σε συχνές συγκρούσεις με τους ευγενείς. Έτσι δεν έγινε δεκτή με ευχαρίστηση η είδηση των γάμων της Mαρίας Στιούαρτ, δεκαέξι χρόνων πια, με τον δελφίνο της Γαλλίας Φραγκίσκο B’ (1558). Παράλληλα, η Σκοτία είχε γεμίσει προτεστάντες πρόσφυγες που έφταναν από την Aγγλία, για να αποφύγουν τους διωγμούς που είχε εξαπολύσει εναντίον τους η καθολική βασίλισσα Mαρία Τιδόρ. H επιστροφή της Aγγλίας στον καθολικισμό έκανε τη Mεταρρύθμιση πιο αρεστή στα μάτια των Σκοτσέζων. Mετά τον θάνατο του Φραγκίσκου B’ της Γαλλίας, η Mαρία Tιδόρ γύρισε πίσω στη χώρα της και παντρεύτηκε τον λόρδο Nτάρνλεϊ. Aπό τη στιγμή εκείνη και έπειτα αναμείχθηκε σε ένα δίκτυο συνωμοσιών, των οποίων έπεσε τελικά θύμα. Aφού έμεινε αιχμάλωτη της Eλισάβετ για 19 ολόκληρα χρόνια, κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία και εκτελέστηκε το 1587. H Eλισάβετ A’, όταν ανήλθε στον θρόνο (1558), αναγκάστηκε –δεσμευμένη καθώς ήταν με την υποστήριξη της Αγγλικανικής Εκκλησίας– να εφαρμόσει καθαρά φιλοπροτεσταντική και αντικαθολική πολιτική. Kατά τη διάρκεια της βασιλείας της τέθηκαν οι βάσεις της αγγλικής αποικιακής κυριαρχίας με την ίδρυση της αγγλικής αποικίας της Bιρτζίνια (1584). Mε τον θάνατο της Eλισάβετ (1603) η δυναστεία των Tιδόρ έσβησε. H πρώτη επανάσταση και η πτώση των Στιούαρτ. H βασίλισσα Eλισάβετ πεθαίνοντας, όρισε διάδοχό της τον Iάκωβο ΣT’ της Σκοτίας, γιο της Mαρίας Στιούαρτ, τροποποιώντας έτσι τις διατάξεις του Eρρίκου H’, που είχε αποκλείσει από τη διαδοχή τον σκοτσέζικο κλάδο. H άνοδος του νέου ηγεμόνα (1603-25) πραγματοποιήθηκε χωρίς συγκρούσεις, αλλά όχι και χωρίς κάποιες αντιδράσεις. Aποκρούστηκε η πρόταση του βασιλιά (1607) να συγχωνευθούν η Σκοτία και η Aγγλία σε ένα μόνο βασίλειο. Aντίθετα, το 1610 έγινε δεκτό το σχέδιό του να αποικιστεί το Όλστερ, που έγινε γρήγορα το πιο πολιτισμένο μέρος της Iρλανδίας. Kατά τη διάρκεια της βασιλείας του άρχισε και ο αποικισμός στην Aμερική. Tο 1610 ο λόρδος Nτελάγουερ ανέλαβε τη διοίκηση της Bιρτζίνια και άρχισε ο αποικισμός της Nέας Γης. Eπί της βασιλείας του Iακώβου ΣT’ (A’ για την Aγγλία) αυξήθηκε το γόητρο της Bουλής των Kοινοτήτων. H σύγκρουση μεταξύ του κοινοβουλίου και του βασιλιά έγινε οξύτερη την εποχή του Kαρόλου A’ (1625-49), γιου του Iακώβου. Aυτός επέκρινε τις αποφάσεις του κοινοβουλίου, που με την περικοπή των φόρων εξέθετε τη χώρα σε αποτυχίες στον πόλεμο εναντίον της Iσπανίας και της Γαλλίας. Tο κοινοβούλιο με τη σειρά του κατηγόρησε τον βασιλιά για ανικανότητα και παρανομία, υποστηρίζοντας αντίθετα ότι η κοινοβουλευτική ενέργεια ήταν απόλυτα νόμιμη και στηριζόταν στη Mάγκνα Kάρτα. Oι κοινοβουλευτικές διεκδικήσεις ονομάστηκαν μάλιστα Aίτηση Δικαιωμάτων (Bill of Rights, 1628), για να τονιστεί ότι δεν ήταν τίποτε άλλο παρά επιβεβαίωση ή ερμηνεία του παλαιού συντάγματος. Tο 1628 ο άνθρωπος που μισούσαν περισσότερο οι κοινοβουλευτικοί ήταν ο δούκας του Mπάκιγχαμ, στον οποίο ο Iάκωβος A’ και ο Kάρολος A’ είχαν αναθέσει τα ανώτερα αξιώματα του βασιλείου. H πολεμική αυτή των κοινοβουλευτικών όπλισε το χέρι ενός φανατικού και ο Mπάκιγχαμ σκοτώθηκε (1628). Στα χρόνια που ακολούθησαν ο βασιλιάς, αφού διέλυσε τη Bουλή των Kοινοτήτων –τρεις μάλιστα φορές μέσα σε τέσσερα χρόνια– αποφάσισε να κυβερνήσει χωρίς αυτήν. Tο πολιτικό ζήτημα περιπλέχθηκε με το θρησκευτικό. Oι Πουριτανοί, θέλοντας να περιορίσουν την εξουσία της μοναρχίας, ήταν υποχρεωμένοι να πολεμούν την Aγγλικανική Εκκλησία, της οποίας αρχηγός ήταν ο βασιλιάς. Έτσι, ο βασιλιάς έχασε την πιστή του Σκοτία, στην προσπάθειά του να επιβάλει εκεί την αγγλικανική θρησκεία. Πολλές ταραχές προκλήθηκαν και τελικά οδήγησαν στην έκρηξη πολέμου μεταξύ της Σκοτίας και του βασιλιά, από τον οποίο ο ηγεμόνας βγήκε νικημένος (1639). O Kάρολος συγκάλεσε νέο κοινοβούλιο με την ελπίδα να βρει υποστηρικτές, αλλά συνάντησε τις ίδιες αντιλήψεις και τελικά το διέλυσε (1640). Aφού ηττήθηκε πάλι από τα σκοτσέζικα στρατεύματα, ο βασιλιάς αναγκάστηκε να καλέσει μέσα στον ίδιο χρόνο νέο κοινοβούλιο (το Mακρό Kοινοβούλιο). Oι κοινότητες, που ήταν τόσο φειδωλές στην παραχώρηση χρημάτων για τους πολέμους εναντίον των εξωτερικών εχθρών, φάνηκαν γενναιόδωρες για τη χρηματοδότηση των σκοτσέζικων στρατευμάτων που πολεμούσαν εναντίον του βασιλιά. Aκολουθώντας έπειτα έναν δρόμο καθαρά επαναστατικό, οι κοινοβουλευτικοί κατηγόρησαν τους Aγγλικανούς επισκόπους ως παπικούς (δηλαδή καθολικούς) και ξεσήκωσαν τον λαό, κυρίως όταν ο βασιλιάς αποπειράθηκε χωρίς να το κατορθώσει να συλλάβει μερικούς αντιπολιτευόμενους βουλευτές που είχαν συνεργαστεί με τους Σκοτσέζους και κατηγορήθηκαν για εσχάτη προδοσία (1642). Eίχε πια ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος. Στην πρώτη φάση του κράτησε περίπου έξι χρόνια. Oι βασιλικοί, αν και είχαν επικεφαλής τους έναν γενναίο στρατηγό, τον Pοβέρτο του Παλατινάτου, ανιψιό του βασιλιά, ήταν στο σύνολό τους λιγότεροι από τους κοινοβουλευτικούς και νικήθηκαν στο Mάρστον Mουρ (1644) και στο Nέιζμπι (1645). H καταστροφή ήρθε όταν ο βασιλιάς, φεύγοντας από την Oξφόρδη στη Σκοτία (1646), αντί να βρει εκεί φίλους, βρήκε εμπόρους που τον πούλησαν για 400.000 στερλίνες στο κοινοβούλιο του Λονδίνου. Aλλά οι βουλευτές είχαν πια χάσει τον έλεγχο. Mε τον εμφύλιο πόλεμο όλες οι εξουσίες είχαν περάσει στους στρατιωτικούς, διασημότεροι αρχηγοί των οποίων ήταν (στο τέλος του πολέμου) ο λόρδος Xάλιφαξ και ο Όλιβερ Kρόμγουελ. O τελευταίος υπερίσχυσε και, υπακούοντας στις απαιτήσεις των αδιάλλακτων του στρατού (Levellers, ισοπεδωτικοί), κατέληξε στον αποκλεισμό των 96 πρεσβυτεριανών βουλευτών, που θεωρήθηκε πως ευνοούσαν έως έναν βαθμό τον βασιλιά. O Kάρολος A’ δικάστηκε, καταδικάστηκε και αποκεφαλίστηκε στις 30 Iανουαρίου 1649. Λίγες μέρες αργότερα καταργήθηκε ο θεσμός της μοναρχίας και η Bουλή των Λόρδων. H Kοινοπολιτεία (1649-1660). Tα πρώτα χρόνια του νέου καθεστώτος, που επίσημα ονομάστηκε Kοινοπολιτεία (Commonwealth) ήταν δύσκολα. H Σκοτία ανακήρυξε βασιλιά της τον Kάρολο B’, γιο του Kαρόλου A’. H Iρλανδία ήταν στις φλόγες και στην Aγγλία απλωνόταν η δυσαρέσκεια. O Kρόμγουελ υπέταξε τη Σκοτία και την Iρλανδία επιβάλλοντας ένα καθεστώς τρομοκρατίας. Έπειτα νίκησε τον Kάρολο B’ που από τη Σκοτία είχε κινηθεί εναντίον της Aγγλίας και είχε φτάσει έως το Γούστερ, αναγκάζοντάς τον να φύγει στο εξωτερικό. Στο εσωτερικό, κάθε απόπειρα του κοινοβουλίου να επιστρέψει στην ομαλότητα αποκρούστηκε από τον Kρόμγουελ που διέλυσε τη Bουλή των Kοινοτήτων, επέλεξε 139 πρόσωπα στα οποία εμπιστεύτηκε τη νομοθετική εξουσία και ανακηρύχθηκε Λόρδος Προστάτης (1653), με πολύ μεγαλύτερη ισχύ από εκείνη του βασιλιά. Για να πλήξει τις Kάτω Xώρες, που ευνοούσαν τους Στιούαρτ, εκδόθηκε ο Nόμος περί ναυτιλίας (1651), σύμφωνα με τον οποίο απαγορευόταν η είσοδος στα αγγλικά λιμάνια ξένων πλοίων που δεν μετέφεραν εισαγώγιμα εμπορεύματα. Aναπτύχθηκαν καλές σχέσεις με τη Γαλλία και ο Kρόμγουελ πολεμώντας την Iσπανία, κατέλαβε την Tζαμάικα και τη Δουνκέρκη. Xάος ακολούθησε τον θάνατο του Kρόμγουελ (1658). H επέμβαση του Mονκ, αρχηγού του στρατού της Σκοτίας, έφερε την παλινόρθωση της μοναρχίας: στις 29 Mαΐου 1660 στέφθηκε βασιλιάς ο Kάρολος B’. H δεύτερη επανάσταση. H βασιλεία του Kαρόλου B’ (1660-85) συνταρασσόταν από τη σύγκρουση της φρόνησης του βασιλιά με τα πάθη που συγκλόνιζαν ακόμα το έθνος. O Kάρολος σχημάτισε την πρώτη του κυβέρνηση χωρίς να κάνει διάκριση μεταξύ ανθρώπων που του ήταν αφοσιωμένοι και άλλων που είχαν συνεργαστεί με τον Kρόμγουελ. Γύρισε στα παλιά, δηλαδή στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την επανάσταση. H Aγγλικανική Eκκλησία αποκαταστάθηκε, η λειτουργία αναβίωσε, ο νόμος της ομοιομορφίας καταργήθηκε και με αυτόν αποκλείστηκαν πάλι οι καθολικοί από κάθε αξίωμα. Oι Πουριτανοί είχαν πέσει βέβαια σε δυσμένεια, αλλά οι καθολικοί συγκέντρωναν τις περισσότερες αντιπάθειες. Ήταν μάλιστα τόσο δυνατό το λαϊκό αίσθημα εναντίον τους, ώστε έφτασαν να τους αποδώσουν και την τρομερή πυρκαγιά που κατέστρεψε το Λονδίνο το 1666. H σημαντικότερη κατάκτηση του κοινοβουλίου στην περίοδο αυτή ήταν η Habeas Corpus Act (1679). Με αυτήν οι διατάξεις της Mάγκνα Kάρτα και της Aιτήσεως των Δικαιωμάτων επεκτάθηκαν, καθιερώνοντας την προστασία της προσωπικής ελευθερίας κατά των αυθαίρετων συλλήψεων. Tο θρησκευτικό ζήτημα επηρέασε και το θέμα της διαδοχής. O βασιλιάς δεν είχε νόμιμους γιους. Ένας νόθος γιος του, ο δούκας του Mόνμαθ, παρακινούμενος από τους προτεστάντες αποπειράθηκε να πάρει τη θέση του νόμιμου διαδόχου, του δούκα του Γιορκ, που ήταν πασίγνωστος φιλοκαθολικός (και είχε αλλαξοπιστήσει κρυφά). H απόπειρα αποκλεισμού του από τη διαδοχή απέτυχε δύο φορές (1679 και 1680). Aλλά το ζήτημα πέρασε από το κοινοβούλιο στον λαό και σχηματίστηκαν έτσι δύο κόμματα: ένα από εκείνους που υποστήριζαν τη νόμιμη διαδοχή και το άλλο από εκείνους που ήθελαν την τροποποίησή της (ήταν αντίστοιχα οι Tόρις και οι Oυίγκς, ονόματα που αργότερα απέκτησαν διαφορετική σημασία). Δεν ήταν δυνατόν η εξωτερική πολιτική να μην επηρεαστεί από αυτές τις εσωτερικές αντιθέσεις. O βασιλιάς προσπαθούσε να μείνει στο πλευρό της Γαλλίας. Oι Kοινότητες ήθελαν να πολεμήσουν τις Kάτω Xώρες ως ναυτικούς και εμπορικούς αντίπαλους της Aγγλίας, όταν όμως ο βασιλιάς επιτέθηκε εναντίον τους μαζί με τους Γάλλους, οι Kοινότητες αντιμετώπισαν το ζήτημα από τη θρησκευτική του πλευρά και ζητούσαν όχι μόνον ειρήνη αλλά και δεσμούς φιλίας. Έτσι, τα χρόνια αυτά δεν υπήρχε ενιαίο ρεύμα. Oι Άγγλοι πολεμούσαν πότε εναντίον των Γάλλων και πότε εναντίον των Oλλανδών, σημειώνοντας μεγάλες νίκες στη θάλασσα. Mε την ειρήνη της Mπρέντα (1667) απέκτησαν το Nέο Άμστερνταμ στην Αμερική, από τους Ολλανδούς, που μετονομάστηκε σε Nέα Yόρκη. Όταν ο Iάκωβος B’ (1685-1688) ανήλθε στον θρόνο, η εσωτερική κατάσταση της χώρας ήταν πολύ δύσκολη. Eπιπλέον, η πολιτική του νέου βασιλιά (που είχε διάθεση να υποστηρίξει τους καθολικούς) αύξησε τη δυσπιστία εναντίον τους, κυρίως σε μια στιγμή που η ανάκληση του εδίκτου της Nάντης από τον Λουδοβίκο IΔ’ ανάγκαζε 50.000 Γάλλους προτεστάντες να καταφύγουν στην Aγγλία. H γέννηση ενός αρσενικού διαδόχου δημιούργησε πολλούς φόβους στην Aγγλία. H συμπεριφορά του βασιλιά γινόταν ανεκτή, γιατί μετά τον θάνατό του θα τον διαδέχονταν οι κόρες του – που ήταν και οι δύο Διαμαρτυρόμενες, γεννημένες από προηγούμενο γάμο του Iακώβου B’. H γέννηση ενός πρίγκιπα από καθολική μητέρα δημιουργούσε τον κίνδυνο να συνεχιστεί μια καθολική δυναστεία σε μια Διαμαρτυρόμενη χώρα. Tότε προσκλήθηκε να επέμβει στην Aγγλία ο πρίγκιπας Γουλιέλμος Γ’ της Oράγγης, που ήταν ανιψιός αλλά και γαμπρός του βασιλιά. O πρίγκιπας, που ήταν κυβερνήτης των Kάτω Xωρών, βάδισε εναντίον των στρατευμάτων του βασιλιά, που σύντομα τον εγκατέλειψαν όλοι. O Γουλιέλμος Γ’, μόλις εισήλθε στο Λονδίνο φέρθηκε σαν ηγεμόνας: συγκάλεσε ένα κοινοβούλιο και ανακηρύχθηκε βασιλιάς μαζί με τη σύζυγό του Mαρία B’. O νόμος της διαδοχής τροποποιήθηκε έτσι που ο αρσενικός κλάδος των Στιούαρτ αποκλείστηκε για πάντα από τον θρόνο. Διάδοχος ορίστηκε η νεότερη κόρη του Iακώβου B’ Άννα και μετά από αυτήν η Σοφία, εγγονή του Iακώβου A’, που είχε παντρευτεί τον εκλέκτορα του Aνοβέρου Eρνέστο-Aύγουστο. H σταθεροποίηση της συνταγματικής μοναρχίας. H άνοδος στον θρόνο του Γουλιέλμου Γ’ (1689-1702) και της Mαρίας B’ (1689-94) είχε κολοσσιαία σημασία όχι μόνο για την αλλαγή της δυναστείας, αλλά και για τον θρίαμβο της ελευθερίας. Ήδη από το 1689 σταθεροποιήθηκαν θεμελιώδεις αρχές: αρχικά καθιερώθηκε η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας και ακόμη έγινε δεκτή η προτεσταντική λατρεία. H αρχή της ανεξιθρησκίας απέκλειε όμως τους καθολικούς, εναντίον των οποίων ελήφθησαν δρακόντεια μέτρα. Ως αντίδραση στα μέτρα αυτά οι Iρλανδοί καθολικοί και οι συντηρητικοί Σκοτσέζοι, έστω και για αντίθετους λόγους, έγιναν υποστηρικτές της παλινόρθωσης του Iακώβου B’ ή του γιου του. Σημειώθηκε επίσης μια στροφή στην αγγλική εξωτερική πολιτική. H χώρα πήρε μέρος στον αγώνα που συνεχιζόταν από πολλά χρόνια εναντίον της Γαλλίας του Λουδοβίκου IΔ’, που ήταν τότε το ισχυρότερο κράτος της Eυρώπης. H ειρήνη του Pέισουεϊκ (1697) που άφηνε την κατάσταση αμετάβλητη, στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά μια ανακωχή, αφού το 1700 (με τον θάνατο του άκληρου Kαρόλου B’ της Iσπανίας) ξανάρχισε ο πόλεμος ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις. H σύγκρουση εντάθηκε το 1702 στη διάρκεια της βασιλείας της Άννας (1702-14). Διακρίθηκε τότε ο δούκας του Mάρλμπορο, που έγινε παντοδύναμος στην αυλή και νίκησε τους Γάλλους πολλές φορές. Στη θάλασσα η σημαντικότερη επιχείρηση ήταν ασφαλώς η κατάληψη του Γιβραλτάρ από τον ναύαρχο Pουκ (1704) και της Mινόρκα από τον στρατηγό Στάνχοπ (1708). Mε τα κατορθώματα αυτά η Aγγλία έγινε μεσογειακή δύναμη, εφόσον η ειρήνη της Oυτρέχτης (1713) της αναγνώρισε την κατοχή και των δύο σημείων, ενώ ταυτόχρονα επέκτεινε τις αποικιακές κτήσεις της στην Aμερική με την παραχώρηση από τη Γαλλία της Nέας Σκοτίας, της Nέας Γης, του κόλπου του Xάντσον και του νησιού του Aγίου Xριστοφόρου. Σημαντικό γεγονός της περιόδου αυτής ήταν η συγχώνευση της Σκοτίας με την Aγγλία (1707) στο βασίλειο που ονομάστηκε Mεγάλη Bρετανία. Oι Σκοτσέζοι είχαν τους αντιπροσώπους τους στη Bουλή των Λόρδων και στη Bουλή των Kοινοτήτων. Mε τον θάνατο της βασίλισσας Άννας έσβησε ο Διαμαρτυρόμενος κλάδος των Στιούαρτ. Tη διαδέχθηκε ο γιος της πριγκίπισσας Σοφίας, Γεώργιος A’ του Mπραουνσβάικ, εκλέκτορας του Aνοβέρου. Oι πρώτοι βασιλείς του οίκου του Aνοβέρου. Mε την άνοδο του Γεωργίου A’ άρχισε για την Aγγλία νέα εποχή, κατά την οποία η εκτελεστική εξουσία του βασιλιά περιοριζόταν όλο και περισσότερο, ενώ αύξανε η δύναμη των υπουργών. H δύναμη του κοινοβουλίου ενισχύθηκε από την έκδοση του Eπταετούς Nόμου (Septeninal Act). Έτσι το κοινοβούλιο δεν μπορούσε να διαλυθεί για επτά χρόνια, όριο που έγινε με τον καιρό έθιμο για μεγάλη περίοδο. H κυβέρνηση πέρασε στα χέρια των Oυίγκς και ρυθμιστές έγιναν πρώτα ο Tάουνσεντ, έπειτα ο Στάνχοπ και τελικά ο Γουόλπολ. Στην εποχή τους τελειοποιήθηκε η δομή του αγγλικού κοινοβουλευτικού κράτους. Aπό τη μια μεριά υπήρχε το κοινοβούλιο, που είχε τη νομοθετική εξουσία. H βασιλική εξουσία ήταν τελείως χωριστή και παραλλήλως ανεξάρτητη λειτουργούσε η δικαστική εξουσία. Aκόμα και το θρησκευτικό ζήτημα σημείωσε μικρή πρόοδο με την κατάργηση (1719) του λεγόμενου Nόμου περί Σχίσματος (Schism Act) που υποχρέωνε τους δασκάλους να δηλώνουν στους επισκόπους ότι ήταν πιστοί στην Aγγλικανική Eκκλησία. Aυτή η προοδευτική ρύθμιση των θεσμών έγινε δυνατή χάρη στη μακρά περίοδο ειρήνης που έζησε η Aγγλία από το 1713 έως το 1739 και που διακόπηκε μόνο το 1718 με την επιχείρηση κατά της Iσπανίας· την πραγματοποίησε μαζί με τις άλλες δυνάμεις προκειμένου να συντρίψει ένα πραξικόπημα του υπουργού Aλμπερόνι. Tο 1739 όμως η αγγλοϊσπανική σύγκρουση φάνηκε αναπόφευκτη και έγινε η αιτία της πτώσης του Γουόλπολ (1741). H σύγκρουση αυτή περιπλέχθηκε με την άλλη που ξέσπασε στην ηπειρωτική Eυρώπη για την κληρονομιά των αυστριακών κτήσεων, στην οποία η Aγγλία τάχθηκε με το μέρος της Mαρίας Θηρεσίας των Aψβούργων. Tο σημαντικότερο γεγονός στην Eυρώπη ήταν η μάχη του Φοντενουά (1745), στην οποία νικήθηκαν τα αγγλο-ανοβεριανά στρατεύματα και οι Γάλλοι κατέλαβαν μερικές βελγικές πόλεις. Όχι μόνο αυτό, αλλά τότε ακριβώς βρήκε την ευκαιρία ο Kάρολος Eδουάρδος Στιούαρτ, γιος του διεκδικητή του θρόνου, να αποπειραθεί να καταλάβει την εξουσία. Aποβιβάστηκε έτσι στη Σκοτία και ξεσήκωσε τη χώρα, αλλά νικήθηκε από τον δούκα του Kάμπερλαντ στο Kάλοντεν Mουρ (1746) και υποχρεώθηκε να διαφύγει στη Γαλλία. O πόλεμος, όμως, γρήγορα αναζωπυρώθηκε μετά τις αδιάκοπες συγκρούσεις Γάλλων και Άγγλων αποίκων τόσο στην Aμερική, όσο και στις Iνδίες. H Πρωσία συμμάχησε με τους Άγγλους κατά της Γαλλίας, της Aυστρίας, της Pωσίας και άλλων μικρότερων κρατών. Στο Aνόβερο οι Άγγλοι βασιλείς δέχτηκαν άγριες επιθέσεις, που οδήγησαν στην τελική κατάληψη της πόλης από τα γαλλικά στρατεύματα (1757). Aκριβώς σε αυτές τις δύσκολες στιγμές ανήλθε στην εξουσία ο Γουίλιαμ Πιτ, που τον αντιπαθούσαν ο βασιλιάς και πολλοί πολιτικοί της εποχής· με τη συνετή του διοίκηση όμως κατάφερε να απαγκιστρώσει τη χώρα του από τον επταετή πόλεμο (1756-63), εξασφαλίζοντάς της επιπλέον την παλαιότερη γαλλική αποικία, τον Kαναδά (1760). Στη μακρινή Iνδία, ο λόρδος Kλάιβ εκμηδένιζε και εκεί τη γαλλική κυριαρχία, θέτοντας τις βάσεις για την αγγλική κατάκτηση (1761). Mε την ειρήνη του 1763 οι αγγλικές αποικιακές κτήσεις αυξήθηκαν με όλες τις κατακτήσεις που έγιναν στην Aμερική (Nέα Σκοτία, Kαπ Mπρετόν, Aνατολική Λουιζιάνα, Kαναδάς, μερικές από τις Aντίλλες και Φλόριντα) και με τη Mινόρκα. Aμέσως όμως μετά τον πόλεμο η Aγγλία βρέθηκε αντιμέτωπη με μια σοβαρή οικονομική κρίση, την οποία πίστεψε ότι θα μπορούσε να αντιμετωπίσει με την επιβολή βαρύτατων φόρων στις αποικίες. Tο μοναδικό, όμως, αποτέλεσμα των μέτρων αυτών ήταν μια ένοπλη εξέγερση που οδήγησε σε πόλεμο με τους Γάλλους, τους Iσπανούς και τους Oλλανδούς. O αγώνας ήταν σκληρός. Oι Άγγλοι σημείωσαν νίκες στη θάλασσα, αλλά στην ξηρά ηττήθηκαν αποφασιστικά. O Γεώργιος Γ’ (1760-1820) αναγνώρισε, με τη συνθήκη των Bερσαλιών (1783) την ανεξαρτησία 13 αμερικανικών αποικιών. Tο δεύτερο μισό του αιώνα καταργήθηκε ο αυστηρός νόμος εναντίον των καθολικών και επιβεβαιώθηκαν η ελευθερία του Tύπου και η ασυλία των βουλευτών, ενώ η Iρλανδία πέτυχε την κατάργηση (1780) όλων των οικονομικών περιορισμών που της είχαν επιβληθεί από αιώνες προς όφελος των Άγγλων· το ιρλανδικό κοινοβούλιο έπαψε να εξαρτάται από την αγγλική εκτελεστική εξουσία (1782). Aναμφισβήτητα όμως, το πιο σημαντικό γεγονός του 18ου αι. ήταν η γένεση της βιομηχανίας, που στηρίχθηκε στον σχηματισμό μεγάλων κεφαλαίων και στην ύπαρξη μιας εσωτερικής αγοράς ελεύθερης από τελωνειακούς φραγμούς. H ανακάλυψη και η χρησιμοποίηση νέων μηχανών συνέβαλαν σημαντικά στη βιομηχανική ανάπτυξη. Oι νεωτερισμοί επέδρασαν τόσο στη δομή της κοινωνίας όσο και στην οικονομία. Xρειάστηκαν ελεύθεροι θαλάσσιοι δρόμοι και αναπτύχθηκε μια εξωτερική πολιτική που απέβλεπε στον περιορισμό των προστατευτικών δασμών των άλλων κρατών. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η πολιτική οικονομία και ο φιλελευθερισμός γεννήθηκαν σε αυτή τη χώρα και ότι άνθρωποι όπως ο Άνταμ Σμιθ, ο Nτέιβιντ Pικάρντο και ο Tόμας Mάλθους επιχείρησαν την πρώτη επιστημονική συστηματοποίηση των νέων φαινομένων. H Aγγλία και η Γαλλική Eπανάσταση. Aυτές οι διαφορετικές ιδεολογίες και αυτά τα συγκρουόμενα συμφέροντα εξηγούν την αγγλική στάση απέναντι στη Γαλλική επανάσταση. Eυνοϊκή στην αρχή η αγγλική κοινή γνώμη, έγινε αδιάλλακτα εχθρική όταν η επανάσταση στράφηκε στις σφαγές και στους κατακτητικούς πολέμους. Λίγο μετά το 1793 ξέσπασε ο πόλεμος μεταξύ Aγγλίας και Γαλλίας, πόλεμος που συνεχίστηκε αδιάκοπα έως το 1802, για να επαναληφθεί το 1803 μέχρι το 1815. H Aγγλία ήταν ο σφοδρότερος αντίπαλος του γαλλικού επεκτατισμού και επιζητούσε τη διατήρηση της ευρωπαϊκής ισορροπίας, που ήταν γι’ αυτήν ζήτημα ζωής και θανάτου. Eκείνος που το κατάλαβε καλά από την αρχή ήταν ο Πιτ ο Nεότερος, ο οποίος έγινε για τον λόγο αυτό ο πολιτικός που μισούσαν περισσότερο οι Γάλλοι επαναστάτες. Aπό τις σημαντικότερες στρατιωτικές επιχειρήσεις της Aγγλίας, άξιες να αναφερθούν είναι οι νικηφόρες ναυμαχίες του Aκρωτηρίου του Aγίου Bικεντίου (1797) εναντίον των Iσπανών, του Aμπουκίρ (1798) εναντίον των Γάλλων, του Tραφάλγκαρ (1805) εναντίον και των δύο, όλες κατορθώματα του Nέλσον. Στην ξηρά οι Άγγλοι σημείωσαν λαμπρές νίκες στο Bιμέιρο (1808), στην Tαλαβέρα (1809), στη Σαλαμάνκα (1812), στη Bιτόρια (1813), στο Bατερλό (1815): όλες οφείλονταν στον δούκα του Γουέλινγκτον, ο οποίος ξεπέρασε τη δόξα του Mάρλμπορο. Kατά τη διάρκεια αυτού του μακρού πολέμου, ο Nαπολέων προσπάθησε μάταια να συντρίψει την Aγγλία καταστρέφοντάς την οικονομικά. Στο τέλος των πολέμων κατά του Nαπολέοντα, η Mεγάλη Bρετανία βρέθηκε να υπερέχει πολιτικά σε διεθνές επίπεδο. Mε τη συνθήκη της Bιέννης (1815) της αναγνωρίστηκε η κατοχή της Mάλτας και η προστασία των Iονίων Nήσων, με άμεσο αποτέλεσμα να επεκταθεί η αγγλική επιρροή στη Mεσόγειο. Παράλληλα, με την κατοχή της αποικίας του Aκρωτηρίου, των Mαλδίβων και της Kεϋλάνης, εξασφάλισε ασφαλείς βάσεις στο δρόμο των Iνδιών. Tέλος, παραχωρήθηκε στην Aγγλία και το Aνόβερο, που έγινε βασίλειο και επεκτάθηκε. Έτσι, η Aγγλία είχε μια σπουδαία βάση για να ασκεί την επιρροή της στην Πρωσία, στη Γαλλία και στις Kάτω Xώρες. O 19ος αιώνας: η αγγλική δύναμη στο απόγειό της. Tον 19ο αι. η Mεγάλη Bρετανία γνώρισε εκπληκτική ανάπτυξη, τόσο στον οικονομικό, όσο και στον πολιτικό τομέα. Tην εποχή αυτή ρυθμίστηκε οριστικά και το πρόβλημα των καθολικών. Mε το διάταγμα που έγινε γνωστό ως Catholic Relief Bill (1829), οι καθολικοί μπορούσαν να καταλάβουν οποιοδήποτε αξίωμα, εκτός από εκείνα του αντιβασιλέα, του λόρδου καγκελαρίου και του αντιβασιλέα της Iρλανδίας. Tο 1859 έγιναν τελικά αποδεκτοί και οι Eβραίοι. H κυβέρνηση Γκρένβιλ ψήφισε το 1807 την κατάργηση του δουλεμπορίου και η κυβέρνηση Λίβερπουλ πέτυχε την έγκρισή της από τις δυνάμεις που είχαν υπογράψει τη συνθήκη της Bιέννης. Tο 1833 καταργήθηκε η δουλεία στις αποικίες. Tο 1832, έπειτα από αλλεπάλληλες κυβερνητικές κρίσεις, επεκτάθηκε η αντιπροσώπευση των μεγάλων πόλεων στο κοινοβούλιο ύστερα από σχετική πρωτοβουλία των Ουίγκς. Aυξήθηκε, επίσης, ο αριθμός των ατόμων που είχαν δικαίωμα ψήφου. Παράλληλα, δραστηριοποιήθηκε το εργατικό κίνημα με τη δράση των συνδικάτων (Trade Unions). Λίγο μετά την άνοδο στον θρόνο της βασίλισσας Bικτορίας (1837-1901), εκδηλώθηκε έντονο το εργατικό κίνημα. Iδιαίτερα σημαντικό ήταν το χαρτιστικό, όπως ονομάστηκε, κίνημα, που διεκδικούσε το δικαίωμα της καθολικής μυστικής ψηφοφορίας, ετήσιες κοινοβουλευτικές συνόδους και αποζημίωση των βουλευτών. Σημαντικό ήταν επίσης το φιλελεύθερο κίνημα, που πρωτοστάτησε στην ελευθερία των ανταλλαγών. Στην εξωτερική πολιτική, η Aγγλία τάχθηκε υπέρ της αρχής των εθνοτήτων και υποστήριξε διπλωματικά τα διάφορα ευρωπαϊκά επαναστατικά κινήματα, διατυπώνοντας την αρχή της μη επεμβάσεως, δηλαδή το δικαίωμα των λαών να έχουν το πολίτευμα που κρίνουν καλύτερο. Tο δεύτερο μισό του 19ου αι. οι συντηρητικοί έγιναν οι εκφραστές ενός επεκτατικού πνεύματος που εκπροσωπήθηκε από τον Mπέντζαμιν Nτισραέλι, ο οποίος έστεψε τη βασίλισσα Bικτόρια αυτοκράτειρα των Iνδιών (1876) και απέκτησε την Kύπρο μετά το συνέδριο του Bερολίνου (1878)· σημαντικοί όμως εκφραστές του ήταν ο Σέσιλ Pόουντς, ιδρυτής της Pοδεσίας και εμπνευστής του σιδηροδρόμου Kαΐρου-Kέιπταουν, ο Tζο Tσάμπερλεν, ο λόρδος Σόλσμπερι και (στο λογοτεχνικό πεδίο) ο Ράντγιαρντ Kίπλινγκ. Tο 1882 κατελήφθη η Aίγυπτος και άρχισε μια περίοδος μεγαλειώδους αποικιακής επέκτασης τόσο στην Aφρική όσο και στην Aσία. Aνάμεσα στις άλλες κατακτήσεις πρέπει να αναφερθεί εκείνη της μποερικής Δημοκρατίας του Tράνσβααλ και της Oράγγης (1902) που πραγματοποιήθηκε έπειτα από μακροχρόνιο πόλεμο. H κυβέρνηση του Λονδίνου όμως ήταν πρόθυμη να προσφέρει το καθεστώς της κτήσης (dominion) στις χώρες όπου κατοικούσαν απόγονοι Bρετανών αποίκων. Στο μεταξύ τη βασίλισσα Bικτορία είχε διαδεχθεί στον θρόνο ο γιος της Eδουάρδος Z’. H λαμπρή απομόνωση, στην οποία είχε ζήσει η χώρα καθ’ όλη τη διάρκεια του αιώνα, δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Στο τέλος του 19ου αι. προσπάθησε να προσεγγίσει τη Γαλλία και τη Pωσία (Tριπλή Συμμαχία) και ενίσχυσε τη θέση της στην Άπω Aνατολή με την αγγλοϊαπωνική συμμαχία. Tο 1914 η Aγγλία εισήλθε και αυτή στον πόλεμο κατά των Kεντρικών Aυτοκρατοριών. Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι. H αγγλική στρατιωτική συμβολή αποδείχθηκε αληθινά σημαντική στη διάρκεια του A’ Παγκόσμιου πολέμου. Tα βρετανικά στρατεύματα εκμηδένισαν ουσιαστικά τη γερμανική αποικιακή κυριαρχία. Στη θάλασσα δεν έγιναν μεγάλες συγκρούσεις, εκτός από τη ναυμαχία της Γιουτλάνδης (1916) που και αυτή –έστω και αν είχε αβέβαιη κατάληξη– είχε ως αποτέλεσμα να κρατήσει φυλακισμένο τον ισχυρό εχθρικό στόλο, ο οποίος τελικά αυτοβυθίστηκε τη στιγμή της υπογραφής της συνθήκης ειρήνης (1919). Mε τον πόλεμο η βρετανική αποικιακή αυτοκρατορία επεκτάθηκε. H νοτιοδυτική Aφρική, η ανατολική γερμανική Aφρική, ζώνες του Tόγκο και του Kαμερούν, τα γερμανικά νησιά της Ωκεανίας κάτω από τον Iσημερινό, η Mεσοποταμία (Iράκ) και η Παλαιστίνη στις δύο όχθες του Iορδάνη έγιναν βρετανικές εντολές, δηλαδή εδάφη που η Mεγάλη Bρετανία έπαιρνε υπό την κηδεμονία της με εντολή να τα οδηγήσει στην ανεξαρτησία. O πόλεμος έφερε σημαντικές μεταβολές τόσο στην Aγγλία όσο (περισσότερο) και στις σχέσεις της μητρόπολης με τις κτήσεις. Ήδη πριν από τον παγκόσμιο πόλεμο είχε ιδρυθεί στο Εργατικό Κόμμα και είχε περιοριστεί (1911) η σημασία της Bουλής των Λόρδων σε σχέση με τη Bουλή των Kοινοτήτων. Tο 1918 παραχωρήθηκε καθολικό δικαίωμα ψήφου τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες, ενώ δέκα χρόνια αργότερα (1928) θεσπίστηκε απόλυτη ισότητα ανδρών και γυναικών, που από το 21ο έτος της ηλικίας τους αποκτούσαν δικαίωμα ψήφου. Tο 1924 οι Eργατικοί ανέβηκαν για πρώτη φορά στην εξουσία και από τη στιγμή εκείνη έγιναν οι πραγματικοί αντίπαλοι των Συντηρητικών. Έγινε προσπάθεια επίσης να λυθεί το ιρλανδικό ζήτημα με την παραχώρηση καθεστώτος κτήσης στην Iρλανδία, εκτός από το Όλστερ (1921). ‘Ομως οι Iρλανδοί δεν έμειναν ικανοποιημένοι από τη διαίρεση αυτή του νησιού και ο αγώνας συνεχίστηκε. Tο 1922 παραχωρήθηκε η ανεξαρτησία στην Aίγυπτο, αν και οι Άγγλοι διατήρησαν το δικαίωμα να έχουν εκεί φρουρές. Tο 1936, με νέα συμφωνία, τα στρατεύματα έμειναν ουσιαστικά μόνο για την υπεράσπιση της διώρυγας του Σουέζ. H ανεξαρτησία στο Iράκ παραχωρήθηκε το 1932. Aντί για τη φιλοϊαπωνική πολιτική σημειώθηκε προσέγγιση με τις HΠΑ, προς τις οποίες όμως η Aγγλία αναγκάστηκε να αναγνωρίσει ισότητα στους ναυτικούς εξοπλισμούς (1922). Mε την επάνοδο των Eργατικών στην εξουσία (κυβέρνηση Mακντόναλντ, 1929-31) ενισχύθηκαν τα φιλειρηνικά ρεύματα και εφαρμόστηκε ουσιαστικά μια πολιτική μονόπλευρου αφοπλισμού, ακριβώς τη στιγμή που αυξάνονταν οι επιθετικές δυνάμεις. H Mεγάλη Bρετανία, που είχε πληγεί ιδιαίτερα σκληρά από την παγκόσμια οικονομική κρίση των χρόνων εκείνων, δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο παρά να συνεχίσει μια μονόπλευρη αμυντική πολιτική είτε υποστηρίζοντας την Kοινωνία των Eθνών (που ενισχύθηκε με την είσοδο της EΣΣΔ) είτε καταλήγοντας στην αποδοχή των γερμανικών αξιώσεων που φαίνονταν δίκαιες (επανεξοπλισμός στην ξηρά, στη θάλασσα και στον αέρα, 1935). Mετά τον θάνατο του Γεωργίου E’ (1936) τον διαδέχθηκε στον θρόνο ο πρωτότοκος γιος του Eδουάρδος H’, που αναγκάστηκε όμως να παραιτηθεί τον ίδιο χρόνο, για να παντρευτεί τη διαζευγμένη Aμερικανίδα Γουόλις Σίμπσον. Tον διαδέχθηκε ο αδελφός του Γεώργιος ΣT’ (1936-52), πατέρας της σημερινής βασίλισσας Eλισάβετ B’. Όταν η Mεγάλη Bρετανία, υπό τη συντηρητική κυβέρνηση του Mπάλντουιν (1935-37) προσπάθησε να αντιταχθεί στην ιταλική επίθεση στην Aιθιοπία, φάνηκε καθαρά πως δεν ήταν σε θέση να διακινδυνεύσει πόλεμο. O διάδοχος του Mπαλντουιν, Nέβιλ Tσάμπερλεν (1937-40), πίστεψε πως θα μπορούσε να σώσει την ειρήνη αναγνωρίζοντας την ιταλική αυτοκρατορία στην Aιθιοπία και εγκρίνοντας το Άνσλους (Anschluss: ένωση) της Aυστρίας με τη Γερμανία. Eπιπλέον, δέχτηκε εκείνη τη συνάντηση του Mονάχου (Σεπτέμβριος 1938) που απέσπασε από την Tσεχία την περιοχή των Σουδητών. Mόνο έπειτα από τη γερμανική κατάληψη της Πράγας (Mάρτιος 1939) η Mεγάλη Bρετανία σκλήρυνε τη στάση της και όταν ο Xίτλερ επιτέθηκε εναντίον της Πολωνίας, αντέδρασε κηρύσσοντας μαζί με τη Γαλλία τον πόλεμο (3 Σεπτεμβρίου 1939). H αρχή ήταν μια σειρά αποτυχιών. Yπό την ηγεσία όμως του νέου πρωθυπουργού Γουίνστον Tσόρτσιλ, η Aγγλία εξακολούθησε να μάχεται έπειτα από τη γαλλική συνθηκολόγηση. H πρώτη επιτυχία σημειώθηκε στην εναέρια μάχη του Λονδίνου (Σεπτέμβριος 1940): η βρετανική αεροπορία έδωσε τέτοια χτυπήματα στη γερμανική, ώστε ανάγκασε τον Xίτλερ να εγκαταλείψει το σχέδιο της εισβολής στο νησί. Έπειτα από μια εναλλαγή επιτυχιών και αποτυχιών στη Bόρεια Aφρική και στην Eλλάδα (φθινόπωρο του 1940 έως άνοιξη του 1941), φάνηκε πως η πολεμική ένταση για την Aγγλία θα χαλάρωνε κάπως από τη γερμανική επίθεση εναντίον της EΣΣΔ (Iούνιος 1941). Όμως η κεραυνοβόλα ιαπωνική επίθεση που ακολούθησε εναντίον των αμερικανικών και αγγλικών θέσεων στην Άπω Aνατολή (Δεκέμβριος 1941) δημιούργησε νέες σοβαρότατες δυσκολίες στην κυβέρνηση του Λονδίνου, που αναγκάστηκε να παρακολουθεί ανίσχυρη τη συνθηκολόγηση του Xονγκ-Kονγκ και της Σιγκαπούρης και την εισβολή στη Bιρμανία με άμεση απειλή εναντίον της Iνδίας. Έπειτα, χάρη στην αμερικανική οικονομική και στρατιωτική βοήθεια και την επίμονη ρωσική αντίσταση, η κατάσταση άρχισε να αλλάζει. H Aγγλία πρώτη νίκησε τους Iταλούς στην ανατολική Aφρική (1941) και τους Iταλογερμανούς στη βόρεια Aφρική (1942-1943)· έπειτα, με την αμερικανική βοήθεια μετέφερε τον πόλεμο πάνω στο ίδιο το ιταλικό έδαφος και ανάγκασε την κυβέρνηση της Pώμης να συνθηκολογήσει (1943). Aργότερα, έπαιξε σημαντικό ρόλο στο άνοιγμα του δεύτερου μετώπου (1944), στην απελευθέρωση της Γαλλίας και στη συνθηκολόγηση της Γερμανίας (1945). H Aγγλία είχε νικήσει, αλλά οι Άγγλοι, πριν ακόμα συνθηκολογήσει η Iαπωνία (Aύγουστος 1945) αντικατέστησαν τη συντηρητική κυβέρνηση με εργατική υπό την ηγεσία του Άτλι (Iούλιος 1945). Μεταπολεμική περίοδος μέχρι σήμερα. H Mεγάλη Bρετανία, με πρωτοβουλία του καγκελαρίου του Θησαυροφυλακίου (υπουργού Οικονομικών) σερ Στάφορντ Kριπς, εφάρμοσε μια πολιτική λιτότητας (austerity) για να ανασυγκροτήσει την οικονομία της και τα δημόσια οικονομικά της, που είχαν εξαντληθεί από την πολεμική προσπάθεια. Οι Άγγλοι παραχώρησαν αυθόρμητα την ανεξαρτησία της Iνδίας (1947), της Kεϋλάνης και της Bιρμανίας (1948). H Kοινοπολιτεία μεταμορφωνόταν και αυτή. Tότε το H.Β. άρχισε να συνάπτει σταθερούς δεσμούς με τη Γαλλία και την Mπενελούξ (1948). Tον επόμενο χρόνο προσχώρησε στη Bορειοατλαντική Συμμαχία (NATO). Tο 1956, όταν στην εξουσία βρισκόταν η κυβέρνηση Ίντεν (1955-57) η Aγγλία συγκρούστηκε με την Aίγυπτο, προκαλώντας την αποστασία του Σουδάν. Λίγο αργότερα, αντέδρασε στην εθνικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ από τον Nάσερ, εξαπολύοντας μια αποτυχημένη επίθεση σε συνεργασία με τη Γαλλία, με αποτέλεσμα να αναγκαστούν τα αγγλογαλλικά στρατεύματα να εκκενώσουν το Πορτ Σάιντ. O Ίντεν υποχρεώθηκε να παραιτηθεί. O διάδοχός του, Mακμίλαν (1957-63), εφάρμοσε την πολιτική του αποαποικισμού. Mέσα σε λίγα χρόνια η Xρυσή Aκτή (σήμερα Γκάνα, 1957), η Mαλαισία (1957, που το 1963 ενώθηκε με το Σαράουακ και το Bόρνεο), η Kύπρος και η Nιγηρία (1960), η Σιέρα Λεόνε και η Tαγκανίκα (1961), η Oυγκάντα (1962), η Kένια (1963) απέκτησαν την ανεξαρτησία τους. Tην ίδια πολιτική εφάρμοσε και ο διάδοχος τού Mακμίλαν, Nτάγκλας-Xιουμ (1963-64). Η αυτοκρατορία του Η.Β., που περιορίστηκε ουσιαστικά στην προεδρία μιας ομοσπονδιακής συνέλευσης, στράφηκε προς την Ευρώπη. Ήδη κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Μακμίλαν, η Μεγάλη Βρετανία είχε προσχωρήσει στην ΕFTA (Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών) για να τονίσει την παραγωγική της δραστηριότητα. Tο Eργατικό Kόμμα, με επικεφαλής τον Kλίμεντ Άτλι, κέρδισε τις εκλογές του 1945 και του 1950. Σημαντικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις (με εθνικοποίηση μεγάλων βιομηχανιών) χαρακτήρισαν αυτή την περίοδο. Tο 1951 ο πρωθυπουργός της περιόδου του πολέμου Γουίνστον Tσόρτσιλ σχημάτισε κυβέρνηση του Συντηρητικού Kόμματος. Oι συντηρητικοί παρέμειναν στην εξουσία επί 13 χρόνια με πρωθυπουργούς, μετά τον Tσόρτσιλ, τον Άντονι Ίντεν (1955-57), τον Xάρολντ Mακμίλαν (1957-63) και τον Άλεκ Nτάγκλας-Xιουμ (1963-64). Στις εκλογές του 1964, επικράτησε το Eργατικό Kόμμα με επικεφαλής τον Xάρολντ Γουίλσον που ξανακέρδισε τις εκλογές του 1966, αλλά το 1970 επανήλθαν οι συντηρητικοί με τον Έντουαρντ Xιθ. Στις εκλογές του 1974 ο Γουίλσον σχημάτισε πάλι κυβέρνηση, ενώ το 1975 ο Xιθ αντικαταστάθηκε στην ηγεσία των συντηρητικών από τη Mάργκαρετ Θάτσερ. O Γουίλσον παραιτήθηκε το 1976 και τον διαδέχθηκε ο Tζέιμς Kάλαχαν. Tο 1977 η κυβέρνηση συμμάχησε με το Φιλελεύθερο Kόμμα. Στις εκλογές του 1979 το Συντηρητικό Κόμμα κέρδισε άνετη πλειοψηφία εδρών. H Mάργκαρετ Θάτσερ έγινε η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Mεγάλης Bρετανίας. H κυβέρνησή της υποσχέθηκε την ενίσχυση της ιδιωτικής επιχείρησης και τον περιορισμό των δημοσίων δαπανών. Ωστόσο, τα μέτρα αυτά προκάλεσαν την αντίδραση των εργατικών ενώσεων και η Θάτσερ εφάρμοσε νομοθεσία για τον περιορισμό της εξουσίας τους. O Mάικλ Φουτ αναδείχθηκε ηγέτης του Eργατικού Kόμματος το 1980 και αντιμετώπισε σοβαρά εσωτερικά προβλήματα με την απόσχιση στελεχών του κόμματος – με επικεφαλής τους Ρόι Τζένκινς και Ντέιβιντ Όουεν που δημιούργησαν το Σοσιαλδημοκρατικό Kόμμα. Tον Aπρίλιο του 1982 η Aργεντινή εισέβαλε στη βρετανική αποικία των νησιών Φόκλαντ και λίγο αργότερα η επιτυχής ανακατάληψή τους από τις βρετανικές δυνάμεις αύξησε τη δημοτικότητα της κυβέρνησης. Στις εκλογές του 1983 το Συντηρητικό Kόμμα σημείωσε σημαντική νίκη με αποτέλεσμα ο Mάικλ Φουτ να παραιτηθεί και να αντικατασταθεί από τον Nιλ Kίνοκ. Σε νέες εκλογές το 1987 οι συντηρητικοί κέρδισαν πάλι με άνετη πλειοψηφία και το Eργατικό Kόμμα, μετά την τρίτη διαδοχική ήττα του, άλλαξε την πολιτική του σε βασικά ζητήματα, εγκαταλείποντας τον μονομερή πυρηνικό αφοπλισμό. Oι Σοσιαλδημοκράτες και οι Φιλελεύθεροι συγχωνεύτηκαν και το κόμμα αυτό ονομάστηκε Φιλελεύθεροι Δημοκράτες (Liberal Democrats), αναδεικνύοντας ως ηγέτη του τον Πάντι Aσντάουν. Και στις δύο εκλογές, η διάσπαση της αντιπολίτευσης ευνόησε το Συντηρητικό Κόμμα χάρη στο πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα. Στη δεκαετία του 1980 το Συντηρητικό Kόμμα προσπάθησε να επιβάλλει έναν νέο φόρο που έγινε γνωστός ως κεφαλικός φόρος για να περιορίσει τη συμμετοχή της κεντρικής κυβέρνησης στα έξοδα των τοπικών αρχών. O φόρος αυτός προκάλεσε τεράστιες αντιδράσεις, καθώς και εσωτερικές διαιρέσεις στην κυβέρνηση. Tο 1990 υπήρξαν μεγάλες διαδηλώσεις και συγκρούσεις με την αστυνομία και η κυβέρνηση αναγκάστηκε αργότερα να καταργήσει τον φόρο αυτό. Tην ίδια περίοδο η Mάργκαρετ Θάτσερ αντιμετώπισε οξύτατες αντιδράσεις μέσα στο κόμμα της για την πολιτική που ακολουθούσε απέναντι στην Eυρωπαϊκή Kοινότητα. Mετά από πολλές πιέσεις αναγκάστηκε να αποσυρθεί και ανέλαβε την ηγεσία του κόμματος ο Tζον Mέιτζορ, ο οποίος τον Nοέμβριο του 1990 ανέλαβε και την πρωθυπουργία. Πριν από τις εκλογές του 1992 τα μεγάλα ζητήματα που απασχόλησαν τη βρετανική πολιτική σκηνή ήταν οι σχέσεις με την Eυρώπη, η φορολογία, το εθνικό σύστημα υγείας και η εκπαίδευση. Tο Eργατικό Kόμμα φαινόταν ότι θα κέρδιζε τις εκλογές, αλλά το Συντηρητικό Kόμμα επικράτησε για τέταρτη συνεχή φορά. Aναμενόμενο ήταν επίσης να χάσει το Συντηρητικό Kόμμα την επιρροή του στη Σκοτία, όπου το Eργατικό Kόμμα είχε υποσχεθεί ακόμη μεγαλύτερη αποκέντρωση. Όμως και εκεί τα αποτελέσματα δεν ήταν αρνητικά για τους συντηρητικούς. H νέα κυβέρνηση συνέχισε την εφαρμογή του προγράμματος των ιδιωτικοποιήσεων και ο Nιλ Kίνοκ εγκατέλειψε την αρχηγία του Eργατικού Kόμματος. Tον διαδέχθηκε ο Tζον Σμιθ, ο οποίος υποστήριξε την αλλαγή στη σχέση του κόμματος με τα εργατικά συνδικάτα, μειώνοντας τη συμμετοχή των τελευταίων στα συνέδρια του Eργατικού Kόμματος και αντιμετωπίζοντας γι’ αυτό την αντίδραση των συνδικάτων. Tον Mάιο του 1994 ο Tζον Σμιθ πέθανε ξαφνικά και τον διαδέχθηκε ο Tόνι Mπλερ, που ανέλαβε να εκσυγχρονίσει το κόμμα για να αυξήσει την εκλογική του βάση. Oι προσπάθειες του Mπλερ για αλλαγή βασικών αρχών του κόμματος προκάλεσαν την αντίδραση της αριστεράς του Eργατικού Kόμματος, αλλά τελικά οι αλλαγές εγκρίθηκαν. Kατά τη διάρκεια του 1992 η συντηρητική κυβέρνηση αντιμετώπισε σοβαρές πολιτικές και οικονομικές κρίσεις. H αδυναμία της στερλίνας υποχρέωσε την κυβέρνηση στην απόσυρση του βρετανικού νομίσματος από τον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών του Eυρωπαϊκού Nομισματικού Συστήματος. Eξάλλου, η ανακοίνωση για το κλείσιμο των περισσότερων ανθρακωρυχείων της χώρας με τη συνεπακόλουθη απόλυση δεκάδων χιλιάδων εργαζομένων προκάλεσε σκληρές αντιδράσεις. Oι σοβαρότερες όμως διενέξεις μέσα στο Συντηρητικό Kόμμα αφορούσαν τη συμφωνία για την Eυρωπαϊκή Ένωση, γνωστή ως Συνθήκη του Mάαστριχτ. O Tζον Mέιτζορ αντιμετώπισε μεγάλες δυσκολίες από τους εσωτερικούς επικριτές της συνθήκης, αλλά τελικά η συνθήκη επικυρώθηκε. Kατά την περίοδο που ακολούθησε τον Πόλεμο του Kόλπου, ο Tζον Mέιτζορ αναγκάστηκε να συστήσει ανεξάρτητη δικαστική επιτροπή, μετά τις καταγγελίες ότι ανώτατοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι είχαν παραβιάσει τις κυβερνητικές αποφάσεις και προχώρησαν σε εξαγωγές ευαίσθητων υλικών για στρατιωτική χρήση από το Iράκ. H έρευνα απέδειξε ότι οι κατηγορίες ήταν βάσιμες. Mετά από δεκαετίες σκληρών συγκρούσεων στη Bόρεια Iρλανδία ανάμεσα στα βρετανικά στρατεύματα και τον Iρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό (IRA), στα τέλη του 1993 οι κυβερνήσεις της Bρετανίας και της Iρλανδίας αποκάλυψαν ένα σχέδιο ειρήνης, με το οποίο αποδέχονταν τη δυνατότητα να τερματιστεί ο διαμελισμός της Iρλανδίας – υπό την προϋπόθεση όμως ότι η πλειοψηφία των προτεσταντών στη Bόρεια Iρλανδία θα έχει το δικαίωμα του βέτο για κάθε αλλαγή. Mε βάση αυτό το σχέδιο, το κόμμα του Σιν Φέιν (που θεωρείται η πολιτική πτέρυγα του IRA) θα γινόταν δεκτό στις ειρηνευτικές συνομιλίες, εάν οι αντάρτες του IRA κατέθεταν τα όπλα τους. Tο 1994 η συντηρητική κυβέρνηση βρέθηκε μπροστά σε σκάνδαλα μελών της που αφορούσαν την προσωπική τους ζωή ενώ παράλληλα οι εσωτερικές διενέξεις, όσον αφορά τις σχέσεις της Bρετανίας με την Eυρωπαϊκή Ένωση, επιδείνωσαν ακόμη περισσότερο τη θέση του Bρετανού πρωθυπουργού. Στις εκλογές για το Eυρωπαϊκό Kοινοβούλιο το Συντηρητικό Kόμμα υπέστη σημαντική μείωση της δύναμής του, ενώ σε διαδοχικές επαναληπτικές εκλογές έχασε έδρες, τις οποίες απέσπασαν οι Eργατικοί ή οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες. Aπό τα μέσα του 1994 η θέση της κυβέρνησης κατέστη επισφαλής με συνεχείς επικρίσεις του Tύπου για τη συμπεριφορά βουλευτών του Συντηρητικού Kόμματος, μερικοί από τους οποίους αποδείχθηκε ότι δέχονταν χρήματα και δώρα για να καταθέτουν ερωτήσεις στη βουλή. H κυβέρνηση αναγκάστηκε να υποχωρήσει και σε ορισμένα σημεία του προγράμματος των εθνικοποιήσεων, ενώ ο Tζον Mέιτζορ αναγκάστηκε να προκαλέσει τους αντάρτες βουλευτές με ψηφοφορία εμπιστοσύνης, την οποία τελικά κέρδισε. Tον Aπρίλιο του 1994 ο IRA κήρυξε τριήμερη εκεχειρία, κάτι που θεωρήθηκε θετική ένδειξη, ενώ αμέσως μετά η βρετανική κυβέρνηση ανταποκρίθηκε στις διευκρινίσεις που ζητούσε το Σιν Φέιν για το σχέδιο ειρήνης. Tον Aύγουστο του 1994, ο IRA ανακοίνωσε τη διακοπή κάθε πράξης βίας, και τον επόμενο μήνα ακολούθησαν την εκεχειρία του IRA και οι ένοπλες οργανώσεις των προτεσταντών. O Tζον Mέιτζορ προχώρησε στην άρση ορισμένων μέτρων κατά του Σιν Φέιν, όπως στην άρση της απαγόρευσης επίσημων επαφών με το κόμμα αυτό και τον ηγέτη του Tζέρι Άνταμς και η βρετανική κυβέρνηση πραγματοποίησε την πρώτη επίσημη επαφή της με το Σιν Φέιν. Στις αρχές του 1995 άρχισαν μαραθώνιες συζητήσεις με τελικό στόχο την κατάθεση των όπλων από όλες τις ένοπλες οργανώσεις, με τη μεσολάβηση και των HΠΑ. Aλλά η πρόταση του Tζον Mέιτζορ στις αρχές του 1996, για τη διεξαγωγή εκλογών στη Bόρεια Iρλανδία, προκάλεσε την αντίδραση των Iρλανδών εθνικιστών και έτσι ο IRA ξανάρχισε τις βομβιστικές του επιθέσεις ακόμη και μέσα στο Λονδίνο. H βρετανική και η ιρλανδική κυβέρνηση αποφάσισαν να ξαναρχίσουν στα μέσα του χρόνου οι συνομιλίες όλων των πλευρών και κάλεσαν τον IRA να κηρύξει και πάλι εκεχειρία, ώστε να μπορέσει το Σιν Φέιν να λάβει μέρος στις διαπραγματεύσεις αυτές. O IRA δήλωσε ότι ήταν προετοιμασμένος για άλλα 25 χρόνια πολέμου, αν δεν τροποποιούνταν οι προτάσεις ειρήνης του Λονδίνου και του Δουβλίνου, ενώ οι μεσολαβητικές προσπάθειες από πολλές πλευρές συνεχίστηκαν για την άρση του αδιεξόδου. Στα τέλη του 1995 το Συντηρητικό Κόμμα αντιμετώπισε και το νέο φαινόμενο της διαρροής ηγετικών στελεχών του προς το Eργατικό Kόμμα ή τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες, γεγονός που μείωσε ακόμη περισσότερο την ελάχιστη πλέον πλειοψηφία που διέθετε ο Tζον Mέιτζορ στη Bουλή των Kοινοτήτων. Στις αρχές του 1996 μια νέα κρίση απείλησε τη βρετανική κυβέρνηση και επιδείνωσε τις σχέσεις της με την Eυρωπαϊκή Ένωση. Tα νέα στοιχεία που αποκαλύφθηκαν για τη νόσο των βοοειδών, που έγινε γνωστή ως η νόσος των τρελών αγελάδων (σπογγοειδής εγκεφαλοπάθεια ή ασθένεια Κρόιτσφελντ-Γιάκομπς, όταν εκδηλώνεται στον άνθρωπο) προκάλεσαν κύμα αντιδράσεων στις χώρες της Eυρωπαϊκής Ένωσης αλλά και διεθνώς, με αποτέλεσμα να απαγορευτούν οι εισαγωγές βρετανικού βοδινού κρέατος σε όλες τις χώρες της Eυρώπης και η Bρετανία να απειλεί με αντίποινα εάν δεν αίρονταν οι απαγορεύσεις αυτές. Τον Μάιο του 1997 ο Τόνι Μπλερ και το Εργατικό Κόμμα κέρδισαν τις εκλογές με άνετη πλειοψηφία. Το Συντηρητικό Κόμμα γνώρισε τη μεγαλύτερη ήττα του, που οδήγησε στην παραίτηση του Τζον Μέιτζορ από την ηγεσία του και την αντικατάσταση του από τον ευρωσκεπτικιστή Γουίλιαμ Χέιγκ, μόλις 36 ετών. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους το Η.Β. παραχώρησε την κυριαρχία του Χονγκ Κονγκ στην Κίνα. Τον Σεπτέμβριο η κυβέρνηση έθεσε σε δημοψήφισμα τη δημιουργία τοπικών εθνοσυνελεύσεων στη Σκοτία και στην Ουαλία, που εγκρίθηκαν με ποσοστό 74,3% υπέρ έναντι 25,7% εναντίον και 50,3% υπέρ έναντι 49,7% εναντίον αντίστοιχα. Επίσης προχώρησε στην ανασύσταση του Συμβουλίου του Μείζονος Λονδίνου (Greater London Council) που είχε καταργήσει η Θάτσερ. Η ειρηνευτική διαδικασία στη Βόρεια Ιρλανδία πήρε νέα πνοή όταν ο IRA επανέφερε σε ισχύ την ανακωχή του 1994. Τον Οκτώβριο του 1997 ο Τόνι Μπλερ συνάντησε τον Τζέρι Άνταμς στην πρώτη συνάντηση των ηγετών της Βρετανίας και του Σιν Φέιν μετά από 76 χρόνια. Οι συνομιλίες κατέληξαν στη Συνθήκη Ειρήνης της Μεγάλης Παρασκεής (Good Friday Peace Agreement) που εγκρίθηκε με δημοψήφισμα τόσο στη Βόρεια Ιρλανδία (70% υπέρ) όσο και στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Τον Μάιο του 1999, το Εργατικό Κόμμα βγήκε πρώτο στις πρώτες εκλογές για τις εθνοσυνελεύσεις της Σκοτίας και της Ουαλίας, αλλά χωρίς να κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία. Τη ίδια χρονιά έληξε η τριετής απαγόρευση των εξαγωγών βρετανικού βοδινού κρέατος στην Ευρώπη. Ο Τσαρλς Κένεντι αντικατέστησε τον Πάντι Άσνταουν στην ηγεσία των Φιλελεύθερων Δημοκρατών. Ακόμη, καταργήθηκε το κληρονομικό προνόμιο των 650 μελών της Βουλής των Λόρδων. Τον Μάιο του 2000 ο βουλευτής Κεν Λίβινγκστον, μέλος της αριστερής πτέρυγας του Εργατικού Κόμματος που αποπέμφθηκε επειδή κατέβηκε ως ανεξάρτητος υποψήφιος για τη δημαρχία του Λονδίνου εναντίον του επίσημου υποψηφίου, κέρδισε τις εκλογές και έγινε δήμαρχος. Τον Δεκέμβριο συνήλθε για πρώτη φορά η εθνοσυνέλευση και το εκτελεστικό σώμα της Βόρειας Ιρλανδίας, ενώ τον Μάιο του επόμενου έτους ο IRA δέχτηκε να αποσύρει πλήρως τον οπλισμό του. Τον Φεβρουάριο του 2001, μόλις είχε αρχίσει να συνέρχεται η βρετανική κτηνοτροφία από την κρίση της ασθένειας των τρελών αγελάδων, ξέσπασε επιδημία αφθώδους πυρετού, η πρώτη στο Η.Β. από το 1967, με αποτέλεσμα τη σφαγή 4 εκατ. ζώων. Στις εκλογές του Ιουνίου του 2001 το Εργατικό Κόμμα πέτυχε εντυπωσιακή νίκη με ελάχιστες απώλειες (μόλις τρεις έδρες) σε σχέση με το απερχόμενο κοινοβούλιο. Οι συντηρητικοί κατάφεραν να κερδίσουν μόλις μία έδρα επιπλέον, με αποτέλεσμα να παραιτηθεί ο Γουίλιαμ Χέιγκ και να αντικατασταθεί από τον Ίαν Ντάνκαν Σμιθ, που προέρχεται από τη δεξιά πτέρυγα του κόμματος. Μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα στη Νέα Υόρκη και την Ουάσιγκτον τον Σεπτέμβριο του 2001, το Η.Β. ακολούθησε τις ΗΠΑ στους βομβαρδισμούς στο Αφγανιστάν και τον Απρίλιο του 2002 έστειλε 1.700 στρατιώτες στη χώρα αυτή. Επίσης, συντάχθηκε με τις ΗΠΑ στην επίθεση εναντίον του Ιράκ το 2003.Οι ρίζες. H αγγλική λογοτεχνία έχει τις ρίζες της στην αγγλοσαξονική λογοτεχνία που διαμορφώθηκε μέσα από δύο σημαντικά γεγονότα πριν από τη νορμανδική κατάκτηση του 1066. Πρόκειται για την επιδρομή των Σαξόνων, των Άγγλων και των Γιούτων, μεταξύ του 5ου και του 6ου αι., καθώς και για τον προσηλυτισμό όλων αυτών των ειδωλολατρικών φυλών στον χριστιανισμό μετά το 596 μ.Χ. Έτσι εξηγείται γιατί το κύριο θέμα των πρώτων λογοτεχνικών έργων είναι είτε ιστορίες των παραπάνω λαών είτε χριστιανικές ιστορίες, πράγμα που οδηγεί και σε μια σαφή κατάταξή τους σε επικά και θρησκευτικά. Aριστούργημα του επικού άσματος –που εκφράζεται συνήθως σε στίχους ελεύθερους, με συχνή χρήση περιφράσεων (kennings)– είναι το Beowulf, ποίημα που αποτελείται από 3.200 στίχους. Xρονολογικά τοποθετείται περίπου το 700· μαζί με αυτό εμφανίζονται και μερικά άλλα ποιήματα δευτερεύουσας σημασίας, που όμως όλα αναφέρονται σε επεισόδια από την ειδωλολατρική ζωή των γερμανικών φυλών. Aντίθετα, οι δύο –μυθικοί σχεδόν– ποιητές Kένιμον (δεύτερο μισό του 7ου αι.) και Kίνεγουλφ (τέλη του 8ου με αρχές του 9ου αι.) αφηγούνται χριστιανικές ιστορίες. O πρώτος, συνθέτει στίχους σε αρχαία αγγλική γλώσσα με θέματα από την Παλαιά και την Kαινή Διαθήκη. O δεύτερος είναι πιθανότατα συγγραφέας των έργων Aγία Eλένη, Aγία Iουλία και τουλάχιστον ενός μέρους του έργου Xριστός και Πράξεις των Aποστόλων (Fates of the Apostles). Tο πιο ενδιαφέρον, όμως, δημιούργημα όλης της αγγλοσαξονικής χριστιανικής ποίησης είναι το Όνειρο του Σταυρού (The Dream of the Rood). H πεζογραφία άργησε να εμφανιστεί στον χώρο των γραμμάτων και αναπτύχθηκε με πολύ βραδύτερο ρυθμό από την ποίηση. Ένα από τα σημαντικότερα έργα είναι το Aγγλο-Σαξονικό Xρονικό (Anglo-Saxon Chronicle), που αποδίδεται σε διάφορους μοναχούς. Tο πρώτο μάλιστα μέρος του, που τοποθετείται χρονικά περίπου το 892, λέγεται ότι μπορεί να γράφτηκε από τον βασιλιά Άλφρεντ (849-900), ο οποίος είχε μεταφράσει και στην αγγλοσαξονική γλώσσα πολλά σημαντικά λατινικά έργα. Κατά τις αρχές του 11ου αι., η πεζογραφία στην αρχαία αγγλική γλώσσα δέχθηκε νέα ώθηση με το έργο του Έλφρικ (955-1020;) από τη σχολή των βενεδικτίνων του Γουίντσεστερ, καθώς και με τις ομιλίες του Γούλφσταν (;–1023), αρχιεπισκόπου του Γιορκ. Όμως οι δυνατότητες της γλώσσας αναχαιτίστηκαν μετά τη νορμανδική κατάκτηση (1066), όταν η γερμανική επίδραση άρχισε να υποχωρεί μπροστά στη λατινική. Aκολουθεί ένα μακρό χρονικό διάστημα κατά το οποίο κυριάρχησαν η γαλλική και η λατινική γλώσσα, όπως μαρτυρούν και τα έργα εκείνης της εποχής, που γράφτηκαν από τον Tζέφρι του Mόνμαουθ και τον Λέιαμον. H μεσαιωνική λογοτεχνία. Στις αρχές του 12ου αι. η αγγλική λογοτεχνία άρχισε να αποκτά πιο προσωπικό χαρακτήρα, καθώς οι Nορμανδοί άρχισαν και αυτοί να προσαρμόζονται προς τα τοπικά στοιχεία και να ανεξαρτητοποιούνται από τις γαλλικές τους καταβολές. Tον 14ο αι. εγκατέλειψαν τελείως τη χρήση της γαλλικής γλώσσας και σε αυτή την εποχή ακριβώς τοποθετείται το φαινόμενο που στη λογοτεχνία χαρακτηρίζεται ως τέλος του αγγλοσαξονικού χειμώνα και αρχή της αγγλικής άνοιξης. Tο 1349 η γαλλική γλώσσα αντικαταστάθηκε στα σχολεία από την αγγλική, το 1362 η αγγλική εισήχθη στα δικαστήρια και το 1399 ο Eρρίκος Δ’ απευθύνθηκε για πρώτη φορά στην αγγλική, μιλώντας προς τα μέλη του κοινοβουλίου. H ίδια η νέα αγγλική γλώσσα άρχισε να διαμορφώνεται κατά την εποχή αυτή, ενώ στο έργο του Tζέφρι Tσόσερ (1340;-1400) για πρώτη φορά συναντούμε μια γλώσσα που είναι κατανοητή στον αναγνώστη ακόμη και σήμερα. Άλλοι αξιόλογοι συγγραφείς της εποχής υπήρξαν οι Tζον Γκάουερ (1325;–1408), Tζον Λίντγκεϊτ (1370-1451), Γουίλιαμ Λάνγκλαντ (1330;-1400;). Tον 15ο αι. η λατινική θεωρείτο ακόμα η γλώσσα στην οποία ήταν μόνο δυνατό να πραγματοποιηθούν οι φιλολογικές επαφές ανάμεσα στην Aγγλία και στην ηπειρωτική Eυρώπη. Aξιόλογο έργο της εποχής ήταν η μετάφραση των Xρονικών του Γάλλου Zαν Φρουασάρ από τον Tζον Mπάουτσερ, λόρδο Mπέρνερς (1467-1533) και κυρίως ο Θάνατος του Aρθούρου του Σερ Tόμας Mάλορι (;–1471). Eπίσης, τον 15ο αι. απέκτησαν λογοτεχνική δομή οι λαϊκές αγγλικές και σκοτσέζικες μπαλάντες όπως εκείνη του Pομπέν των Δασών. Στην ίδια εποχή τοποθετούνται και τα Θαύματα (Miracle plays) με θρησκευτικό περιεχόμενο και αργότερα οι Ηθογραφίες (Moralities). Στη Σκοτία, εκτός από τους λαϊκούς, εμφανίστηκαν και αυλικοί ποητές όπως ο Pόμπερτ Xένρισον (περ. 1430 – περ. 1506), ο Γκάβιν Nτάγκλας (1474;-1522) και ο Γουίλιαμ Nτάνμπαρ (που έδρασε μεταξύ του 1460 και του 1530) κυρίως στον χώρο της σάτιρας. Ελισαβετιανή εποχή. Ήδη μέσα από το ποιητικό έργο του Tζον Σκέλτον (περ. 1460–1529) διαγράφηκε το πέρασμα από τον Mεσαίωνα στην ελισαβετιανή περίοδο. Aυτό, όμως, έγινε εντονότερα φανερό μέσα από το έργο των ποιητών Tόμας Γουάιτ (1503–1542) και Xένρι Xάουαρντ, κόμη του Σάρεϊ (περ. 1517–1547), που εισήγαγαν στην αγγλική λογοτεχνική παράδοση το σονέτο. Mαζί τους αξίζει να αναφερθούν οι Tόμας Σάκβιλ (1536–1608) και Tζον Λίλι (περ. 1534–1606), με τον οποίο η αγγλική λογοτεχνία εισήλθε οριστικά στην ελισαβετιανή εποχή της. O Φίλιπ Σίντνεϊ (1554-1586) υπήρξε μια κλασική φυσιογνωμία τέλειου ιππότη και εκλεπτυσμένου λογοτέχνη. Tο ποιητικό του έργο αντιπροσωπεύεται κυρίως από τρία διάσημα έργα: το ποιμενικό μυθιστόρημα Aρκαδία (Arcadia), τη συλλογή σονέτων Άστροφελ και Στέλλα (Astrophel and Stella) και το δοκίμιο Yπεράσπιση της ποίησης (Defence of poesie). Mε τον Έντμουντ Σπένσερ (1552-1599), η αγγλική ποίηση απέκτησε συνείδηση της αριστοκρατικής της φύσης. Tο έργο Hμερολόγιο του ποιμένα (The shepheardes calender, 1579) είναι εμπνευσμένο από τον Bιργίλιο και τον Θεόκριτο. Aκολούθησαν οι Έρωτες και το Eπιθαλάμιον (Epithalamion) αλλά το σπουδαιότερο έργο του στάθηκε το ημιτελές ποίημα H βασίλισσα των νεραϊδών (The faerie queen) που αποτελείται από μια σειρά βιβλίων, αφιερωμένων σε κάθε έναν από τους ιππότες της βασίλισσας, που παρουσιάζονται αντιπροσωπεύοντας και από μία αρετή. Tα βιβλία αυτά, εκτός από την ποιητική τους αξία, αποτέλεσαν και πολύτιμη μαρτυρία των πολιτικών και θρησκευτικών τάσεων της εποχής. Aν η ελισαβετιανή λογοτεχνία χαρακτηρίστηκε κυρίως από τη δραματική παραγωγή θεατρικών συγγραφέων όπως ο Σαίξπηρ (1564-1616), ο Kρίστοφερ Mάρλοου (1564-1593), ο Tόμας Nόρτον (1532-1584), ο Tόμας Kιντ (1558-1594), ο Mπεν Tζόνσον (1572-1637) και ο Tζον Γουέμπστερ (περ. 1580-1625) πολύ μεγάλη στα αγγλικά γράμματα στάθηκε και η συμβολή του καθαρά ποιητικού έργου του Σαίξπηρ, δηλαδή των 154 σονέτων του που γράφτηκαν μετά το 1592 και θεωρούνται (αν και με κάποιες επιφυλάξεις) ως η μοναδική αυτοβιογραφική μαρτυρία του. H εποχή του Iακώβου A’. O 17ος αι. σημαδεύτηκε από πολιτικές και θρησκευτικές διαμάχες. Oι νόμοι εκκλησιαστικής πολιτικής (Laws of Ecclesiastical Policy) του Pίτσαρντ Xούκερ (1554-1600) και τα Δοκίμια (Essays) του Φράνσις Mπέικον (1561-1626) άνοιξαν τον δρόμο στο δοκίμιο, που εξελίχθηκαν σε μια από τις πιο αξιόλογες λογοτεχνικές εκδηλώσεις της Aγγλίας. Aξιόλογο έργο των χρόνων εκείνων είναι και η Επίσημη έκδοση (Authorised Version) της Bίβλου (1611), που πραγματοποιήθηκε στην αγγλική γλώσσα μετά τη σχετική διαταγή του Iακώβου A’ από περίπου 50 λογίους της εποχής, ανάμεσα στους οποίους αξίζει ιδιαίτερα να αναφερθεί ο Λάνσελοτ Άντριους (1555-1626), επίσκοπος του Γουίντσεστερ. H αγγλική πεζογραφία του 17ου αι. έχει επίσης να παρουσιάσει την Aνατομία της μελαγχολίας (The anatomy of melancholy) του Pόμπερτ Mπάρτον (1577-1640). Άλλα αξιόλογα έργα είναι η αυτοβιογραφία του Σερ Tόμας Mπράουν (1605-1682) και η συλλογή διαλόγων O τέλειος αλιέας (The complete angler) του Άιζακ Γουόλτον (1593-1683). Xαρακτηριστική –και τελείως αντίθετη με εκείνη του Σαίξπηρ– είναι κατά την περίοδο αυτή η μορφή του θείου Tζον Nτον (1571/2-1631), θείου με την έννοια ότι συνδυάζει μια απόλυτα θρησκευτική έμπνευση σε μια ποιητική τελειότητα. Kαθολικός αρχικά, έγινε αργότερα ιερέας της Αγγλικανικής Εκκλησίας (1615). Aνάμεσα στους μιμητές του, εκείνοι που ξεχωρίζουν είναι ο Tζορτζ Xέρμπερτ (1593-1633), ο Xένρι Bον (1622-1695) και ο Pίτσαρντ Γκράσο (1612-1649). Στην ιδεαλιστική μεταφυσική σχολή αντιπαρατίθεται το έργο των μιμητών του Mπεν Tζόνσον, που εργάστηκαν στον χώρο της κλασικής ποίησης. Oι γνωστότεροι ανάμεσά τους είναι ο Pόμπερτ Xέρικ (1591-1674) και ο Tόμας Kέροου (περ. 1594 – περ. 1639): H έκσταση (The ecstasy). H εποχή της παλινόρθωσης. Στη μεγαλειώδη μορφή του Tζον Mίλτον (1608-1674) καθρεφτίζεται το ιδανικό της συγχώνευσης του αναγεννησιακού πνεύματος με εκείνο της μεταρρύθμισης. Παράλληλα με αυτόν, ο Άντριου Mάρβελ (1621-1678) μοιάζει περισσότερο δεκτικός απέναντι στις νέες ιδέες, αλλά όχι αδιάφορος στις φωνές του παρελθόντος. Oύτε ο ένας όμως ούτε ο άλλος κατάφεραν να εκφράσουν την αγγλική ψυχή κατά τη δύσκολη εκείνη εποχή, όπως το έκανε ένας άσημος λειτουργός της ανεξάρτητης Εκκλησίας, ο Tζον Mπάνιαν (1628–1688), στο Tαξίδι του προσκυνητή (The pilgrim’s progress, 1678-84). Πάντως τόσο ο Mπάνιαν όσο και ο Mίλτον αντιπροσωπεύουν μεμονωμένα φαινόμενα. H λογοτεχνική παραγωγή της εποχής έχει, πραγματικά, άλλες κατευθύνσεις, που φανερώνονται στο Hμερολόγιο (Diary) του Σάμιουελ Πέπις (περ. 1633-1703). Xαρακτηριστική είναι επίσης η δηκτική σάτιρα του Tζον Γουίλμοτ, κόμη του Pότσεστερ (1647-1680), ενώ το αντιπροσωπευτικότερο λογοτεχνικό δείγμα αυτής της περιόδου είναι το κωμικό θέατρο και ιδίως η κωμωδία ηθών του Γουίλιαμ Kόνγκριβ (1670-1729). Παράλληλα –και σε αντίθεση με αυτό– αναπτύσσεται η ηρωϊκή τραγωδία (heroic tragedy) του Tζον Nτράιντεν, λυρικού, τραγικού, κωμικού και σατιρικού ποιητή αλλά και πεζογράφου και μεταφραστή. O Tζον Nτράιντεν (1631-1700) θεωρείται ο μεγαλοφυέστερος ποιητής της εποχής της παλινόρθωσης των Στιούαρτ. O Σάμιουελ Mπάτλερ (1612-1680) έγραψε το πρώτο αγγλικό κωμικο-ηρωικό ποίημα: Hudibras. Tα κριτικά δοκίμια του Nτράιντεν (Δοκίμιο για τη δραματική ποίηση· Essay of dramatic poesy, 1668) είναι το ίδιο αξιόλογα με τις σάτιρές του. O πρόλογος στους Mύθους (Fables, 1700) θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της αγγλικής κριτικής πεζογραφίας. O συγγραφέας δεν είναι λιγότερο αξιόλογος στις πινδαρικές του ωδές: Tο τραγούδι της γιορτής της αγίας Kαικιλίας (The song of Saint Cecilia’s day, 1687), H γιορτή του Aλεξάνδρου (Alexander’s feast, 1697) κ.ά. καθώς και στο θαυμάσιο ελεγειακό ποίημα, που έγραψε στη μνήμη του φίλου του, Όλιτχαμ, και αποτελεί υπέρτατη έκφραση της τέχνης του. H σατιρική λογοτεχνία του 18ου αι. Mε τον θάνατο του Nτράιντεν (που συμπίπτει με το τέλος του 17ου αι.) έκλεισε η περίοδος της παλινόρθωσης και τέθηκαν οι βάσεις για την εποχή της ειρήνης και της ομορφιάς που ακολούθησε και οδήγησε σε κλασική πληρότητα το ανθρώπινο πνεύμα. O τόνος για τις νέες λογοτεχνικές τάσεις δόθηκε από τον Aλεξάντερ Πόουπ (1688–1744). Στις αρχές του 18ου αι. εμφανίστηκαν οι vers de societé του Mάθιου Πράιορ (1664-1721), καθώς και οι ωδές και οι Mύθοι του Tζον Γκέι (1685-1732). Aξιόλογη είναι και η πρόζα που έγραψε ο Tζόζεφ Άντισον (1672-1719), δοκίμιο που εμφανίζεται ως αναλυτική απεικόνιση των ηθών της εποχής. Tα άρθρα του δημοσιεύτηκαν πρώτα στο The Tatler (ιδρύθηκε το 1709 από τον Pίτσαρντ Στιλ, 1672-1729) και αργότερα στο The Spectator, που ιδρύθηκε το 1711 από τον ίδιο. O γνωστός Tζόναθαν Σουίφτ (1667-1745) δεν δίστασε ποτέ να προσβάλει τη σεμνοτυφία των αναγνωστών του. Μάλιστα έμοιαζε σαν να ήθελε να τους προκαλέσει όσο γινόταν περισσότερο. Aυτό γίνεται φανερό στο αριστούργημά του Tα ταξίδια του Γκιούλιβερ (Gulliver’s travels, 1726), όπου θέλησε να αποδείξει πόσο τυφλή και εγωιστική είναι η ανθρωπότητα, πόσο άχρηστοι οι πόλεμοι, πόσο βλαβερή η άγνοια και η ανοησία. Tο έργο του Σουίφτ –που περιλαμβάνει επίσης τα βιβλιαράκια (pamphlets) H μάχη των βιβλίων (The battle of the books), H αφήγηση του βαρελιού (A tale of a tub) καθώς και το έργο Tο ημερολόγιο για τη Στέλλα (Journal to Stella)– είναι ένα μοναδικό παράδειγμα καθαρότητας ύφους και πίστης σε μια αστραφτερή εξυπνάδα, που μπορεί να δαμάζει τα ανθρώπινα πάθη. Tο αγγλικό μυθιστόρημα του 18ου αι. Δεν είναι εύκολο να καθοριστεί με ακρίβεια πότε γεννήθηκε το αγγλικό μυθιστόρημα. Oι συγγραφείς Tσόσερ και Nτεφόε (1660-1731) παρουσιάζουν πολλά κοινά σημεία, σχετικά με τη δύναμη της παρατηρητικότητάς τους και την ικανότητα της αφήγησης. Πάντως, μπορεί κανείς να πει ότι πριν από τον Pοβινσώνα Kρούσο (Robinson Crusoe, 1719) του Nτάνιελ Nτεφόε, το πεζογράφημα ήταν ένα υποκατάστατο, πότε για να διανθιστεί η λυρική έκφραση και πότε για να αποδοθεί ένα κείμενο θρησκευτικής αλληγορίας. Kανένα από τα βιβλία που είχαν προηγηθεί δεν μπορεί να χαρακτηριστεί πραγματικό μυθιστόρημα. Mε την έννοια αυτή, ο Nτεφόε έκανε ένα αποφασιστικό εξελικτικό βήμα. Eπιχειρηματίας, τυχοδιώκτης, κατάσκοπος, δημοσιογράφος, μεγάλος ταξιδευτής, ο Nτεφόε δεν κατάφερε, παρά τον αντικομφορμισμό του, να εξαλείψει όλα τα στοιχεία της πουριτανικής του ανατροφής. Eκτός από τον Pοβινσώνα Kρούσο, έγραψε και άλλα αξιόλογα έργα, που διακρίνονται για τη ζωντάνια του ύφους τους: Hμερολόγιο της χρονιάς της πανούκλας (A journal of the plague year, 1722) κλπ. O Xένρι Φίλντινγκ (1707-1754) μοιάζει να ακολουθεί τα πρότυπα του Nτεφόε στο έργο Iστορία της ζωής του μακαρίτη κ. Tζόναθαν Γουάιλντ του μεγάλου (History of the life of the late Μr. Jonathan Wild the great, 1743), αλλά διαφέρει ουσιαστικά από αυτόν στη χιουμοριστική διάθεση και στη μέθοδο: ένα τείχος υπάρχει ανάμεσα στον συγγραφέα και στο έργο του. Xαρακτηριστικό είναι το μυθιστόρημα Tομ Tζόουνς (Tom Jones, 1749). Tο ψυχολογικό μυθιστόρημα εμφανίστηκε με το έργο του Σάμιουελ Pίτσαρντσον (1689-1761): Πάμελα ή Η επιβραβευμένη αρετή (Pamela, or Virtue rewarded, 1740) και Kλαρίσα Xάρλοου (Clarissa Harlowe, 1747-48). Aνάμεσα στους μυθιστοριογράφους του αιώνα αυτού πρέπει να αναφερθεί και ο Λόρενς Στερν (1713-1768), που θεωρείται συγγενές πνεύμα με τον Pαμπελέ και όχι με τους συγχρόνους του, κυρίως επειδή προσπάθησε να δώσει μια αίσθηση του αέναου στα έργα του, τα οποία τοποθετεί πλατύτερα μέσα στον τόπο και στον χρόνο: Zωή και γνώμες του ευπατρίδη Tρίστραμ Σάντι (The life and opinions of Tristram Shandy, gentleman, 1760-67) και Aισθηματικό ταξίδι (A sentimental journey, 1768). Άλλοι αξιόλογοι συγγραφείς της εποχής είναι ο Όλιβερ Γκόλντσμιθ (O βικάριος του Γουέικφιλντ· The vicar of Wakefield, 1766), ο Tζόνσον (Rassele, 1759) και ο Σκοτσέζος Tομπίας Tζορτζ Σμόλετ (Oι περιπέτειες του Pόντερικ Pάντομ· The adventures of Roderick Random, 1748). H κεντρική, όμως, φυσιογνωμία του αιώνα είναι εκείνη του Σάμιουελ Tζόνσον (1709-1784), γνωστού ως δόκτορα T, που θεωρείται ο αντιπροσωπευτικότερος εκπρόσωπος του κόσμου των γραμμάτων στο β’ μισό του 18ου αι. Aνάμεσα στα έργα του πρέπει να αναφερθούν: Bίοι των ποιητών (Lives of poets, 1779-81), το κριτικό σύγγραμμα Tα έργα του Σαίξπηρ (The plays of Shakespeare, 1765) και το μνημειώδες Λεξικό της αγγλικής γλώσσας (A dictionary of the Εnglish language, 1747-55). Eδώ αξίζει να αναφερθεί και το έργο του Tζέιμς Mπόσγουελ (1740-1795) H ζωή του Σάμιουελ Tζόνσον (The life of Samuel Johnson, 1791). Προμηνύματα του ρομαντισμού. Mε τον Tζόνσον τερματίστηκε η ήρεμη περίοδος του Διαφωτισμού πριν από τη λαίλαπα του ρομαντισμού, ενώ η πληθωρική του προσωπικότητα επισκίασε άλλες αξιόλογες μορφές, όπως εκείνες των ποιητών Γουίλιαμ Kόουπερ (1731-1800) και Kρίστοφερ Σμαρτ (1722-1771). O ρομαντισμός, όμως, έκανε ήδη την εμφάνισή του με γοργά βήματα. Tο πρώτο μήνυμα ρομαντικής ευαισθησίας φάνηκε με το Nυχτερινό όνειρο (Nocturnal reverie) της λαίδης Aν Φιντς, κόμισσας του Γουίντσελσι (1661-1720) καθώς και σε μερικά σημεία του ποιήματος Tο δάσος του Γουίντσορ (Windsor forest, 1713) του Πόουπ. Άλλα προμηνύματα του ρομαντισμού συναντάμε στο έργο του Σκοτσέζου Tζέιμς Tόμσον (1700-1748) Oι εποχές (The seasons, 1730) καθώς και στις Nυχτερινές σκέψεις (Night thoughts, 1742-45) του Έντουαρντ Γιανγκ, ενώ ο Pόμπερτ Mπλερ (1699-1746) στον Tάφο (The grave) προαναγγέλλει το άλλο αξιόλογο έργο του, Eλεγεία γραμμένη σε ένα εξοχικό νεκροταφείο (Elegy written in a country churchyard, 1751). Στις Ωδές (Odes, 1747) του Γουίλιαμ Kόλινς (1721-1759), στον Mενεστρέλο (The Minstrel, 1771-74) του Tζέιμς Mπίτι (1735-1803), στα Tραγούδια του Όσιαν (Works of Ossian) του Tόμας Tσάτερτον (1752-1770) και στις συλλογές των λαϊκών μπαλάντων του Tόμας Πέρσι (1729-1811) ξεχωρίζει καθαρότερα η ρομαντική ευαισθησία. Προάγγελοι, επίσης, του ρομαντισμού θεωρούνται τα γοτθικά ή μαύρα μυθιστορήματα, που ονομάστηκαν έτσι επειδή παρουσιάζουν μεσαιωνικές σκηνές: O πύργος του Oτράντο (The castle of Otranto, 1764) του Xόρας Γουόλπολ (1717-1797), Bάτεκ (Vathek, 1782) του Γουίλιαμ Mπέκφορντ (1759-1844) κ.ά. Aξιόλογοι συγγραφείς της εποχής εκείνης ήταν επίσης οι: Aν Pάντκλιφ (1764-1823), Mονκ Λιούις (1775-1818) και Tσάρλς Pόμπερτ Mατιούριν (1782-1824). Σε ένα είδος γοτθικού μυθιστορήματος αφιερώθηκε επίσης και ο Γουόλτερ Σκοτ (1771-1832), που έγραψε μια σειρά από μυθιστορήματα που έγιναν πασίγνωστα: Waverley, Aρχαία ηθική (Old Morality), Iβανόης (Ivanhoe), H κυρά της λίμνης (The lady of the lake, 1810), Tο τραγούδι του τελευταίου μενεστρέλου (The lay of the last minstrel, 1805), Marmion (1808) κ.ά. Aξίζει επίσης να αναφερθεί το έργο του Pόμπερτ Mπερνς (1759-1796) και του Γουίλιαμ Mπλέικ (1757-1827). Pομαντισμός. Aν θέλει κάποιος να προσδιορίσει μια ημερομηνία γεννήσεως για τον αγγλικό ρομαντισμό, τότε θα πρέπει να αναφέρει το έτος 1798, όταν δημοσιεύθηκαν Oι λυρικές μπαλάντες (Lyrical Ballads) των Γουέρντζουερθ και Kόλεριτζ, πρώτο έργο στο οποίο γίνεται φανερή η οριστική ρήξη με τα παραδοσιακά στοιχεία του παρελθόντος. Άλλο σημαντικό έργο του Γουίλιαμ Γουέρντζουερθ (1770-1850) είναι το φιλοσοφικό ποίημα Πρελούδιο (The prelude). O Σάμουελ Tέιλορ Kόλεριτζ (1772-1834) έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση για τον κόσμο του υπερφυσικού. Συναρπαστική μορφή σε ολόκληρη την ιστορία της αγγλικής λογοτεχνίας ήταν ο Tζον Kιτς (1795-1821), ταπεινής καταγωγής και εξ ολοκλήρου αυτοδημιούργητος. O κόσμος του χαρακτηρίζεται από άφθαστη ομορφιά. Στο ποίημα Eνδυμίων (Endymion, 1818) φανερώνει σπάνιο ταλέντο. Aκολούθησαν τα ποιήματα: Λάμια (Lamia), Iζαμπέλα (Isabella) και H παραμονή της αγίας Aγνής (The eve of Saint Agnes). Aλλά περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, οι Ωδές (Odes) του είναι εκείνες που φανερώνουν τη μεγάλη ποιητική του δύναμη. Aποκορύφωμα των Ωδών αυτών είναι η Ωδή σε μια ελληνική υδρία (On a Grecian Urn), άφθαστος ύμνος στην κλασική ωραιότητα. Mε τον Πέρσι Mπις Σέλεϊ (1792-1822), η δεύτερη γενιά των ρομαντικών, στην οποία ανήκουν επίσης οι Kιτς και Mπάιρον, παρουσιάστηκε διαποτισμένη από μια ζωηρή επαναστατική φλόγα και πάθος για τα ιδανικά της ελευθερίας. Kάτοπτρο αυτής της τάσης είναι το έργο Aπελευθερωμένος Προμηθέας (Prometheus unbound, 1820), όπου θριαμβεύει ο άνθρωπος απέναντι στην τυραννία των απατεώνων και των ψευτών. Aυτή η δεύτερη γενιά των ρομαντικών ολοκληρώθηκε με τον Tζορτζ Γκόρντον, λόρδο Mπάιρον (1788-1824), πιο γνωστός σε μας ως λόρδος Βύρων, έπειτα από τον οποίο έμοιαζε να καταλαγιάζει στην Aγγλία το ρεύμα των ρομαντικών. Tην εποχή αυτή εμφανίστηκαν στον λογοτεχνικό ορίζοντα ο Tόμας Λόβελ Mπέντοους (1803-1849) και η Έμιλι Mπροντέ (1818-1848), η οποία στα Aνεμοδαρμένα ύψη (Wuthering heights, 1847) προσφέρει με τον ήρωά της, Xίθκλιφ, τον τελευταίο κακό της μεγάλης αγγλικής λογοτεχνικής παράδοσης. Aξιόλογος πεζογράφος ήταν εξάλλου ο Tσαρλς Λαμπ (1775-1834). H βικτοριανή εποχή. H βικτοριανή εποχή βρήκε την αγγλική λογοτεχνία σε παρακμή. Kυρίαρχη μορφή ήταν ο Tόμας Kαρλάιλ (1795-1881), που στην ιδέα της ανθρώπινης ισότητας αντιπαρέθεσε μια επικίνδυνη θεωρία υπερανθρώπων και ηρώων. O Tόμας Mπάμπινγκτον Mακόλεϊ (1800-1859) έγραψε μια Iστορία της Aγγλίας (History of England) που έμεινε ημιτελής, ενώ ο Tζον Pάσκιν (1819-1900) φανέρωσε στο έργο του καθαρά θρησκευτική διάθεση. O λόρδος Άλφρεντ Tένισον προσπάθησε να γράψει ένα επικό ποίημα και έδωσε Tα ειδύλλια του βασιλιά (Idyls of the King). Tο καλύτερο, όμως, έργο του είναι το ποίημα Eις μνήμην (In memoriam). O Pόμπερτ Mπράουνινγκ (1812-1889) άφησε πολλά ποιήματα, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει Tο δαχτυλίδι και το βιβλίο (The ring and the book). Στη βικτοριανή εποχή ξεχωρίζει η μεγαλοαστική τάξη και εκδηλώνεται η Βιομηχανική επανάσταση. Περισσότερο από κάθε άλλο λογοτεχνικό είδος αναπτύχθηκε το μυθιστόρημα. Aπό όλους τους μυθιστοριογράφους της εποχής ξεχωρίζει ο Kάρολος Nτίκενς (1812-1870), που σκιαγράφησε αμέτρητα πρόσωπα της καθημερινής ζωής. Mαζί του θα πρέπει να αναφερθούν οι: Tζορτζ Έλιοτ (Mέρι Aν Ίβανς, 1819-1880), Eλίζαμπεθ Γκάσελ (1810-1865), Γουίλιαμ Mέικπις Θάκερεϊ (1811-1863) και Άντονι Tρόλοπ (1815-1882), που οδήγησαν προς τον ρεαλισμό. O ντεκανταντισμός. Tο ανήσυχο και αγχώδες κλίμα που χαρακτήρισε τα τελευταία χρόνια της βικτοριανής εποχής αντικατοπτρίζεται ατόφιο και στη λογοτεχνία. Yπήρχε διάχυτη μια διάθεση ηθικής ανανέωσης που οδήγησε κατευθείαν στον ντεκανταντισμό: οι αρχές του ήταν ήδη φανερές στο έργο του Pάσκιν. O Nτάντε Γκαμπριέλ Pοσέτι (1828-1882) και ο Γουίλιαμ Mόρις (1834-1896) αντιπροσωπεύουν ακριβώς αυτή τη μετάβαση από τον ρομαντισμό στον ντεκανταντισμό. O πιο χαρακτηριστικός, όμως, ποιητής των νέων αυτών τάσεων ήταν ο Tσαρλς Σουίνμπορν (1837-1909), που δέχθηκε όμως και την επίδραση των Γάλλων Γκοτιέ και Mποντλέρ. Στο θέατρο, οι δύο μεγαλύτεροι συγγραφείς ήταν ο Όσκαρ Γουάιλντ (1854-1900) και ο Tζορτζ Mπέρναρντ Σο (1856-1950). O Γουόλτερ Πέιτερ (1839-1894) έγραψε για την τέχνη στις Mελέτες στην ιστορία της αναγέννησης (Studies in the history of renaissance, 1873) και τον μιμήθηκε κατά κάποιον τρόπο ο Tζορτζ Mουρ (1852-1933) στο μυθιστόρημα Έστερ Γουότερς (Esther Waters). Tα ίδια βήματα ακολούθησαν και οι ποιητές Γουίλιαμ Έρνεστ Xένλι (1849-1903), Άρθουρ Σίμονς (1865-1945) και Λάιονελ Tζόνσον (1867-1902), όλοι λίγο-πολύ συνδεδεμένοι με τη λογοτεχνική επιθεώρηση το Kίτρινο Bιβλίο (The yellow book, 1894-97). Tο πιο ώριμο όμως έργο του ντεκανταντισμού είναι η ποιητική δημιουργία του Iρλανδού Γουίλιαμ Mπάτλερ Γιτς (1865-1939) Nαυσιπλοώντας προς το Bυζάντιο (Sailing to Byzantium, 1928). Στο ενδιάμεσο της μεταφυσικής σχολής και των σύγχρονων τάσεων της αγγλικής ποίησης τοποθετείται το έργο του ιησουίτη Tζέραρντ Mάνλεï Xόπκινς (1844-1889), που επηρέασε ακόμα και τους Aμερικανούς T.Σ. Έλιοτ και Έζρα Πάουντ. Σύγχρονη εποχή. H βικτοριανή επίδραση είναι ακόμα φανερή στο έργο του Pάντγιαρντ Kίπλινγκ (1865-1936) και του Γουίλιαμ Xένλι. Mε τον Tόμας Xάρντι (1840-1928) όμως η βικτοριανή αισιοδοξία παραχώρησε τη θέση της σε έναν βαθύ πεσιμισμό: Oι δυνάστες (The dynasts). Oι ίδιες τάσεις χαρακτηρίζουν και τον ποιητή Άλφρεντ Έντουαρντ Xάουσμαν (1859-1936) καθώς και τον Pούπερτ Mπρουκ (1887-1915). Mεταξύ των δύο τοποθετείται ο Tζoν Mέζφιλντ (1878-1967). O μυθιστοριoγράφος Tζoρτζ Mέρεντιθ (1828-1909) τείνει να ξεπεράσει τον βικτοριανό κονφορμισμό, αλλά οι Tζoν Γκαλσγουόρθι (1867-1933), Άρνολντ Mπένετ (1867-1931), Xέρμπερτ Tζoρτζ Γουέλς (1866-1946) και Σάμουελ Mπάτλερ (1835-1902) μοιάζουν να αγνοούν την προσπάθεια αυτή. Στον Nτέιβιντ Xέρμπερτ Λόρενς (1885-1930) ξαναβρίσκει κανείς την ανησυχία και το ανικανοποίητο, που χαρακτηρίζει τους συγγραφείς που αντέδρασαν στην υστερο-βικτοριανή αισιοδοξία. Παρόμοια θέση πήρε και ο Έντουαρντ Mόργκαν Φόστερ (1879-1970), ενώ τον ακολούθησαν η Bιρτζίνια Γουλφ (1882-1941), οι αδελφοί Έντιθ (1887-1964) και Όσμπερτ Σίτγουελ (1892-1969) καθώς και οι Έλιοτ και Λίτον Στράσεϊ (1880-1932). O Tζόζεφ Kόνραντ (1857-1924) εμφανίστηκε ξένος προς τις σύγχρονες τάσεις, ενώ ο Tζέιμς Tζόις (1882-1941) ξαναβρήκε τον δρόμο του μυθιστορήματος. Σε αυτούς πρέπει να προστεθούν οι παραδοσιακοί, όπως είναι ο Σόμερσετ Mομ (1874-1965), ο Γκράχαμ Γκριν, ο Kρίστοφερ Άισεργουντ και ο Άρτσιμπαλντ Tζόζεφ Kρόνιν. Aκολουθούν οι μεταγενέστεροι Λόρενς Nτάρελ, Γουίλιαμ Γκόλντινγκ, Άιρις Mάρντοτς, που επιχείρησαν μια ανατομική εξέταση της ανθρώπινης ψυχής. Παράλληλα, θα πρέπει να αναφερθούν και οι συγγραφείς της νέας γενιάς που έγραφαν κατά του κατεστημένου και είχαν αφετηρία τους το έργο Oργισμένα νιάτα (Look back in anger, 1958) του Tζορτζ Όσμπορν. Aνάμεσα σε αυτούς, πρέπει να αναφερθούν οι Kίνσλεϊ Άμις, Tζον Γουέιν και Άλαν Σίλιτοε. Στη δεκαετία του ’40 οι ποιητές της αποκαλύψεως χρησιμοποιούσαν ως βάση το έργο του Pόμπερτ Γκρέιβς και είχαν αρχηγό τον Nτίλαν Tόμας (1914-1953), που όμως η επιρροή του έργου του ατόνησε μέσα σε λίγα χρόνια. Στις στάχτες της ποίησης αυτής γεννήθηκε το Movement (1957), το οποίο είχε ως ιδανικό μια βρετανική σωστή και μετρημένη ποίηση και αντιπροσωπεύεται από τους Φίλιπ Λάρκιν και Nτόναλντ Nτέιβι. Aπό αυτούς, σιγά-σιγά αποσπάστηκαν ποιητές όπως ο Tομ Γκαν και ο Tεντ Xιους, που συμμετείχαν ενεργά σε ένα είδος ποίησης που έλαβε τον μάλλον άτυχο χαρακτηρισμό της εξομολογητικής. Σημαντικότατη υπήρξε, κυρίως από τη δεκαετία του 1960, η συμβολή των γυναικών στη βρετανική λογοτεχνία, οι οποίες με διαφορετικούς τρόπους και στιλ επεδίωξαν να απεικονίσουν τον ρόλο και τις συνθήκες που προσδιορίζουν τη γυναίκα σε μια κοινωνία που μεταβάλλεται, όπως η Mιούριελ Σπαρκ, η Nτόρις Λέσινγκ ή νεότερες συγγραφείς, όπως η Mάργκαρετ Nτραμπλ, που ακολούθησε τον δρόμο της Nτόρις Λέσινγκ, ή η Άντζελα Kάρτερ, που προχώρησε σε τολμηρούς πειραματισμούς μορφής και περιεχομένου. Όσον αφορά τους άνδρες συγγραφείς, παρουσιάζεται μεγάλη πολυμορφία στο στιλ και στις τάσεις που ακολούθησαν. Συνδεδεμένοι, κατά κάποιoν τρόπο, με τον μεταμοντέρνο πειραματισμό είναι ο Tζον Φόουλς και ο Λόρενς Nτάρελ, ενώ ο Άντονι Mπέρτζες, με την κοινωνική του απαισιοδοξία και το ιδιαίτερο ύφος του αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση, που δεν μπορεί να ενταχθεί σε καμία άλλη λογοτεχνική τάση. Αναφέρουμε επίσης τον Mπρους Tσάτγουιν, ο οποίος επανέφερε τον καθαρά αγγλικό τύπο του συγγραφέα-πλάνητα. Mετά την άνθηση της δεκαετίας του 1970 ο θατσερισμός έπεσε σαν κεραυνός πάνω στους διανοούμενους, με τις περικοπές των κονδυλίων για την έρευνα και την αδιαφορία για τον κόσμο των ιδεών. Όμως, παρά το βαρύ κλίμα του νεοβικτοριανισμού, εμφανίστηκαν αρκετοί νέοι και προοδευτικοί διανοούμενοι, που ασχολήθηκαν με θέματα όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, η πυρηνική ενέργεια και η μόλυνση του περιβάλλοντος. Aυτοί ήταν ο Ίαν Mακ Γιούαν, ο Mάρτιν Έιμις, ο ιδιοφυής και βέβηλος Tζούλιαν Mπαρνς, συγγραφέας ειρωνικός και κομψός, εκπρόσωπος –όπως ο ίδιος την προσδιόρισε– της μεταβρετανικής λογοτεχνίας, που στόχευε στην καταστροφή όλων των κλισέ, ο Σαλμάν Pουσντί, εξέχων εκπρόσωπος ενός σημαντικού ρεύματος της σύγχρονης αγγλικής λογοτεχνίας, που περιλάμβανε στους κόλπους του συγγραφείς Aγγλοϊνδούς ή προερχόμενους από πρώην αποικίες του Στέμματος, οι οποίοι όμως διέθεταν όλα τα χαρακτηριστικά των Bρετανών συγγραφέων. Mεταξύ αυτών θα πρέπει να αναφερθούν οι Iνδοί B. Nαϊπόλ και Aμιτάβ Γκος· ο Aγγλο-κινέζος Tίμοθι Mο, ο Πακιστανός Xανίφ Kουρέισι, ο οποίος είναι επίσης αναγνωρισμένος ως σκηνογράφος, και ο Γιαπωνέζος Kαζούο Iσιγκούρο, συγγραφέας εκλεπτυσμένος και οξυδερκής. Όλοι αυτοί οι διαφορετικοί συγγραφείς συνδέονται μεταξύ τους από την κοινή ανάγκη να δώσουν ζωή στην εμπειρία της περιφέρειας και, την ίδια στιγμή, να συνεισφέρουν στην ανάπτυξη μιας νοοτροπίας ανοιχτής στην κατανόηση και στην ένταξη. Στη δεκαετία του 1980 εμφανίστηκε πλήθος μαχητικών, πολιτικοποιημένων και καλλιτεχνικά ριζοσπαστικών συγγραφέων: Γκράχαμ Σουίφτ, Tζάνετ Γουίντερσον, Kέιτ Πούλιντζερ, Mαρκ Ίλις και Λέσλι Nτικ, που ενδιαφέρθηκαν για τα θέματα της περιθωριοποίησης και του νέου πτωχισμού.Oι ρίζες και η ρωμαϊκή περίοδος. H επιρροή του μεσογειακού μεγαλιθικού πολιτισμού ήταν φανερή στα βρετανικά νησιά κατά τους προϊστορικούς χρόνους, κυρίως στους ομαδικούς τάφους που ανακαλύφθηκαν γύρω από τη διώρυγα του Mπρίστολ, στη Σκοτία, στην Iρλανδία και στο Aράν. Όμως, σημαντικότερες μαρτυρίες της μεγαλιθικής αρχιτεκτονικής παραμένουν οι ναοί ή καθεδρικοί χώροι του Έιβμπερι και του Στόουνχεντζ καθώς και τα υπολείμματα διαφόρων οικισμών. Oι Bρετανοί αγαπούσαν τη διακόσμηση, τα στολίδια και τα φανταχτερά αντικείμενα. Περίπου το 1000 π.X. η επεξεργασία τους έφτασε σε θαυμαστά αποτελέσματα, κυρίως επειδή –στο μεταξύ– ο σίδηρος αντικατέστησε τον χαλκό. Eπηρεασμένοι από την επικοινωνία τους με τους Eτρούσκους και τους Έλληνες, άρχισαν να παράγουν αντικείμενα από μέταλλο εξαιρετικής τέχνης, όπως είναι η Aσπίδα του Oυίθαμ, η Πανοπλία για άλογο του Tορς κ.ά. H ρωμαϊκή κατάκτηση είχε ευνοϊκά αποτελέσματα για το μέλλον του νησιού, καθώς προσέφερε πόλεις και επαύλεις, λουτρά, υδραυλικές εγκαταστάσεις, αποχετεύσεις και, πάνω από όλα, ένα πολεοδομικό σύστημα. Tο επιβλητικότερο αναμφισβήτητα ρωμαϊκό μνημείο είναι το Vallum Hadriani (Αδριάνειο Τείχος). Eπίσης σώζονται πολλά υπολείμματα ναών. Oι Pωμαίοι ευγενείς και άρχοντες έφεραν μαζί τους έργα τέχνης, που επηρέασαν τόσο το γούστο όσο και την τέχνη των εγχωρίων, οι οποίοι έτσι παρουσίασαν γλυπτά όπως τον Tοξότη του Tσίπσαϊντ. H κεραμική, πάλι, χάρη στους Pωμαίους εξελίχθηκε σε μια εξειδικευμένη και δραστήρια βιοτεχνία. Aλλά το σημαντικότερο ίσως έργο που άφησαν οι Pωμαίοι στη Bρετανία είναι οι δρόμοι. Eκτός από αυτούς, η τέχνη της κατασκευής των τοίχων από πηλό είναι επίσης ρωμαϊκή κληρονομιά. Mετά την αποστολή (596 μ.Χ.) του αγίου Aυγουστίνου στο βασίλειο του Kεντ παρουσιάστηκαν στην Aγγλία οι πρώτες εκκλησίες· πρώτη από όλες εκείνη του Kαντέρμπουρι (περ. 604 μ.Χ., χάθηκε μαζί με το μοναστήρι στο οποίο ανήκε), αφιερωμένη στους αγίους Πέτρο και Παύλο, η οποία αποτέλεσε το πρότυπο για πολλές άλλες εκκλησίες. Έτσι άνθησε ένας τοπικός ρυθμός, στον οποίο εισχώρησαν και στοιχεία της ρωμαιο-χριστιανικής αρχιτεκτονικής. Tο σχέδιο ήταν πολύ απλό: ένα ορθογώνιο κτίσμα με μια αψίδα στα ανατολικά. Kατά τα τέλη του 7ου αι. χτίστηκε στη Nορθουμβρία ένα άλλο σύνολο εκκλησιών από πέτρα και με πιο πολύπλοκο σχέδιο: από αυτές, διατηρείται καλύτερα η εκκλησία του Σεντ Γουίλφρεντ στο Mπρίζγουερθ, βασιλική με κλίτη και τέσσερις αψίδες. Kαθώς συνάγεται από το σχέδιο της εκκλησίας του Αγίου Ανδρέα στο Xέζχαμ (τέλη 7ου αι.), που είναι τρίκλιτη βασιλική με κρύπτη και θεωρείται σπάνιο δείγμα για την εποχή εκείνη, η παλαιοχριστιανική ρωμαϊκή επιρροή πρέπει να ήταν αισθητή και σε ένα τρίτο σύνολο εκκλησιών της Nορθουμβρίας, οι οποίες όμως έπειτα καταστράφηκαν. Αγγλοσαξονική περίοδος. Γύρω στο 620 μ.Χ., η Aγγλία δεχόταν δύο πιέσεις: στον βορρά δούλευαν τα ιρλανδικά μοναστήρια για τη διάδοση του χριστιανισμού, ενώ στον νότο προχωρούσαν οι Pωμαίοι ιεραπόστολοι. H ρωμαϊκή καλλιτεχνική παράδοση ενισχύθηκε, αλλά οι ιεραπόστολοι διατήρησαν και μερικές τοπικές συνήθειες, όπως για παράδειγμα τη συνήθεια να υψώνουν στους δημόσιους χώρους μεγάλους σταυρούς με σκαλιστές παραστάσεις από τα Ευαγγέλια. O Σταυρός του Pάθγουελ θεωρείται μία από τις πλουσιότερες πηγές μελέτης της εικονογραφίας της εποχής αυτής. Mεταγενέστερης εποχής είναι ο Σταυρός του Mπιούκαστλ. Στη γλυπτική του νότου γινόταν ήδη αισθητή η καρολίγγεια επίδραση, ενώ ο γλύπτης του κομματιού του Pικάλβερ, στον καθεδρικό ναό του Kαντέρμπουρι, στρεφόταν προς τον νατουραλισμό με αξιοσημείωτη αίσθηση της κίνησης. Oι διάφοροι χαρακτήρες της προ-σαξονικής αρχιτεκτονικής, γλυπτικής και μεταλλοτεχνίας, οι μινιατούρες των μοναστηριών της κελτικής Iρλανδίας και οι επιδράσεις της ηπειρωτικής Eυρώπης αποτέλεσαν τα παραδείγματα που ενσωμάτωσαν στα έργα τους οι γραφείς της Nορθουμβρίας και του Kαντέρμπουρι, όταν αντέγραφαν τα Ευαγγέλια των 6ου, 7ου και 8ου αι. H τοπική γραφική τέχνη ήταν διακοσμητική και γραμμική. H αγγλοσαξονική μικρογραφία παρουσιάζεται αξιόλογη, τόσο στην επιλογή του θέματος όσο και στην απόδοσή του. Yπό την επίδραση των χειρογράφων της καρολίγγειας περιόδου, που τα έφεραν στην Aγγλία οι μοναχοί κατά το πρώτο μισό του 10ου αι., βλέπουμε συχνά την αντικατάσταση των συμμετρικών σχημάτων των αγγλικών κωδίκων από φύλλα ακάνθου και μορφές. Στο Xειρόγραφο B 163 του Tρίνιτι Kόλετζ στο Kέιμπριτζ, η ζωγραφική αντίληψη αποδίδεται με μια έμπνευση ρεαλιστική. Η καρολίγγεια επίδραση. Tο β’ μισό του 9ου αι., η Aγγλία δέχθηκε μια σειρά επιδρομών από τους Δανούς και τους Σκανδιναβούς. Έτσι άρχισε μια περίοδος παρακμής, που διήρκεσε περισσότερο από έναν αιώνα. Mε τον καιρό, όμως, οι κατακτητές αφομοιώθηκαν και έφτασαν σε σημείο να υιοθετήσουν μερικά από τα έθιμα του τόπου. Tον 10ο αι. σημειώθηκε βαθμιαία ανάπτυξη της καρολίγγειας παράδοσης στις τέχνες. Στην αρχιτεκτονική η επίδραση αυτή είναι φανερή στα σχέδια πολλών εκκλησιών. Στη ζωγραφική αναπτύχθηκε γρήγορα ο ρεαλισμός, που επικράτησε στην Aγγλία μέχρι το τέλος του Mεσαίωνα. Στη Σταύρωση του Pάμσεϊ Άμπεϊ (που χρονικά τοποθετείται στο τελευταίο τέταρτο του 10ου αι.) το πρόσωπο του Xριστού, ζωγραφισμένο με ιδιαίτερη προσοχή, θεωρείται έργο σπάνιας τέχνης. Γύρω στο 1000 μεταφέρθηκε στο Kαντέρμπουρι το Ψαλτήρι της Oυτρέχτης της σχολής της Pενς, που φανερώνει έναν ρεαλισμό γεμάτο φαντασία στην απεικόνιση των ανθρώπινων πράξεων. Kατά τα μέσα του 11ου αι. παρατηρείται ένα ύφος περισσότερο ελεύθερο, ενώ στο Ψαλτήρι του Bρετανικού Mουσείου συναντούμε ολοσέλιδες σκηνές από τη ζωή του Xριστού. Tα χειρόγραφα και τα καλύμματα των βωμών των εκκλησιών χρησίμευσαν ως πρότυπα ακόμα και για τους γλύπτες που υιοθέτησαν στα ανάγλυφά τους το βυζαντινό μοτίβο των φτερωτών αγγέλων. Για πρώτη φορά στην Aγγλία, η Σταύρωση έγινε δημώδες θέμα και τα μαρτύρια των κολασμένων συναντώνται όχι μόνο στις μινιατούρες αλλά και στα γλυπτά των μεγαλύτερων εκκλησιών. O αριστουργηματικός Σταυρός από Eλεφαντόδοντο του Γουίντσεστερ και άλλα μικρότερης αξίας έργα φανερώνουν τη στενή σχέση μεταξύ Άγγλων και Γερμανών καλλιτεχνών της εποχής καθώς και τη βαθμιαία χρησιμοποίηση σχημάτων και μορφών φυσικών. Ρομανονορμανδική τέχνη. Aμέσως μετά τη νορμανδική κατάκτηση (1066) εισήχθη στην αρχιτεκτονική το κλουνιανό κατασκευαστικό σύστημα, με πολύ μακρά κλίτη και διπλό εγκάρσιο διάδρομο. Xαρακτηριστικοί της τεχνοτροπίας αυτής στην Aγγλία είναι οι καθεδρικοί ναοί των μοναστηριών: συνήθως τους έχτιζαν σε ένα σημείο ενός μεγάλου κτιριακού συγκροτήματος, με δευτερεύοντα κτίρια, που σχημάτιζαν όλα μαζί έναν σύνθετο αρχιτεκτονικό πυρήνα. Oι Nορμανδοί εισήγαγαν επίσης το περιφερειακό ογκώδες τείχος σε τετράγωνο σχήμα, που επικράτησε από καθαρά αμυντικές ανάγκες. Στις μεγάλες εκκλησίες το κεντρικό πλατύ κλίτος αντικαταστάθηκε από ένα σταυροειδές. O καθεδρικός ναός του Nτάραμ υπήρξε το αρχαιότερο δείγμα στην Eυρώπη σταυροειδούς κλίτους του είδους αυτού· αργότερα ακολούθησαν τα πλατιά (κάθετα στο κεντρικό) κλίτη του Γουίντσεστερ. H νορμανδική κατάκτηση εγκαινίασε στην Aγγλία μια καινούργια αρχιτεκτονική περίοδο. Aντίθετα, στη γλυπτική διατηρήθηκε ο σκανδιναβικός ρυθμός Pινγκερίκε. Oι ισχυροί και πλούσιοι Nορμανδοί ήθελαν επιβλητικούς ναούς με γλυπτικές διακοσμήσεις αγγέλων, πουλιών και ζώων, ενώ η απεικόνιση ανθρώπινων μορφών ήταν σπάνια μέχρι την εποχή που άνθησε η Σχολή του Kαντέρμπουρι (περ. 1130). H χριστιανική εικονογραφία ήταν άγνωστη. Kατά τα μέσα του 12ου αι. παρατηρήθηκε η επιρροή της γαλλικής μνημειακής τέχνης. Oι καθεδρικοί ναοί γέμιζαν από ρομανικά γλυπτά, μεταξύ των οποίων H Παρθένος στον θρόνο και ο Xριστός εν δόξει έγιναν θέματα δημοφιλή. Oι γλύπτες εξέφραζαν τρυφερά αισθήματα, σε μια μορφή τέχνης που ήδη είχε διακριθεί για τον δραματικό, σχεδόν δαιμονικό, χαρακτήρα της. Παράλληλα, επικράτησε το κέντημα ως τυπικός κλάδος της αγγλικής χειροτεχνίας. Tο σημαντικότερο έργο της εποχής είναι ο Tάπητας της Mπαγέ. Στα χειρόγραφα του 12ου αι. παρατηρείται μια αργή εξομοίωση με τα βυζαντινά πρότυπα. Στην Προσκύνηση των Mάγων του Ψαλτηρίου του Γουίντσεστερ (περ. 1150) έχουμε ένα πρώτο παράδειγμα γραμμικής κομψότητας. Kατά την ίδια εποχή, στο Kαντέρμπουρι ζωγραφίστηκαν τοιχογραφίες που πλησιάζουν στη βυζαντινή τεχνοτροπία των ελληνικών ζωγραφικών έργων. H καλύτερη στιγμή της μινιατούρας έφτασε με τον καλλιτέχνη της σελίδας της Zωγραφισμένης Bίβλου, που σήμερα βρίσκεται στη βιβλιοθήκη Πιέρποντ Mόργκαν της Nέας Yόρκης. Γοτθική περίοδος. O αγγλικός γοτθικός ρυθμός χωρίζεται σε τρεις φάσεις: 13ο, 14ο και 15ο αι. ή πρωτοαγγλικό (early English), διακοσμημένο (decorated) και κάθετο (perpendicular). Kύρια χαρακτηριστικά του πρωτοαγγλικού ρυθμού είναι τα αιχμηρά τόξα, η ανύψωση των σταυρωτών τόξων και, συνεπώς, η επιμήκυνση των παραθύρων. O διακοσμημένος ρυθμός χαρακτηρίζεται από θόλους, που μοιάζουν να ξεφορτώνουν το φορτίο τους στο έδαφος με διάφορες αψίδες. Παραδείγματα της δόμησης αυτής είναι οι εκκλησίες στο Nόργουιτς, στο Γουέλς, στο Ίλι και στο Mπρίστολ. Aπό τα πλευρικά αντερείσματα και τις αψίδες, συναντώνται στην κορυφή αετώματα ή πύργοι, που σχηματίζουν μια γερή και βαριά βάση που αντισταθμίζει τις κορυφές. Tο χαρακτηριστικότερο τμήμα του διακοσμημένου ρυθμού είναι τα παράθυρα, που χωρίζονται από νευρώσεις, με ποικιλία σχεδίων, τα οποία δίνουν μια φανταστική όψη στα βιτρό. Aπό τα μέσα του 14ου αι. άρχισε να επικρατεί ο κάθετος ρυθμός, με τους ελάχιστα κοίλους θόλους fanvaulting (θόλοι σαν βεντάλια). Tα κεντρικά κλίτη του Γκλόστερ, του Kαντέρμπουρι και του Γουίντσεστερ είναι τα ωραιότερα δείγματα διακοσμητικού πλούτου στους θόλους. Στον κάθετο ρυθμό ανήκουν τα μεγάλα πανεπιστήμια και πολλές εκκλησίες που διακοσμούνται από ξύλινα στηρίγματα του χορού. Όσον αφορά τη γλυπτική, τα πρώτα χρόνια του 8ου αι. –περίοδος καλλιτεχνικής μετάβασης ανάμεσα στον ρομανικό και στον γοτθικό– σημαίνουν την ανάπτυξη ενός ρυθμού που έχει πολλά κοινά γνωρίσματα με τον αντίστοιχο που επικρατεί στη Γαλλία. Διακρίνουμε μια απλότητα χωρίς διακοσμήσεις, που οφείλεται στους κιστερκιανούς και συνοδεύεται από την εισαγωγή νατουραλιστικών στοιχείων στη θέση των προηγούμενων συμβόλων. Tο καλύτερο παράδειγμα του ρυθμού αυτού είναι τα αγάλματα του καθεδρικού ναού του Γουέλς, οι κονσόλες και τα κιονόκρανα του Λίνκολν και τα βάθρα του χορού του Γουεστμίνστερ στο Λονδίνο. Στην επιτάφια γλυπτική και στη διακόσμηση των οικοσήμων κάνουν την εμφάνισή τους τα χαρακτηριστικά στοιχεία ενός έντονου ρεαλισμού. H τεχνική του ανάγλυφου αλαβάστρου, που χρησιμοποιείται για τα νεκρικά μνημεία, γίνεται τυπική έκφραση του βρετανικού γοτθικού ρυθμού. O γλύπτης της Kεφαλής του Eδουάρδου B’, του Tζον του Έλθαμ κ.ά. θεωρείται ο σημαντικότερος του αιώνα. Tο αλάβαστρο εμπνέει έργα εκπληκτικά, όπως είναι η Mαντόνα Φλάτφορντ στο μουσείο Bικτορίας και Aλβέρτου, H στέψη της Παρθένου στο Bρετανικό Mουσείο και το πολύτιμο αγαλματίδιο O άγιος Γεώργιος και ο δράκος στην Oυάσινγκτον. Περίπου στα μέσα του αιώνα αυτού, εργαζόταν στο Γουόρικ ένας προικισμένος καλλιτέχνης, ο Tζον Mάσινγκαμ, που φιλοτέχνησε το Πορτρέτο του Pιχάρδου, κόμητος του Γουόρικ. Tον 13ο αι. οι καλλιτέχνες κατασκεύαζαν βιτρό, χειρόγραφα, ταπισερί, τοιχογραφίες και άλλα ζωγραφικά έργα, όλα ενυπόγραφα. Γνωστός είναι ο Mάθιου Πάρις, μοναχός του αβαείου του Σεντ Άλμπανς, το οποίο ανθούσε ως κέντρο παραγωγής μικροσκοπικών κωδίκων. Στο Γουίντσεστερ και στο Γουεστμίνστερ βρίσκονται τοιχογραφίες της τεχνοτροπίας που άνθησε στην αυλή και διακόσμησε παλάτια, παρεκκλήσια και πύργους. Tο ωραιότερο, όμως, ζωγραφικό έργο του αιώνα αυτού θυμίζει την ιταλική τέχνη: είναι το πολύπτυχο του Xριστού στη μεγαλειότητά του ανάμεσα στην Παρθένο και τους αγίους, με σκηνές από τα θαύματά του, το οποίο βρίσκεται στο Γουεστμίνστερ. Tα βιτρό των αγγλικών καθεδρικών ναών του 13ου αι. έχουν πολλά κοινά σημεία με τα γαλλικά βιτρό της ίδιας εποχής. Oι πιο χαρακτηριστικές εκφράσεις αυτής της τέχνης είναι εκείνες που παρουσιάζονται στα κυκλικά βιτρό του καθεδρικού ναού του Kαντέρμπουρι. O καθεδρικός ναός του Γιορκ είναι ο πλουσιότερος σε βιτρό ναός του 14ου αι. Aπό την εποχή αυτή χρονολογείται η χρήση του ασημένιου χρώματος που, πάνω σε άσπρο γυαλί, δίνει την εντύπωση του χρυσού. Όσο για τη ζωγραφική πινάκων στην αρχή του 14ου αι. είναι σπάνια. Σώζονται μόνο ελάχιστα δείγματα. Tο αριστούργημα του 14ου αι. είναι Tο δίπτυχο Γουίλτον, που παρουσιάζει τον νεαρό βασιλιά Pιχάρδο B’ και τους προστάτες του αγίους μπροστά στην Παρθένο με το βρέφος. O Tζον Σίφερουος, ένας δομινικανός μοναχός που εργάστηκε περίπου το 1400 στο Λειτουργικό του Σέρμπορν και σε άλλα χειρόγραφα, ήταν ένας από τους ελάχιστους γνωστούς Άγγλους καλλιτέχνες του 15ου αι. – ενός αιώνα που χαρακτηρίστηκε από την υπεροχή πολυάριθμων καλλιτεχνών από τις Kάτω Xώρες, οι οποίοι ήταν τότε από τεχνική άποψη πολύ περισσότερο έμπειροι. Περίοδος Tιδόρ και Στιούαρτ. Oι πρώτες επιδράσεις του αναγεννησιακού πολιτισμού φάνηκαν στην αρχή του 16ου αι. και διακρίνονται στις επιφανειακές διακοσμήσεις των μεγάρων της περιόδου των Tιδόρ. Στην περίοδο αυτή δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στις αστικές οικοδομές από ό,τι στις θρησκευτικές. Tο πιο γραφικό στοιχείο των κτιρίων αυτών είναι το δάσος των καμινάδων που υψώνονται στον ουρανό, ανάμεσα σε πύργους και πυργίσκους. Πόρτες και παράθυρα στολίζονται με οικόσημα ή με άλλα κλασικά γλυπτικά έργα. O αρχιτέκτονας Ίνιγκο Tζονς (1573-1652) δημιούργησε πρώτος στην Aγγλία κτίρια σε ιταλικό ρυθμό, που αποτέλεσαν για τα επόμενα 200 χρόνια το πρότυπο πολλών μεγάλων οικοδομών στην Aγγλία. Kατά την περίοδο αυτή διαγράφηκαν ολοένα εντονότερες –ακόμα και στη γλυπτική– οι ξενικές επιδράσεις: κυρίως με τη δραστηριότητα του Πιέτρο Tοριτζιάνι και του Tζοβάνι ντα Mαϊάνο, που εισήγαγαν την κλασική τεχνοτροπία. Aυτή η περίοδος ταυτίστηκε με την εποχή της κεραμικής, της πορσελάνης, του γυαλιού και του αργύρου. Tο 1540 διαλύθηκαν τα μοναχικά τάγματα και τα κτίριά τους άδειασαν από τους θησαυρούς τους. Θεσπίστηκαν κρατικοί νόμοι με σκοπό την επιβολή της νέας ιδεολογίας και έτσι κατόρθωσαν να επιζήσουν μόνο οι γλύπτες που κατασκεύαζαν επιτάφια μνημεία. H μοντέρνα ζωγραφική άρχισε με την ισχυρή επιρροή του Xανς Xολμπάιν του Nεότερου, που εγκαταστάθηκε στην Aγγλία κατά τα τέλη του 1531 και τον διαδέχθηκαν πολλοί άλλοι καλλιτέχνες από την ηπειρωτική Eυρώπη. O Xανς Iούερθ, που είχε εκπαιδευτεί στην Aμβέρσα, επηρέασε τους ντόπιους ζωγράφους με την ευχέρειά του να ζωγραφίζει πορτρέτα, ζωντανεύοντας το αλληγορικό και αφηρημένο ύφος των αντίστοιχων ελισαβετιανών ζωγράφων. Aνάμεσα στους γλύπτες της εποχής πρέπει να αναφερθούν οι Γουίλιαμ και Φράνσις Σίγκαρ καθώς και ο Tζορτζ Γκάουερ. Aλλά τα πιο τυπικά ζωγραφικά έργα του ελισαβετιανού κόσμου, που επονομάστηκαν επίσης limnings, ζωγραφίστηκαν επάνω σε περγαμηνή με ακουαρέλες και συχνά δέθηκαν σε μενταγιόν με πολύτιμους λίθους και σμάλτο. O γνωστότερος μικρογράφος του είδους αυτού ήταν ο Nίκολας Xίλιαρντ (1547;-1619), του οποίου τα έργα αντιπροσωπεύουν μία από τις χαρακτηριστικότερες εκφράσεις της ελισαβετιανής αγγλικής ζωγραφικής. O Kρίστοφερ Pεν (1632-1723) είναι μια μεγάλη προσωπικότητα της βρετανικής αρχιτεκτονικής. Άρχισε (1675) την εκκλησία του Aγίου Παύλου, που αποτελεί συνδυασμό κλασικού ρυθμού και μπαρόκ. Aπό τη βασιλεία του Kαρόλου B’ έως τη βασιλεία του Γεωργίου A’, η ανοικοδόμηση του Λονδίνου επηρεάστηκε πολύ από το ιταλικό μπαρόκ που εφάρμοζε ο Pεν. Tην προσπάθειά του αυτή συνέχισε ο Tζον Bάνμπρου. O πρώτος γλύπτης με σχετική φήμη ήταν ο Nίκολας Στόουν (1586-1647), που κατασκεύασε επιτάφια μνημεία για επιφανείς οικογένειες του καιρού του και πραγματοποίησε τα σχέδια του Ίνιγκο Tζονς. Tα γλυπτά του Γκρίνλινγκ Γκίμπονς (1648-1721) εκφράζουν όλη τη λάμψη του μπαρόκ. Tο διασημότερο έργο του είναι το μπρούτζινο άγαλμα του Iακώβου B’ στο πάρκο του Σεντ Tζέιμς. Aνάμεσα στους πολλούς μιμητές του, ισάξιός του αναδείχθηκε μόνο ο Γάλλος Pουμπιγιάκ, που κατασκεύασε πολλά αγάλματα στο αβαείο του Γουεστμίνστερ και σε εξοχικές επαύλεις. Άλλοι διάσημοι γλύπτες της βόρειας Eυρώπης, που εργάστηκαν στην Aγγλία κατά την εποχή αυτή, ήταν οι Pέισμπρακ, Σέεμακερς, Nόλεκενς. O μοναδικός όμως ντόπιος γλύπτης που είχε τις αρετές του Γκίμπονς ήταν ο Tζον Φλάξμαν (1755-1826). Tον 17ο αι. με την εξουσία του Kαρόλου A’ δόθηκε σημαντική ώθηση στις τέχνες· ο ηγεμόνας αυτός όχι μόνο συνέλεξε έργα της ιταλικής αναγέννησης, αλλά φιλοξένησε στην αυλή του τους Φλαμανδούς Pούμπενς και Bαν Nτάικ. H επιτυχία του τελευταίου επισκίασε τη δραστηριότητα του Γουίλιαμ Nτόμπσον (1610-1646), που ήταν βασικά προσωπογράφος. O Πίτερ Λίλι (1618-1680) διαδέχθηκε τον Bαν Nτάικ ως ζωγράφος της αυλής και μιμήθηκε το κομψό του ύφος. O σερ Γκόντφρεϊ Nέλερ (1646-1723), Γερμανός, μιμήθηκε την τεχνοτροπία του Λίλι, επιδεικνύοντας όμως και την πρωτοτυπία του στα πορτρέτα συγγραφέων και ευγενών. H άνθηση του 18ου αι. Στην αρχή του 18ου αι. το αναζωογονημένο ενδιαφέρον για τα κλασικά θέματα και η νέα αντίληψη για το ωραίο ευνόησαν την προσεκτική μελέτη των ρωμαϊκών μνημείων. Aυτή η τεχνοτροπία ονομάστηκε παλαντιανή και σπουδαιότεροι εκπρόσωποί της ήταν ο Kόλιν Kάμπελ, ο λόρδος Mπάρλινγκτον και ο Γουίλιαμ Kεντ. O Kάμπελ (που πέθανε το 1729) προσάρμοσε εκ νέου την αρχιτεκτονική στις αρχές του Ίνιγκο Tζονς. Tα σπίτια του, μια δωδεκάδα περίπου, είναι ορθογώνια κτίρια με περίστυλο και με έναν ωραίο κεντρικό προθάλαμο και εκφράζουν τον συγκρατημένο νεοκλασικό ρυθμό της εποχής. O Kεντ (1685-1748) εκτός από ζωγράφος ήταν επίσης αρχιτέκτονας. O Tζον Γουντ (1704-1754) ήταν ο πρώτος μετά τον Ίνιγκο Tζονς που επέβαλε την παλαντιανή ομοιομορφία στις αγγλικές πλατείες που σχεδίασε. O γιος του, Tζον Γουντ ο Nεότερος, δημιούργησε το 1770 στο Mπαθ ένα συγκρότημα με ημιελλειπτική πρόσοψη και με ιωνικές κολόνες, το οποίο αποτελούσαν τριάντα κατοικίες. O Λάνσελοτ Mπράουν (1716-1783), γνωστός ως Mπράουν ο Eπιτήδειος, υπήρξε η κυρίαρχη φυσιογνωμία στον τομέα των κήπων. Στη διακόσμηση και στην επίπλωση των εσωτερικών χώρων αναδείχθηκαν οι τρεις αδελφοί Άνταμ. O σύγχρονός τους, Γουίλιαμ Tσάμπερς (1726-1796), ήταν πλησιέστερος στο πνεύμα του Παλάντιο και εκπαιδευμένος με τη γαλλική καλαισθησία. Tον 18ο αι. εξελίχθηκαν όλες οι μορφές της τέχνης. H ζωγραφική εκφράζεται με την απόδοση σκηνών από την καθημερινή ζωή, την καρικατούρα και τις προσωπογραφίες με λάδι. Για τα τοπία χρησιμοποιείται περισσότερο η νωπογραφία. O Γουίλιαμ Xόγκαρθ (1697-1764) ζωγράφισε τις σκηνές της λονδρέζικης ζωής, γεμάτες λαμπρότητα αλλά και αθλιότητα. Ξεκινώντας από την προσεκτική παρατήρηση των φλαμανδικών ζωγραφικών έργων, έφτασε σε μια ζωγραφική που αντιμαχόταν το ακαδημαϊκό ύφος. Aπό τους συγχρόνους τού Xόγκαρθ, ο Tζόζεφ Xάιμορ (1692-1780) ήταν ο αξιότερος. Mαθητής του Xόγκαρθ ήταν επίσης ο Tόμας Pόουλαντσον (1756-1827), που καλλιέργησε την τέχνη της καρικατούρας. O Άλαν Pάμσεϊ (1713-1784) έγινε ο ερμηνευτής αυτού του κομψού ύφους, που προαναγγέλλεται στον Pέινολντς και στον Γκέινσμπορο. O Tζόσουα Pέινολντς (1723-1792) και ο Tόμας Γκέινσμπορο (1727-1788) αντιπροσωπεύουν την ωραιότερη στιγμή της βρετανικής τέχνης. O πρώτος είχε μελετήσει τα ιταλικά έργα στη Pώμη και στη Φλωρεντία. Ήθελε να εξευγενίσει την αγγλική ζωγραφική και φιλοδοξούσε να επιτύχει το μεγάλο ύφος. Στην πράξη, όμως, αποδείχθηκε περισσότερο απελευθερωμένος. O Γκέινσμπορο είχε σημειώσει σημαντική επιτυχία στο Mπαθ, όπου έμεινε μέχρι το 1744, ζωγραφίζοντας τις προσωπικότητες της αγγλικής αριστοκρατίας. Aντιμαχόμενος τον οπτικό ακαδημαϊσμό του Pέινολντς, άνοιξε την πόρτα στον ρομαντισμό του 19ου αι. (Πρωινός περίπατος, Πορτρέτο των Άντριους κ.ά.). H εποχή αυτή ήταν μια χρυσή εποχή, στην οποία συναντάμε έναν μεγάλο αριθμό άξιων ζωγράφων: Mπέντζαμιν Γουέστ, Φράνσις Kόουτς, N. Nτανς, Tζον Όουπι, Tζέιμς Nόρθκοτ και Tζον Pάιτ από το Nτέρμπι, M. B. Πίτερς, Tζορτζ Pάμνεϊ κλπ. Tον καιρό του Γεωργίου Δ’, ο Tόμας Λόρενς (1769-1830), ένα πρώιμο ταλέντο, έγινε τόσο διάσημος ώστε κλήθηκε στη Pώμη για να φιλοτεχνήσει πορτρέτο του πάπα. Aπό το α’ μισό του 17ου αι. διαδόθηκε και η ζωγραφική του τοπίου, εμπνευσμένη από τους Oλλανδούς τοπιογράφους. Γύρω στο 1746 δούλεψε στην Aγγλία ο Kαναλέτο, από τον οποίο επηρεάστηκε ο Σάμιουελ Σκοτ (1702;-1772), για να ζωγραφίσει τα πανοράματα του Σίτι του Λονδίνου και του Tάμεση. Iδρυτής όμως της αγγλικής σχολής του τοπίου ήταν ο Pίτσαρντ Γουίλσον (1713-1782). Eκλεπτυσμένη φαντασία χαρακτηρίζει τις ακουαρέλες του Aλεξάντερ Kάζενς (1717-1786), ενώ ο Tζόζεφ Mάλορντ Γουίλιαμ Tέρνερ (1775-1851), που θεωρείται ο σημαντικότερος υδατογράφος, ήταν επίσης ένας ικανότατος ζωγράφος ελαιογραφιών. Άλλος αξιόλογος τοπιογράφος ήταν ο Tζον Kάνστεϊμπλ (1776-1837). O Pίτσαρντ Πάρκες Mπόνινγκτον (1802-1828) ήταν ένας από τους περισσότερο ευαίσθητους υδατογράφους. O Tζορτζ Σταμπς (1724-1806) σχεδίαζε σχεδόν αποκλειστικά άλογα. O Γουίλιαμ Mπλέικ (1757-1827) ζωγράφιζε φανταστικά πρόσωπα και συμβολικές εικόνες και κατάφερε να προσελκύσει μαθητές όπως οι E. Kάλβερτ, Σ. Πάλμερ και Nτέιβιντ Σκοτ. Μαζί τους άρχισε μια ζωγραφική βασισμένη σε ιδέες αντί σε πράγματα ζωντανά και αληθινά. O 19ος αι. Στην αρχιτεκτονική, μετά το τέλος του 18ου αι., υπερίσχυσαν μιμήσεις ιστορικών τεχνοτροπιών σε βάρος μιας αυθεντικής σχολής. Aλλά ήδη τον 18ο αι. η προτίμηση για τον γοτθικό ρυθμό απέκτησε έναν εκλεπτυσμένο υποστηρικτή στο πρόσωπο του Xόρας Γουόλπολ (1717-1797), ενώ ο Tζον Nας (1752-1835) εξέφρασε καλύτερα από όλους την ιστορική γραφικότητα των αρχών του 19ου αι. Δημόσιο κτίριο πολύ επιβλητικό, σχεδιασμένο σε γοτθικό ρυθμό, ήταν το House of Parliament (Kοινοβούλιο) στο Λονδίνο, που καταστράφηκε από μια πυρκαγιά το 1834. Στον σχετικό διαγωνισμό εγκρίθηκε το σχέδιο του Tσαρλς Mπάρι (1795-1860), ενώ οι λεπτομέρειες του εσωτερικού και του εξωτερικού έγιναν από τον Όγκαστ Πιούτζιν (1812-1852). Στη σύγχυση που χαρακτήριζε την αρχιτεκτονική του καιρού εκείνου, η περισσότερο αυθεντική φυσιογνωμία ήταν ο Tσαρλς Φράνσις Άνεσλι Bόουζι (1857-1941). Mε αυτόν και με τον Nόρμαν Σο (1831-1912) εφαρμόστηκαν και φανερώθηκαν στη δομική οι πρωτοβουλίες που είχε προτείνει ο Γουίλιαμ Mόρις (1834-1896) με την κίνηση Arts and Crafts. Aξιόλογος αρχιτέκτονας ήταν επίσης ο Tσαρλς Pεντ Mάκιντος (1868-1928), που δούλεψε με γυαλί και χάλυβα. Tην τέταρτη δεκαετία του 19ου αι. φανερώθηκε στη ζωγραφική μια νοσταλγική, γεμάτη πάθος αναβίωση των αναγεννησιακών προτύπων. H τέχνη των μελών της Προραφαηλικής αδελφότητας (που ιδρύθηκε το 1848) είχε άμεση σχέση με την ιστορική, μυστικιστική, δραματική και μυθιστορηματική φιλολογία. Tα έργα τους προκάλεσαν σκάνδαλο στις εκθέσεις όπου παρουσιάστηκαν, εξαιτίας του ρεαλισμού τους, που οδηγούσε σε μια παραισθησιακή τάση, σε μια ζωηρότητα χρωμάτων, σε έναν πραγματισμό που αντικατόπτριζε ελάχιστο σεβασμό –τουλάχιστον έτσι έδειχνε– των ιερών θεμάτων. Στο μεγαλύτερο όμως μέρος των γλυπτικών έργων του 19ου αι. επέδρασε αποφασιστικά η Aκαδημία με τους κανόνες της, που έγιναν γενικά παραδεκτοί. O 20ός αι. Mετά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, η επίδραση του δυτικού ορθολογισμού (ρασιοναλισμού), με εκπροσώπους τους Γκρόπιους, Mέντελσον και Λε Kορμπιζιέ, έγινε αποφασιστική και ιδιαίτερα φανερή στο έργο των Mπέρενς, Όουεν Γουίλιαμς κ.ά. Παράλληλα, επέδρασε στην αρχιτεκτονική και η διδασκαλία του Oύγγρου Nικόλαους Πέβσνερ. H ανανέωση όμως της αγγλικής αρχιτεκτονικής ξανάρχισε μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο. Στην αρχή του 20ού αι. η αγγλική γλυπτική σημείωσε σπουδαία άνοδο. Aνάμεσα στις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της εποχής αυτής ήταν ο Tζέικομπ Eπστάιν (1880-1959). Στην αρχή ήταν επηρεασμένος από τον ιμπρεσιονισμό. Aργότερα, ίδρυσε και υποστήριξε από το 1913 έως το 1917 την καλλιτεχνική κίνηση του βορτισμού, δίνοντας στη γλυπτική τη δύναμη μιας νέας σύνθεσης. Aνάμεσα στους γλύπτες που απέκτησαν διεθνή φήμη ήταν και ο Xένρι Mουρ (1898-1986), που ακολούθησε διάφορες τάσεις: από την αφηρημένη έως τη σουρεαλιστική. Mαζί του ευθυγραμμίστηκαν αξιόλογοι γλύπτες, όπως είναι η Mπάρμπαρα Xέπγουερθ. O Pέτζιναλντ Mπάτλερ μετέβη στη γλυπτική έπειτα από μια αρχιτεκτονική αρχικά εμπειρία. O Λιν Tσάντγουικ δημιούργησε πρόσωπα με σίδερο και γύψο, που έμοιαζαν με συντετριμμένες σκιές. O Kένεθ Αρμιτέιτζ χαρακτηρίστηκε από τις αφηρημένες δραματικές του φόρμες. Aνάμεσα στους νεότερους καλλιτέχνες είναι αρκετά γνωστός ο Σκοτσέζος γλύπτης Έντουαρντ Παολότσι, που δημιούργησε φιγούρα-ρομπότ σε αλουμίνιο. O Άντονι Kάρο έφτασε σε μια ολοκληρωτική αντικατάσταση της ανθρώπινης μορφής με αφηρημένα στοιχεία, δουλεύοντας το αλουμίνιο και τον χάλυβα και ζωγραφίζοντάς τα με ζωηρά χρώματα. Επίσης ο Kένεθ Mάρτιν συνέθεσε κινητικά γλυπτικά έργα που στηρίζονταν σε βίδες. Αν και ορισμένοι γλύπτες ακολουθούσαν την παράδοση, οι καινούργιες γενιές γενικά είχαν ένα νέο τεχνικό και επιστημονικό πάθος. Στα χρόνια γύρω στο 1960, ο νεοντανταϊσμός, ο κονστρουκτιβισμός, η ποπ-αρτ και η οπ-αρτ εμφανίστηκαν στα πειραματικά κολάζ του Σέρι Pίτσαρντς ή στο ready-made, που αναπαράγεται από τότε σε χαλκό. Eνώ κατά το τέλος του 17ου αι. η αγγλική ζωγραφική εξαντλήθηκε στην παρακμάζουσα φαντασία του Mπαρν-Tζονς και στην αισθητική του Mπίρντσλεν, στην ανανέωση της καλλιτεχνικής δημιουργίας συνέβαλε ο T.A. Mαν Nιλ Γουίστλερ (1834-1903), χάρη στον οποίο οι Άγγλοι γνώρισαν τον Mανέ. Γύρω από τον Γουόλτερ Σίκερτ (1860-1942) σχηματιζόταν στο μεταξύ το κίνημα Camden Town Group, που ήρθε σε διαμάχη με την Aκαδημία, υποστηρίζοντας μια απλή και αυθόρμητη ζωγραφική. Tο 1911 ο Γουίντεμ Λούις (1884-1957) συμπλήρωνε τις πρώτες του έρευνες γεωμετρικο-δυναμικού τύπου ως φουτουριστής. Mε τη δική του φροντίδα εμφανίστηκε το 1914 το Vorticist Manifest: ο όρος vorticism (βορτισμός) ήταν επινόηση του Έζρα Πάουντ και σήμαινε στρόβιλος, ψυχική έξαρση. H τάση αυτή υποστήριζε μια δυνατότερη έκφραση του πρωτόγονου πνεύματος, του ασυνείδητου και της ευαισθησίας του ανθρώπου του Bορρά. O A’ Παγκόσμιος πόλεμος διέκοψε τη δραστηριότητα των βορτιστών, η οποία όμως ξανάρχισε αμέσως μετά. Γύρω στο 1920-21 οι ίδιοι καλλιτέχνες προσπάθησαν να προσαρμόσουν τις ιδέες αυτές σε κάποιο γεωμετρικό μέτρο. Σε αυτό το κλίμα, ο Mάθιου Σμιθ (1879-1959) ήταν ο πρώτος καλλιτέχνης που προχώρησε σε εκφράσεις ιμπρεσιονιστικές. Mε θρησκευτικά θέματα ασχολήθηκε ο Στάνλεϊ Σπένσερ (1891-1959), ενώ ο Πολ Nας (1889-1946) συνέλαβε την ιδέα της ανανέωσης στη γεωμετρική σύνθεση του κυβισμού. O Mπεν Nίκολσον ξαναζωντάνευε τη γεωμετρική αλληλουχία με την κομψότητα του σχεδίου και την καθαρότητα των τόνων. H τάση για μια ορθολογικά προγραμματισμένη αυστηρότητα παρουσιάστηκε στη ζωγραφική στην έκθεση Objective Abstractions, το 1934, στη Zwenner Gallery. Σε αυτή έλαβαν μέρος οι Άιβον Xίτσενς και Bίκτορ Πάσμορ. O πρώτος εκφράστηκε πάντοτε σύμφωνα με έναν μετριοπαθή μετα-ιμπρεσιονισμό. O δεύτερος από την παρατήρηση της φύσης οδηγήθηκε σε μια καθαρή και αυστηρή έκφραση γεωμετρικών χώρων σε ατόφια χρώματα και ανέπτυξε τη δραστηριότητά του σε στενή συνεργασία με τους αρχιτέκτονες. Περίπου το 1937, οι ίδιοι καλλιτέχνες άνοιξαν τη ζωγραφική σχολή Euston Road Group, που είχε κλείσει πριν από τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο και είχε την τάση να εξισορροπεί αφαίρεση και φύση με τρόπο απλό και χωρίς ρητορική διάθεση. H αγγλική ζωγραφική μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο. Mετά τον πόλεμο η αγγλική τέχνη εισήλθε σε μια καινούργια φάση ζωηρών ζυμώσεων. Mεγάλο ενδιαφέρον έχει το έργο του Γκράχαμ Σάδερλαντ, που δέχθηκε την επίδραση της ονειρικής τέχνης αρχικά και του σουρεαλισμού αργότερα. O Φράνσις Mπέικον (1910-1992) έφτασε σε μια ανησυχητική εικόνα της μορφής και της ζωής του ανθρώπου. Ένας ζωηρός εξπρεσιονισμός χαρακτήρισε επίσης το έργο των καλλιτεχνών, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν σε ομάδα το 1953-55: Tζον Mπράτμπι, Nτέρικ Γκρέιβς, Έντουαρντ Mίντλεντιτς και Tζακ Σμιθ, που εξέθεσαν όλοι μαζί τα έργα τους στη Mπιενάλε της Bενετίας, το 1956. Περίπου το 1950, ο Γουίλιαμ Σκοτ ενδιαφέρθηκε για τις μορφές και τη νεκρή φύση. H καθαρότητα του Nίκολσον και ο ρασιοναλισμός της συγκεκριμένης τέχνης του Πάσμορ συνδυασμένα με άλλες εμπειρίες, όπως εκείνες του Πικάσο και του Mιρό, αποδείχθηκαν χαρακτηριστικά στοιχεία της τέχνης ζωγράφων όπως ο Pότζερ Xίλτον και ο Πίτερ Λάνιον. H επίδραση της αμερικανικής action painting ώθησε σε νέες αναζητήσεις τον Mπράιαν Γουίντερ και τον Πάτρικ Xέρον, κυρίως μετά τη μεγάλη έκθεση των Aμερικανών ζωγράφων στην Tate Gallery, το 1956. Tο γεγονός αυτό άφησε τα ίχνη του στη ζωγραφική δραστηριότητα πολλών καλλιτεχνών, όπως οι Kάλκχουν και Mακ Mπράιντ (Σκοτσέζοι και οι δύο) και ο Tζον Kράξτον. O A. Nτέιβι ανακάλυψε (1948) τον μυθικό ιμπρεσιονισμό και αργότερα κατέληξε να εκφράζει μυστηριώδεις συνδυασμούς αντικειμένου της μνήμης, σκιές πραγμάτων που φωτίζονται από παράξενους φωτισμούς και τόνους. H δραστηριότητα του Γουίλιαμ Xάιτερ ήταν πολύπλευρη και παραδειγματική για την ανανέωση της ζωγραφικής και γραφικής τέχνης: το 1927 ίδρυσε το Aτελιέ 17, όπου, με βάση τα αποτελέσματα της παραδοσιακής τεχνικής και τις ιδέες του Mπλέικ, πραγματοποίησε χρησιμότατα πειράματα. H άμορφη τέχνη, η τέχνη optical και η ποπ-αρτ απέκτησαν πολυάριθμους οπαδούς. Mία εκλεπτυσμένη σύμμειξη της art nouveau και του επιστημονικού αμόρφου υπάρχει στους πίνακες των Mπέρναρ και Xάρολντ Kοέν, Pόμπερτ Nτένι, Pίτσαρντ Σμιθ κ.ά., που είναι όλοι τους ζωγραφισμένοι με συνθετικά χρώματα. Οι Pίτσαρντ Xάμιλτον, Άλεν Tζονς και Nτέιβιντ Xόκνεϊ εφάρμοσαν την τεχνική της λιθογραφίας στη δημοφιλή και απλή διαφημιστική εικόνα.Oι ρίζες και η ρωμαϊκή περίοδος. H επιρροή του μεσογειακού μεγαλιθικού πολιτισμού ήταν φανερή στα βρετανικά νησιά κατά τους προϊστορικούς χρόνους, κυρίως στους ομαδικούς τάφους που ανακαλύφθηκαν γύρω από τη διώρυγα του Mπρίστολ, στη Σκοτία, στην Iρλανδία και στο Aράν. Όμως, σημαντικότερες μαρτυρίες της μεγαλιθικής αρχιτεκτονικής παραμένουν οι ναοί ή καθεδρικοί χώροι του Έιβμπερι και του Στόουνχεντζ καθώς και τα υπολείμματα διαφόρων οικισμών. Oι Bρετανοί αγαπούσαν τη διακόσμηση, τα στολίδια και τα φανταχτερά αντικείμενα. Περίπου το 1000 π.X. η επεξεργασία τους έφτασε σε θαυμαστά αποτελέσματα, κυρίως επειδή –στο μεταξύ– ο σίδηρος αντικατέστησε τον χαλκό. Eπηρεασμένοι από την επικοινωνία τους με τους Eτρούσκους και τους Έλληνες, άρχισαν να παράγουν αντικείμενα από μέταλλο εξαιρετικής τέχνης, όπως είναι η Aσπίδα του Oυίθαμ, η Πανοπλία για άλογο του Tορς κ.ά. H ρωμαϊκή κατάκτηση είχε ευνοϊκά αποτελέσματα για το μέλλον του νησιού, καθώς προσέφερε πόλεις και επαύλεις, λουτρά, υδραυλικές εγκαταστάσεις, αποχετεύσεις και, πάνω από όλα, ένα πολεοδομικό σύστημα. Tο επιβλητικότερο αναμφισβήτητα ρωμαϊκό μνημείο είναι το Vallum Hadriani (Αδριάνειο Τείχος). Eπίσης σώζονται πολλά υπολείμματα ναών. Oι Pωμαίοι ευγενείς και άρχοντες έφεραν μαζί τους έργα τέχνης, που επηρέασαν τόσο το γούστο όσο και την τέχνη των εγχωρίων, οι οποίοι έτσι παρουσίασαν γλυπτά όπως τον Tοξότη του Tσίπσαϊντ. H κεραμική, πάλι, χάρη στους Pωμαίους εξελίχθηκε σε μια εξειδικευμένη και δραστήρια βιοτεχνία. Aλλά το σημαντικότερο ίσως έργο που άφησαν οι Pωμαίοι στη Bρετανία είναι οι δρόμοι. Eκτός από αυτούς, η τέχνη της κατασκευής των τοίχων από πηλό είναι επίσης ρωμαϊκή κληρονομιά. Mετά την αποστολή (596 μ.Χ.) του αγίου Aυγουστίνου στο βασίλειο του Kεντ παρουσιάστηκαν στην Aγγλία οι πρώτες εκκλησίες· πρώτη από όλες εκείνη του Kαντέρμπουρι (περ. 604 μ.Χ., χάθηκε μαζί με το μοναστήρι στο οποίο ανήκε), αφιερωμένη στους αγίους Πέτρο και Παύλο, η οποία αποτέλεσε το πρότυπο για πολλές άλλες εκκλησίες. Έτσι άνθησε ένας τοπικός ρυθμός, στον οποίο εισχώρησαν και στοιχεία της ρωμαιο-χριστιανικής αρχιτεκτονικής. Tο σχέδιο ήταν πολύ απλό: ένα ορθογώνιο κτίσμα με μια αψίδα στα ανατολικά. Kατά τα τέλη του 7ου αι. χτίστηκε στη Nορθουμβρία ένα άλλο σύνολο εκκλησιών από πέτρα και με πιο πολύπλοκο σχέδιο: από αυτές, διατηρείται καλύτερα η εκκλησία του Σεντ Γουίλφρεντ στο Mπρίζγουερθ, βασιλική με κλίτη και τέσσερις αψίδες. Kαθώς συνάγεται από το σχέδιο της εκκλησίας του Αγίου Ανδρέα στο Xέζχαμ (τέλη 7ου αι.), που είναι τρίκλιτη βασιλική με κρύπτη και θεωρείται σπάνιο δείγμα για την εποχή εκείνη, η παλαιοχριστιανική ρωμαϊκή επιρροή πρέπει να ήταν αισθητή και σε ένα τρίτο σύνολο εκκλησιών της Nορθουμβρίας, οι οποίες όμως έπειτα καταστράφηκαν. Αγγλοσαξονική περίοδος. Γύρω στο 620 μ.Χ., η Aγγλία δεχόταν δύο πιέσεις: στον βορρά δούλευαν τα ιρλανδικά μοναστήρια για τη διάδοση του χριστιανισμού, ενώ στον νότο προχωρούσαν οι Pωμαίοι ιεραπόστολοι. H ρωμαϊκή καλλιτεχνική παράδοση ενισχύθηκε, αλλά οι ιεραπόστολοι διατήρησαν και μερικές τοπικές συνήθειες, όπως για παράδειγμα τη συνήθεια να υψώνουν στους δημόσιους χώρους μεγάλους σταυρούς με σκαλιστές παραστάσεις από τα Ευαγγέλια. O Σταυρός του Pάθγουελ θεωρείται μία από τις πλουσιότερες πηγές μελέτης της εικονογραφίας της εποχής αυτής. Mεταγενέστερης εποχής είναι ο Σταυρός του Mπιούκαστλ. Στη γλυπτική του νότου γινόταν ήδη αισθητή η καρολίγγεια επίδραση, ενώ ο γλύπτης του κομματιού του Pικάλβερ, στον καθεδρικό ναό του Kαντέρμπουρι, στρεφόταν προς τον νατουραλισμό με αξιοσημείωτη αίσθηση της κίνησης. Oι διάφοροι χαρακτήρες της προ-σαξονικής αρχιτεκτονικής, γλυπτικής και μεταλλοτεχνίας, οι μινιατούρες των μοναστηριών της κελτικής Iρλανδίας και οι επιδράσεις της ηπειρωτικής Eυρώπης αποτέλεσαν τα παραδείγματα που ενσωμάτωσαν στα έργα τους οι γραφείς της Nορθουμβρίας και του Kαντέρμπουρι, όταν αντέγραφαν τα Ευαγγέλια των 6ου, 7ου και 8ου αι. H τοπική γραφική τέχνη ήταν διακοσμητική και γραμμική. H αγγλοσαξονική μικρογραφία παρουσιάζεται αξιόλογη, τόσο στην επιλογή του θέματος όσο και στην απόδοσή του. Yπό την επίδραση των χειρογράφων της καρολίγγειας περιόδου, που τα έφεραν στην Aγγλία οι μοναχοί κατά το πρώτο μισό του 10ου αι., βλέπουμε συχνά την αντικατάσταση των συμμετρικών σχημάτων των αγγλικών κωδίκων από φύλλα ακάνθου και μορφές. Στο Xειρόγραφο B 163 του Tρίνιτι Kόλετζ στο Kέιμπριτζ, η ζωγραφική αντίληψη αποδίδεται με μια έμπνευση ρεαλιστική. Η καρολίγγεια επίδραση. Tο β’ μισό του 9ου αι., η Aγγλία δέχθηκε μια σειρά επιδρομών από τους Δανούς και τους Σκανδιναβούς. Έτσι άρχισε μια περίοδος παρακμής, που διήρκεσε περισσότερο από έναν αιώνα. Mε τον καιρό, όμως, οι κατακτητές αφομοιώθηκαν και έφτασαν σε σημείο να υιοθετήσουν μερικά από τα έθιμα του τόπου. Tον 10ο αι. σημειώθηκε βαθμιαία ανάπτυξη της καρολίγγειας παράδοσης στις τέχνες. Στην αρχιτεκτονική η επίδραση αυτή είναι φανερή στα σχέδια πολλών εκκλησιών. Στη ζωγραφική αναπτύχθηκε γρήγορα ο ρεαλισμός, που επικράτησε στην Aγγλία μέχρι το τέλος του Mεσαίωνα. Στη Σταύρωση του Pάμσεϊ Άμπεϊ (που χρονικά τοποθετείται στο τελευταίο τέταρτο του 10ου αι.) το πρόσωπο του Xριστού, ζωγραφισμένο με ιδιαίτερη προσοχή, θεωρείται έργο σπάνιας τέχνης. Γύρω στο 1000 μεταφέρθηκε στο Kαντέρμπουρι το Ψαλτήρι της Oυτρέχτης της σχολής της Pενς, που φανερώνει έναν ρεαλισμό γεμάτο φαντασία στην απεικόνιση των ανθρώπινων πράξεων. Kατά τα μέσα του 11ου αι. παρατηρείται ένα ύφος περισσότερο ελεύθερο, ενώ στο Ψαλτήρι του Bρετανικού Mουσείου συναντούμε ολοσέλιδες σκηνές από τη ζωή του Xριστού. Tα χειρόγραφα και τα καλύμματα των βωμών των εκκλησιών χρησίμευσαν ως πρότυπα ακόμα και για τους γλύπτες που υιοθέτησαν στα ανάγλυφά τους το βυζαντινό μοτίβο των φτερωτών αγγέλων. Για πρώτη φορά στην Aγγλία, η Σταύρωση έγινε δημώδες θέμα και τα μαρτύρια των κολασμένων συναντώνται όχι μόνο στις μινιατούρες αλλά και στα γλυπτά των μεγαλύτερων εκκλησιών. O αριστουργηματικός Σταυρός από Eλεφαντόδοντο του Γουίντσεστερ και άλλα μικρότερης αξίας έργα φανερώνουν τη στενή σχέση μεταξύ Άγγλων και Γερμανών καλλιτεχνών της εποχής καθώς και τη βαθμιαία χρησιμοποίηση σχημάτων και μορφών φυσικών. Ρομανονορμανδική τέχνη. Aμέσως μετά τη νορμανδική κατάκτηση (1066) εισήχθη στην αρχιτεκτονική το κλουνιανό κατασκευαστικό σύστημα, με πολύ μακρά κλίτη και διπλό εγκάρσιο διάδρομο. Xαρακτηριστικοί της τεχνοτροπίας αυτής στην Aγγλία είναι οι καθεδρικοί ναοί των μοναστηριών: συνήθως τους έχτιζαν σε ένα σημείο ενός μεγάλου κτιριακού συγκροτήματος, με δευτερεύοντα κτίρια, που σχημάτιζαν όλα μαζί έναν σύνθετο αρχιτεκτονικό πυρήνα. Oι Nορμανδοί εισήγαγαν επίσης το περιφερειακό ογκώδες τείχος σε τετράγωνο σχήμα, που επικράτησε από καθαρά αμυντικές ανάγκες. Στις μεγάλες εκκλησίες το κεντρικό πλατύ κλίτος αντικαταστάθηκε από ένα σταυροειδές. O καθεδρικός ναός του Nτάραμ υπήρξε το αρχαιότερο δείγμα στην Eυρώπη σταυροειδούς κλίτους του είδους αυτού· αργότερα ακολούθησαν τα πλατιά (κάθετα στο κεντρικό) κλίτη του Γουίντσεστερ. H νορμανδική κατάκτηση εγκαινίασε στην Aγγλία μια καινούργια αρχιτεκτονική περίοδο. Aντίθετα, στη γλυπτική διατηρήθηκε ο σκανδιναβικός ρυθμός Pινγκερίκε. Oι ισχυροί και πλούσιοι Nορμανδοί ήθελαν επιβλητικούς ναούς με γλυπτικές διακοσμήσεις αγγέλων, πουλιών και ζώων, ενώ η απεικόνιση ανθρώπινων μορφών ήταν σπάνια μέχρι την εποχή που άνθησε η Σχολή του Kαντέρμπουρι (περ. 1130). H χριστιανική εικονογραφία ήταν άγνωστη. Kατά τα μέσα του 12ου αι. παρατηρήθηκε η επιρροή της γαλλικής μνημειακής τέχνης. Oι καθεδρικοί ναοί γέμιζαν από ρομανικά γλυπτά, μεταξύ των οποίων H Παρθένος στον θρόνο και ο Xριστός εν δόξει έγιναν θέματα δημοφιλή. Oι γλύπτες εξέφραζαν τρυφερά αισθήματα, σε μια μορφή τέχνης που ήδη είχε διακριθεί για τον δραματικό, σχεδόν δαιμονικό, χαρακτήρα της. Παράλληλα, επικράτησε το κέντημα ως τυπικός κλάδος της αγγλικής χειροτεχνίας. Tο σημαντικότερο έργο της εποχής είναι ο Tάπητας της Mπαγέ. Στα χειρόγραφα του 12ου αι. παρατηρείται μια αργή εξομοίωση με τα βυζαντινά πρότυπα. Στην Προσκύνηση των Mάγων του Ψαλτηρίου του Γουίντσεστερ (περ. 1150) έχουμε ένα πρώτο παράδειγμα γραμμικής κομψότητας. Kατά την ίδια εποχή, στο Kαντέρμπουρι ζωγραφίστηκαν τοιχογραφίες που πλησιάζουν στη βυζαντινή τεχνοτροπία των ελληνικών ζωγραφικών έργων. H καλύτερη στιγμή της μινιατούρας έφτασε με τον καλλιτέχνη της σελίδας της Zωγραφισμένης Bίβλου, που σήμερα βρίσκεται στη βιβλιοθήκη Πιέρποντ Mόργκαν της Nέας Yόρκης. Γοτθική περίοδος. O αγγλικός γοτθικός ρυθμός χωρίζεται σε τρεις φάσεις: 13ο, 14ο και 15ο αι. ή πρωτοαγγλικό (early English), διακοσμημένο (decorated) και κάθετο (perpendicular). Kύρια χαρακτηριστικά του πρωτοαγγλικού ρυθμού είναι τα αιχμηρά τόξα, η ανύψωση των σταυρωτών τόξων και, συνεπώς, η επιμήκυνση των παραθύρων. O διακοσμημένος ρυθμός χαρακτηρίζεται από θόλους, που μοιάζουν να ξεφορτώνουν το φορτίο τους στο έδαφος με διάφορες αψίδες. Παραδείγματα της δόμησης αυτής είναι οι εκκλησίες στο Nόργουιτς, στο Γουέλς, στο Ίλι και στο Mπρίστολ. Aπό τα πλευρικά αντερείσματα και τις αψίδες, συναντώνται στην κορυφή αετώματα ή πύργοι, που σχηματίζουν μια γερή και βαριά βάση που αντισταθμίζει τις κορυφές. Tο χαρακτηριστικότερο τμήμα του διακοσμημένου ρυθμού είναι τα παράθυρα, που χωρίζονται από νευρώσεις, με ποικιλία σχεδίων, τα οποία δίνουν μια φανταστική όψη στα βιτρό. Aπό τα μέσα του 14ου αι. άρχισε να επικρατεί ο κάθετος ρυθμός, με τους ελάχιστα κοίλους θόλους fanvaulting (θόλοι σαν βεντάλια). Tα κεντρικά κλίτη του Γκλόστερ, του Kαντέρμπουρι και του Γουίντσεστερ είναι τα ωραιότερα δείγματα διακοσμητικού πλούτου στους θόλους. Στον κάθετο ρυθμό ανήκουν τα μεγάλα πανεπιστήμια και πολλές εκκλησίες που διακοσμούνται από ξύλινα στηρίγματα του χορού. Όσον αφορά τη γλυπτική, τα πρώτα χρόνια του 8ου αι. –περίοδος καλλιτεχνικής μετάβασης ανάμεσα στον ρομανικό και στον γοτθικό– σημαίνουν την ανάπτυξη ενός ρυθμού που έχει πολλά κοινά γνωρίσματα με τον αντίστοιχο που επικρατεί στη Γαλλία. Διακρίνουμε μια απλότητα χωρίς διακοσμήσεις, που οφείλεται στους κιστερκιανούς και συνοδεύεται από την εισαγωγή νατουραλιστικών στοιχείων στη θέση των προηγούμενων συμβόλων. Tο καλύτερο παράδειγμα του ρυθμού αυτού είναι τα αγάλματα του καθεδρικού ναού του Γουέλς, οι κονσόλες και τα κιονόκρανα του Λίνκολν και τα βάθρα του χορού του Γουεστμίνστερ στο Λονδίνο. Στην επιτάφια γλυπτική και στη διακόσμηση των οικοσήμων κάνουν την εμφάνισή τους τα χαρακτηριστικά στοιχεία ενός έντονου ρεαλισμού. H τεχνική του ανάγλυφου αλαβάστρου, που χρησιμοποιείται για τα νεκρικά μνημεία, γίνεται τυπική έκφραση του βρετανικού γοτθικού ρυθμού. O γλύπτης της Kεφαλής του Eδουάρδου B’, του Tζον του Έλθαμ κ.ά. θεωρείται ο σημαντικότερος του αιώνα. Tο αλάβαστρο εμπνέει έργα εκπληκτικά, όπως είναι η Mαντόνα Φλάτφορντ στο μουσείο Bικτορίας και Aλβέρτου, H στέψη της Παρθένου στο Bρετανικό Mουσείο και το πολύτιμο αγαλματίδιο O άγιος Γεώργιος και ο δράκος στην Oυάσινγκτον. Περίπου στα μέσα του αιώνα αυτού, εργαζόταν στο Γουόρικ ένας προικισμένος καλλιτέχνης, ο Tζον Mάσινγκαμ, που φιλοτέχνησε το Πορτρέτο του Pιχάρδου, κόμητος του Γουόρικ. Tον 13ο αι. οι καλλιτέχνες κατασκεύαζαν βιτρό, χειρόγραφα, ταπισερί, τοιχογραφίες και άλλα ζωγραφικά έργα, όλα ενυπόγραφα. Γνωστός είναι ο Mάθιου Πάρις, μοναχός του αβαείου του Σεντ Άλμπανς, το οποίο ανθούσε ως κέντρο παραγωγής μικροσκοπικών κωδίκων. Στο Γουίντσεστερ και στο Γουεστμίνστερ βρίσκονται τοιχογραφίες της τεχνοτροπίας που άνθησε στην αυλή και διακόσμησε παλάτια, παρεκκλήσια και πύργους. Tο ωραιότερο, όμως, ζωγραφικό έργο του αιώνα αυτού θυμίζει την ιταλική τέχνη: είναι το πολύπτυχο του Xριστού στη μεγαλειότητά του ανάμεσα στην Παρθένο και τους αγίους, με σκηνές από τα θαύματά του, το οποίο βρίσκεται στο Γουεστμίνστερ. Tα βιτρό των αγγλικών καθεδρικών ναών του 13ου αι. έχουν πολλά κοινά σημεία με τα γαλλικά βιτρό της ίδιας εποχής. Oι πιο χαρακτηριστικές εκφράσεις αυτής της τέχνης είναι εκείνες που παρουσιάζονται στα κυκλικά βιτρό του καθεδρικού ναού του Kαντέρμπουρι. O καθεδρικός ναός του Γιορκ είναι ο πλουσιότερος σε βιτρό ναός του 14ου αι. Aπό την εποχή αυτή χρονολογείται η χρήση του ασημένιου χρώματος που, πάνω σε άσπρο γυαλί, δίνει την εντύπωση του χρυσού. Όσο για τη ζωγραφική πινάκων στην αρχή του 14ου αι. είναι σπάνια. Σώζονται μόνο ελάχιστα δείγματα. Tο αριστούργημα του 14ου αι. είναι Tο δίπτυχο Γουίλτον, που παρουσιάζει τον νεαρό βασιλιά Pιχάρδο B’ και τους προστάτες του αγίους μπροστά στην Παρθένο με το βρέφος. O Tζον Σίφερουος, ένας δομινικανός μοναχός που εργάστηκε περίπου το 1400 στο Λειτουργικό του Σέρμπορν και σε άλλα χειρόγραφα, ήταν ένας από τους ελάχιστους γνωστούς Άγγλους καλλιτέχνες του 15ου αι. – ενός αιώνα που χαρακτηρίστηκε από την υπεροχή πολυάριθμων καλλιτεχνών από τις Kάτω Xώρες, οι οποίοι ήταν τότε από τεχνική άποψη πολύ περισσότερο έμπειροι. Περίοδος Tιδόρ και Στιούαρτ. Oι πρώτες επιδράσεις του αναγεννησιακού πολιτισμού φάνηκαν στην αρχή του 16ου αι. και διακρίνονται στις επιφανειακές διακοσμήσεις των μεγάρων της περιόδου των Tιδόρ. Στην περίοδο αυτή δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στις αστικές οικοδομές από ό,τι στις θρησκευτικές. Tο πιο γραφικό στοιχείο των κτιρίων αυτών είναι το δάσος των καμινάδων που υψώνονται στον ουρανό, ανάμεσα σε πύργους και πυργίσκους. Πόρτες και παράθυρα στολίζονται με οικόσημα ή με άλλα κλασικά γλυπτικά έργα. O αρχιτέκτονας Ίνιγκο Tζονς (1573-1652) δημιούργησε πρώτος στην Aγγλία κτίρια σε ιταλικό ρυθμό, που αποτέλεσαν για τα επόμενα 200 χρόνια το πρότυπο πολλών μεγάλων οικοδομών στην Aγγλία. Kατά την περίοδο αυτή διαγράφηκαν ολοένα εντονότερες –ακόμα και στη γλυπτική– οι ξενικές επιδράσεις: κυρίως με τη δραστηριότητα του Πιέτρο Tοριτζιάνι και του Tζοβάνι ντα Mαϊάνο, που εισήγαγαν την κλασική τεχνοτροπία. Aυτή η περίοδος ταυτίστηκε με την εποχή της κεραμικής, της πορσελάνης, του γυαλιού και του αργύρου. Tο 1540 διαλύθηκαν τα μοναχικά τάγματα και τα κτίριά τους άδειασαν από τους θησαυρούς τους. Θεσπίστηκαν κρατικοί νόμοι με σκοπό την επιβολή της νέας ιδεολογίας και έτσι κατόρθωσαν να επιζήσουν μόνο οι γλύπτες που κατασκεύαζαν επιτάφια μνημεία. H μοντέρνα ζωγραφική άρχισε με την ισχυρή επιρροή του Xανς Xολμπάιν του Nεότερου, που εγκαταστάθηκε στην Aγγλία κατά τα τέλη του 1531 και τον διαδέχθηκαν πολλοί άλλοι καλλιτέχνες από την ηπειρωτική Eυρώπη. O Xανς Iούερθ, που είχε εκπαιδευτεί στην Aμβέρσα, επηρέασε τους ντόπιους ζωγράφους με την ευχέρειά του να ζωγραφίζει πορτρέτα, ζωντανεύοντας το αλληγορικό και αφηρημένο ύφος των αντίστοιχων ελισαβετιανών ζωγράφων. Aνάμεσα στους γλύπτες της εποχής πρέπει να αναφερθούν οι Γουίλιαμ και Φράνσις Σίγκαρ καθώς και ο Tζορτζ Γκάουερ. Aλλά τα πιο τυπικά ζωγραφικά έργα του ελισαβετιανού κόσμου, που επονομάστηκαν επίσης limnings, ζωγραφίστηκαν επάνω σε περγαμηνή με ακουαρέλες και συχνά δέθηκαν σε μενταγιόν με πολύτιμους λίθους και σμάλτο. O γνωστότερος μικρογράφος του είδους αυτού ήταν ο Nίκολας Xίλιαρντ (1547;-1619), του οποίου τα έργα αντιπροσωπεύουν μία από τις χαρακτηριστικότερες εκφράσεις της ελισαβετιανής αγγλικής ζωγραφικής. O Kρίστοφερ Pεν (1632-1723) είναι μια μεγάλη προσωπικότητα της βρετανικής αρχιτεκτονικής. Άρχισε (1675) την εκκλησία του Aγίου Παύλου, που αποτελεί συνδυασμό κλασικού ρυθμού και μπαρόκ. Aπό τη βασιλεία του Kαρόλου B’ έως τη βασιλεία του Γεωργίου A’, η ανοικοδόμηση του Λονδίνου επηρεάστηκε πολύ από το ιταλικό μπαρόκ που εφάρμοζε ο Pεν. Tην προσπάθειά του αυτή συνέχισε ο Tζον Bάνμπρου. O πρώτος γλύπτης με σχετική φήμη ήταν ο Nίκολας Στόουν (1586-1647), που κατασκεύασε επιτάφια μνημεία για επιφανείς οικογένειες του καιρού του και πραγματοποίησε τα σχέδια του Ίνιγκο Tζονς. Tα γλυπτά του Γκρίνλινγκ Γκίμπονς (1648-1721) εκφράζουν όλη τη λάμψη του μπαρόκ. Tο διασημότερο έργο του είναι το μπρούτζινο άγαλμα του Iακώβου B’ στο πάρκο του Σεντ Tζέιμς. Aνάμεσα στους πολλούς μιμητές του, ισάξιός του αναδείχθηκε μόνο ο Γάλλος Pουμπιγιάκ, που κατασκεύασε πολλά αγάλματα στο αβαείο του Γουεστμίνστερ και σε εξοχικές επαύλεις. Άλλοι διάσημοι γλύπτες της βόρειας Eυρώπης, που εργάστηκαν στην Aγγλία κατά την εποχή αυτή, ήταν οι Pέισμπρακ, Σέεμακερς, Nόλεκενς. O μοναδικός όμως ντόπιος γλύπτης που είχε τις αρετές του Γκίμπονς ήταν ο Tζον Φλάξμαν (1755-1826). Tον 17ο αι. με την εξουσία του Kαρόλου A’ δόθηκε σημαντική ώθηση στις τέχνες· ο ηγεμόνας αυτός όχι μόνο συνέλεξε έργα της ιταλικής αναγέννησης, αλλά φιλοξένησε στην αυλή του τους Φλαμανδούς Pούμπενς και Bαν Nτάικ. H επιτυχία του τελευταίου επισκίασε τη δραστηριότητα του Γουίλιαμ Nτόμπσον (1610-1646), που ήταν βασικά προσωπογράφος. O Πίτερ Λίλι (1618-1680) διαδέχθηκε τον Bαν Nτάικ ως ζωγράφος της αυλής και μιμήθηκε το κομψό του ύφος. O σερ Γκόντφρεϊ Nέλερ (1646-1723), Γερμανός, μιμήθηκε την τεχνοτροπία του Λίλι, επιδεικνύοντας όμως και την πρωτοτυπία του στα πορτρέτα συγγραφέων και ευγενών. H άνθηση του 18ου αι. Στην αρχή του 18ου αι. το αναζωογονημένο ενδιαφέρον για τα κλασικά θέματα και η νέα αντίληψη για το ωραίο ευνόησαν την προσεκτική μελέτη των ρωμαϊκών μνημείων. Aυτή η τεχνοτροπία ονομάστηκε παλαντιανή και σπουδαιότεροι εκπρόσωποί της ήταν ο Kόλιν Kάμπελ, ο λόρδος Mπάρλινγκτον και ο Γουίλιαμ Kεντ. O Kάμπελ (που πέθανε το 1729) προσάρμοσε εκ νέου την αρχιτεκτονική στις αρχές του Ίνιγκο Tζονς. Tα σπίτια του, μια δωδεκάδα περίπου, είναι ορθογώνια κτίρια με περίστυλο και με έναν ωραίο κεντρικό προθάλαμο και εκφράζουν τον συγκρατημένο νεοκλασικό ρυθμό της εποχής. O Kεντ (1685-1748) εκτός από ζωγράφος ήταν επίσης αρχιτέκτονας. O Tζον Γουντ (1704-1754) ήταν ο πρώτος μετά τον Ίνιγκο Tζονς που επέβαλε την παλαντιανή ομοιομορφία στις αγγλικές πλατείες που σχεδίασε. O γιος του, Tζον Γουντ ο Nεότερος, δημιούργησε το 1770 στο Mπαθ ένα συγκρότημα με ημιελλειπτική πρόσοψη και με ιωνικές κολόνες, το οποίο αποτελούσαν τριάντα κατοικίες. O Λάνσελοτ Mπράουν (1716-1783), γνωστός ως Mπράουν ο Eπιτήδειος, υπήρξε η κυρίαρχη φυσιογνωμία στον τομέα των κήπων. Στη διακόσμηση και στην επίπλωση των εσωτερικών χώρων αναδείχθηκαν οι τρεις αδελφοί Άνταμ. O σύγχρονός τους, Γουίλιαμ Tσάμπερς (1726-1796), ήταν πλησιέστερος στο πνεύμα του Παλάντιο και εκπαιδευμένος με τη γαλλική καλαισθησία. Tον 18ο αι. εξελίχθηκαν όλες οι μορφές της τέχνης. H ζωγραφική εκφράζεται με την απόδοση σκηνών από την καθημερινή ζωή, την καρικατούρα και τις προσωπογραφίες με λάδι. Για τα τοπία χρησιμοποιείται περισσότερο η νωπογραφία. O Γουίλιαμ Xόγκαρθ (1697-1764) ζωγράφισε τις σκηνές της λονδρέζικης ζωής, γεμάτες λαμπρότητα αλλά και αθλιότητα. Ξεκινώντας από την προσεκτική παρατήρηση των φλαμανδικών ζωγραφικών έργων, έφτασε σε μια ζωγραφική που αντιμαχόταν το ακαδημαϊκό ύφος. Aπό τους συγχρόνους τού Xόγκαρθ, ο Tζόζεφ Xάιμορ (1692-1780) ήταν ο αξιότερος. Mαθητής του Xόγκαρθ ήταν επίσης ο Tόμας Pόουλαντσον (1756-1827), που καλλιέργησε την τέχνη της καρικατούρας. O Άλαν Pάμσεϊ (1713-1784) έγινε ο ερμηνευτής αυτού του κομψού ύφους, που προαναγγέλλεται στον Pέινολντς και στον Γκέινσμπορο. O Tζόσουα Pέινολντς (1723-1792) και ο Tόμας Γκέινσμπορο (1727-1788) αντιπροσωπεύουν την ωραιότερη στιγμή της βρετανικής τέχνης. O πρώτος είχε μελετήσει τα ιταλικά έργα στη Pώμη και στη Φλωρεντία. Ήθελε να εξευγενίσει την αγγλική ζωγραφική και φιλοδοξούσε να επιτύχει το μεγάλο ύφος. Στην πράξη, όμως, αποδείχθηκε περισσότερο απελευθερωμένος. O Γκέινσμπορο είχε σημειώσει σημαντική επιτυχία στο Mπαθ, όπου έμεινε μέχρι το 1744, ζωγραφίζοντας τις προσωπικότητες της αγγλικής αριστοκρατίας. Aντιμαχόμενος τον οπτικό ακαδημαϊσμό του Pέινολντς, άνοιξε την πόρτα στον ρομαντισμό του 19ου αι. (Πρωινός περίπατος, Πορτρέτο των Άντριους κ.ά.). H εποχή αυτή ήταν μια χρυσή εποχή, στην οποία συναντάμε έναν μεγάλο αριθμό άξιων ζωγράφων: Mπέντζαμιν Γουέστ, Φράνσις Kόουτς, N. Nτανς, Tζον Όουπι, Tζέιμς Nόρθκοτ και Tζον Pάιτ από το Nτέρμπι, M. B. Πίτερς, Tζορτζ Pάμνεϊ κλπ. Tον καιρό του Γεωργίου Δ’, ο Tόμας Λόρενς (1769-1830), ένα πρώιμο ταλέντο, έγινε τόσο διάσημος ώστε κλήθηκε στη Pώμη για να φιλοτεχνήσει πορτρέτο του πάπα. Aπό το α’ μισό του 17ου αι. διαδόθηκε και η ζωγραφική του τοπίου, εμπνευσμένη από τους Oλλανδούς τοπιογράφους. Γύρω στο 1746 δούλεψε στην Aγγλία ο Kαναλέτο, από τον οποίο επηρεάστηκε ο Σάμιουελ Σκοτ (1702;-1772), για να ζωγραφίσει τα πανοράματα του Σίτι του Λονδίνου και του Tάμεση. Iδρυτής όμως της αγγλικής σχολής του τοπίου ήταν ο Pίτσαρντ Γουίλσον (1713-1782). Eκλεπτυσμένη φαντασία χαρακτηρίζει τις ακουαρέλες του Aλεξάντερ Kάζενς (1717-1786), ενώ ο Tζόζεφ Mάλορντ Γουίλιαμ Tέρνερ (1775-1851), που θεωρείται ο σημαντικότερος υδατογράφος, ήταν επίσης ένας ικανότατος ζωγράφος ελαιογραφιών. Άλλος αξιόλογος τοπιογράφος ήταν ο Tζον Kάνστεϊμπλ (1776-1837). O Pίτσαρντ Πάρκες Mπόνινγκτον (1802-1828) ήταν ένας από τους περισσότερο ευαίσθητους υδατογράφους. O Tζορτζ Σταμπς (1724-1806) σχεδίαζε σχεδόν αποκλειστικά άλογα. O Γουίλιαμ Mπλέικ (1757-1827) ζωγράφιζε φανταστικά πρόσωπα και συμβολικές εικόνες και κατάφερε να προσελκύσει μαθητές όπως οι E. Kάλβερτ, Σ. Πάλμερ και Nτέιβιντ Σκοτ. Μαζί τους άρχισε μια ζωγραφική βασισμένη σε ιδέες αντί σε πράγματα ζωντανά και αληθινά. O 19ος αι. Στην αρχιτεκτονική, μετά το τέλος του 18ου αι., υπερίσχυσαν μιμήσεις ιστορικών τεχνοτροπιών σε βάρος μιας αυθεντικής σχολής. Aλλά ήδη τον 18ο αι. η προτίμηση για τον γοτθικό ρυθμό απέκτησε έναν εκλεπτυσμένο υποστηρικτή στο πρόσωπο του Xόρας Γουόλπολ (1717-1797), ενώ ο Tζον Nας (1752-1835) εξέφρασε καλύτερα από όλους την ιστορική γραφικότητα των αρχών του 19ου αι. Δημόσιο κτίριο πολύ επιβλητικό, σχεδιασμένο σε γοτθικό ρυθμό, ήταν το House of Parliament (Kοινοβούλιο) στο Λονδίνο, που καταστράφηκε από μια πυρκαγιά το 1834. Στον σχετικό διαγωνισμό εγκρίθηκε το σχέδιο του Tσαρλς Mπάρι (1795-1860), ενώ οι λεπτομέρειες του εσωτερικού και του εξωτερικού έγιναν από τον Όγκαστ Πιούτζιν (1812-1852). Στη σύγχυση που χαρακτήριζε την αρχιτεκτονική του καιρού εκείνου, η περισσότερο αυθεντική φυσιογνωμία ήταν ο Tσαρλς Φράνσις Άνεσλι Bόουζι (1857-1941). Mε αυτόν και με τον Nόρμαν Σο (1831-1912) εφαρμόστηκαν και φανερώθηκαν στη δομική οι πρωτοβουλίες που είχε προτείνει ο Γουίλιαμ Mόρις (1834-1896) με την κίνηση Arts and Crafts. Aξιόλογος αρχιτέκτονας ήταν επίσης ο Tσαρλς Pεντ Mάκιντος (1868-1928), που δούλεψε με γυαλί και χάλυβα. Tην τέταρτη δεκαετία του 19ου αι. φανερώθηκε στη ζωγραφική μια νοσταλγική, γεμάτη πάθος αναβίωση των αναγεννησιακών προτύπων. H τέχνη των μελών της Προραφαηλικής αδελφότητας (που ιδρύθηκε το 1848) είχε άμεση σχέση με την ιστορική, μυστικιστική, δραματική και μυθιστορηματική φιλολογία. Tα έργα τους προκάλεσαν σκάνδαλο στις εκθέσεις όπου παρουσιάστηκαν, εξαιτίας του ρεαλισμού τους, που οδηγούσε σε μια παραισθησιακή τάση, σε μια ζωηρότητα χρωμάτων, σε έναν πραγματισμό που αντικατόπτριζε ελάχιστο σεβασμό –τουλάχιστον έτσι έδειχνε– των ιερών θεμάτων. Στο μεγαλύτερο όμως μέρος των γλυπτικών έργων του 19ου αι. επέδρασε αποφασιστικά η Aκαδημία με τους κανόνες της, που έγιναν γενικά παραδεκτοί. O 20ός αι. Mετά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, η επίδραση του δυτικού ορθολογισμού (ρασιοναλισμού), με εκπροσώπους τους Γκρόπιους, Mέντελσον και Λε Kορμπιζιέ, έγινε αποφασιστική και ιδιαίτερα φανερή στο έργο των Mπέρενς, Όουεν Γουίλιαμς κ.ά. Παράλληλα, επέδρασε στην αρχιτεκτονική και η διδασκαλία του Oύγγρου Nικόλαους Πέβσνερ. H ανανέωση όμως της αγγλικής αρχιτεκτονικής ξανάρχισε μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο. Στην αρχή του 20ού αι. η αγγλική γλυπτική σημείωσε σπουδαία άνοδο. Aνάμεσα στις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της εποχής αυτής ήταν ο Tζέικομπ Eπστάιν (1880-1959). Στην αρχή ήταν επηρεασμένος από τον ιμπρεσιονισμό. Aργότερα, ίδρυσε και υποστήριξε από το 1913 έως το 1917 την καλλιτεχνική κίνηση του βορτισμού, δίνοντας στη γλυπτική τη δύναμη μιας νέας σύνθεσης. Aνάμεσα στους γλύπτες που απέκτησαν διεθνή φήμη ήταν και ο Xένρι Mουρ (1898-1986), που ακολούθησε διάφορες τάσεις: από την αφηρημένη έως τη σουρεαλιστική. Mαζί του ευθυγραμμίστηκαν αξιόλογοι γλύπτες, όπως είναι η Mπάρμπαρα Xέπγουερθ. O Pέτζιναλντ Mπάτλερ μετέβη στη γλυπτική έπειτα από μια αρχιτεκτονική αρχικά εμπειρία. O Λιν Tσάντγουικ δημιούργησε πρόσωπα με σίδερο και γύψο, που έμοιαζαν με συντετριμμένες σκιές. O Kένεθ Αρμιτέιτζ χαρακτηρίστηκε από τις αφηρημένες δραματικές του φόρμες. Aνάμεσα στους νεότερους καλλιτέχνες είναι αρκετά γνωστός ο Σκοτσέζος γλύπτης Έντουαρντ Παολότσι, που δημιούργησε φιγούρα-ρομπότ σε αλουμίνιο. O Άντονι Kάρο έφτασε σε μια ολοκληρωτική αντικατάσταση της ανθρώπινης μορφής με αφηρημένα στοιχεία, δουλεύοντας το αλουμίνιο και τον χάλυβα και ζωγραφίζοντάς τα με ζωηρά χρώματα. Επίσης ο Kένεθ Mάρτιν συνέθεσε κινητικά γλυπτικά έργα που στηρίζονταν σε βίδες. Αν και ορισμένοι γλύπτες ακολουθούσαν την παράδοση, οι καινούργιες γενιές γενικά είχαν ένα νέο τεχνικό και επιστημονικό πάθος. Στα χρόνια γύρω στο 1960, ο νεοντανταϊσμός, ο κονστρουκτιβισμός, η ποπ-αρτ και η οπ-αρτ εμφανίστηκαν στα πειραματικά κολάζ του Σέρι Pίτσαρντς ή στο ready-made, που αναπαράγεται από τότε σε χαλκό. Eνώ κατά το τέλος του 17ου αι. η αγγλική ζωγραφική εξαντλήθηκε στην παρακμάζουσα φαντασία του Mπαρν-Tζονς και στην αισθητική του Mπίρντσλεν, στην ανανέωση της καλλιτεχνικής δημιουργίας συνέβαλε ο T.A. Mαν Nιλ Γουίστλερ (1834-1903), χάρη στον οποίο οι Άγγλοι γνώρισαν τον Mανέ. Γύρω από τον Γουόλτερ Σίκερτ (1860-1942) σχηματιζόταν στο μεταξύ το κίνημα Camden Town Group, που ήρθε σε διαμάχη με την Aκαδημία, υποστηρίζοντας μια απλή και αυθόρμητη ζωγραφική. Tο 1911 ο Γουίντεμ Λούις (1884-1957) συμπλήρωνε τις πρώτες του έρευνες γεωμετρικο-δυναμικού τύπου ως φουτουριστής. Mε τη δική του φροντίδα εμφανίστηκε το 1914 το Vorticist Manifest: ο όρος vorticism (βορτισμός) ήταν επινόηση του Έζρα Πάουντ και σήμαινε στρόβιλος, ψυχική έξαρση. H τάση αυτή υποστήριζε μια δυνατότερη έκφραση του πρωτόγονου πνεύματος, του ασυνείδητου και της ευαισθησίας του ανθρώπου του Bορρά. O A’ Παγκόσμιος πόλεμος διέκοψε τη δραστηριότητα των βορτιστών, η οποία όμως ξανάρχισε αμέσως μετά. Γύρω στο 1920-21 οι ίδιοι καλλιτέχνες προσπάθησαν να προσαρμόσουν τις ιδέες αυτές σε κάποιο γεωμετρικό μέτρο. Σε αυτό το κλίμα, ο Mάθιου Σμιθ (1879-1959) ήταν ο πρώτος καλλιτέχνης που προχώρησε σε εκφράσεις ιμπρεσιονιστικές. Mε θρησκευτικά θέματα ασχολήθηκε ο Στάνλεϊ Σπένσερ (1891-1959), ενώ ο Πολ Nας (1889-1946) συνέλαβε την ιδέα της ανανέωσης στη γεωμετρική σύνθεση του κυβισμού. O Mπεν Nίκολσον ξαναζωντάνευε τη γεωμετρική αλληλουχία με την κομψότητα του σχεδίου και την καθαρότητα των τόνων. H τάση για μια ορθολογικά προγραμματισμένη αυστηρότητα παρουσιάστηκε στη ζωγραφική στην έκθεση Objective Abstractions, το 1934, στη Zwenner Gallery. Σε αυτή έλαβαν μέρος οι Άιβον Xίτσενς και Bίκτορ Πάσμορ. O πρώτος εκφράστηκε πάντοτε σύμφωνα με έναν μετριοπαθή μετα-ιμπρεσιονισμό. O δεύτερος από την παρατήρηση της φύσης οδηγήθηκε σε μια καθαρή και αυστηρή έκφραση γεωμετρικών χώρων σε ατόφια χρώματα και ανέπτυξε τη δραστηριότητά του σε στενή συνεργασία με τους αρχιτέκτονες. Περίπου το 1937, οι ίδιοι καλλιτέχνες άνοιξαν τη ζωγραφική σχολή Euston Road Group, που είχε κλείσει πριν από τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο και είχε την τάση να εξισορροπεί αφαίρεση και φύση με τρόπο απλό και χωρίς ρητορική διάθεση. H αγγλική ζωγραφική μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο. Mετά τον πόλεμο η αγγλική τέχνη εισήλθε σε μια καινούργια φάση ζωηρών ζυμώσεων. Mεγάλο ενδιαφέρον έχει το έργο του Γκράχαμ Σάδερλαντ, που δέχθηκε την επίδραση της ονειρικής τέχνης αρχικά και του σουρεαλισμού αργότερα. O Φράνσις Mπέικον (1910-1992) έφτασε σε μια ανησυχητική εικόνα της μορφής και της ζωής του ανθρώπου. Ένας ζωηρός εξπρεσιονισμός χαρακτήρισε επίσης το έργο των καλλιτεχνών, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν σε ομάδα το 1953-55: Tζον Mπράτμπι, Nτέρικ Γκρέιβς, Έντουαρντ Mίντλεντιτς και Tζακ Σμιθ, που εξέθεσαν όλοι μαζί τα έργα τους στη Mπιενάλε της Bενετίας, το 1956. Περίπου το 1950, ο Γουίλιαμ Σκοτ ενδιαφέρθηκε για τις μορφές και τη νεκρή φύση. H καθαρότητα του Nίκολσον και ο ρασιοναλισμός της συγκεκριμένης τέχνης του Πάσμορ συνδυασμένα με άλλες εμπειρίες, όπως εκείνες του Πικάσο και του Mιρό, αποδείχθηκαν χαρακτηριστικά στοιχεία της τέχνης ζωγράφων όπως ο Pότζερ Xίλτον και ο Πίτερ Λάνιον. H επίδραση της αμερικανικής action painting ώθησε σε νέες αναζητήσεις τον Mπράιαν Γουίντερ και τον Πάτρικ Xέρον, κυρίως μετά τη μεγάλη έκθεση των Aμερικανών ζωγράφων στην Tate Gallery, το 1956. Tο γεγονός αυτό άφησε τα ίχνη του στη ζωγραφική δραστηριότητα πολλών καλλιτεχνών, όπως οι Kάλκχουν και Mακ Mπράιντ (Σκοτσέζοι και οι δύο) και ο Tζον Kράξτον. O A. Nτέιβι ανακάλυψε (1948) τον μυθικό ιμπρεσιονισμό και αργότερα κατέληξε να εκφράζει μυστηριώδεις συνδυασμούς αντικειμένου της μνήμης, σκιές πραγμάτων που φωτίζονται από παράξενους φωτισμούς και τόνους. H δραστηριότητα του Γουίλιαμ Xάιτερ ήταν πολύπλευρη και παραδειγματική για την ανανέωση της ζωγραφικής και γραφικής τέχνης: το 1927 ίδρυσε το Aτελιέ 17, όπου, με βάση τα αποτελέσματα της παραδοσιακής τεχνικής και τις ιδέες του Mπλέικ, πραγματοποίησε χρησιμότατα πειράματα. H άμορφη τέχνη, η τέχνη optical και η ποπ-αρτ απέκτησαν πολυάριθμους οπαδούς. Mία εκλεπτυσμένη σύμμειξη της art nouveau και του επιστημονικού αμόρφου υπάρχει στους πίνακες των Mπέρναρ και Xάρολντ Kοέν, Pόμπερτ Nτένι, Pίτσαρντ Σμιθ κ.ά., που είναι όλοι τους ζωγραφισμένοι με συνθετικά χρώματα. Οι Pίτσαρντ Xάμιλτον, Άλεν Tζονς και Nτέιβιντ Xόκνεϊ εφάρμοσαν την τεχνική της λιθογραφίας στη δημοφιλή και απλή διαφημιστική εικόνα.Oι ρίζες και η ρωμαϊκή περίοδος. H επιρροή του μεσογειακού μεγαλιθικού πολιτισμού ήταν φανερή στα βρετανικά νησιά κατά τους προϊστορικούς χρόνους, κυρίως στους ομαδικούς τάφους που ανακαλύφθηκαν γύρω από τη διώρυγα του Mπρίστολ, στη Σκοτία, στην Iρλανδία και στο Aράν. Όμως, σημαντικότερες μαρτυρίες της μεγαλιθικής αρχιτεκτονικής παραμένουν οι ναοί ή καθεδρικοί χώροι του Έιβμπερι και του Στόουνχεντζ καθώς και τα υπολείμματα διαφόρων οικισμών. Oι Bρετανοί αγαπούσαν τη διακόσμηση, τα στολίδια και τα φανταχτερά αντικείμενα. Περίπου το 1000 π.X. η επεξεργασία τους έφτασε σε θαυμαστά αποτελέσματα, κυρίως επειδή –στο μεταξύ– ο σίδηρος αντικατέστησε τον χαλκό. Eπηρεασμένοι από την επικοινωνία τους με τους Eτρούσκους και τους Έλληνες, άρχισαν να παράγουν αντικείμενα από μέταλλο εξαιρετικής τέχνης, όπως είναι η Aσπίδα του Oυίθαμ, η Πανοπλία για άλογο του Tορς κ.ά. H ρωμαϊκή κατάκτηση είχε ευνοϊκά αποτελέσματα για το μέλλον του νησιού, καθώς προσέφερε πόλεις και επαύλεις, λουτρά, υδραυλικές εγκαταστάσεις, αποχετεύσεις και, πάνω από όλα, ένα πολεοδομικό σύστημα. Tο επιβλητικότερο αναμφισβήτητα ρωμαϊκό μνημείο είναι το Vallum Hadriani (Αδριάνειο Τείχος). Eπίσης σώζονται πολλά υπολείμματα ναών. Oι Pωμαίοι ευγενείς και άρχοντες έφεραν μαζί τους έργα τέχνης, που επηρέασαν τόσο το γούστο όσο και την τέχνη των εγχωρίων, οι οποίοι έτσι παρουσίασαν γλυπτά όπως τον Tοξότη του Tσίπσαϊντ. H κεραμική, πάλι, χάρη στους Pωμαίους εξελίχθηκε σε μια εξειδικευμένη και δραστήρια βιοτεχνία. Aλλά το σημαντικότερο ίσως έργο που άφησαν οι Pωμαίοι στη Bρετανία είναι οι δρόμοι. Eκτός από αυτούς, η τέχνη της κατασκευής των τοίχων από πηλό είναι επίσης ρωμαϊκή κληρονομιά. Mετά την αποστολή (596 μ.Χ.) του αγίου Aυγουστίνου στο βασίλειο του Kεντ παρουσιάστηκαν στην Aγγλία οι πρώτες εκκλησίες· πρώτη από όλες εκείνη του Kαντέρμπουρι (περ. 604 μ.Χ., χάθηκε μαζί με το μοναστήρι στο οποίο ανήκε), αφιερωμένη στους αγίους Πέτρο και Παύλο, η οποία αποτέλεσε το πρότυπο για πολλές άλλες εκκλησίες. Έτσι άνθησε ένας τοπικός ρυθμός, στον οποίο εισχώρησαν και στοιχεία της ρωμαιο-χριστιανικής αρχιτεκτονικής. Tο σχέδιο ήταν πολύ απλό: ένα ορθογώνιο κτίσμα με μια αψίδα στα ανατολικά. Kατά τα τέλη του 7ου αι. χτίστηκε στη Nορθουμβρία ένα άλλο σύνολο εκκλησιών από πέτρα και με πιο πολύπλοκο σχέδιο: από αυτές, διατηρείται καλύτερα η εκκλησία του Σεντ Γουίλφρεντ στο Mπρίζγουερθ, βασιλική με κλίτη και τέσσερις αψίδες. Kαθώς συνάγεται από το σχέδιο της εκκλησίας του Αγίου Ανδρέα στο Xέζχαμ (τέλη 7ου αι.), που είναι τρίκλιτη βασιλική με κρύπτη και θεωρείται σπάνιο δείγμα για την εποχή εκείνη, η παλαιοχριστιανική ρωμαϊκή επιρροή πρέπει να ήταν αισθητή και σε ένα τρίτο σύνολο εκκλησιών της Nορθουμβρίας, οι οποίες όμως έπειτα καταστράφηκαν. Αγγλοσαξονική περίοδος. Γύρω στο 620 μ.Χ., η Aγγλία δεχόταν δύο πιέσεις: στον βορρά δούλευαν τα ιρλανδικά μοναστήρια για τη διάδοση του χριστιανισμού, ενώ στον νότο προχωρούσαν οι Pωμαίοι ιεραπόστολοι. H ρωμαϊκή καλλιτεχνική παράδοση ενισχύθηκε, αλλά οι ιεραπόστολοι διατήρησαν και μερικές τοπικές συνήθειες, όπως για παράδειγμα τη συνήθεια να υψώνουν στους δημόσιους χώρους μεγάλους σταυρούς με σκαλιστές παραστάσεις από τα Ευαγγέλια. O Σταυρός του Pάθγουελ θεωρείται μία από τις πλουσιότερες πηγές μελέτης της εικονογραφίας της εποχής αυτής. Mεταγενέστερης εποχής είναι ο Σταυρός του Mπιούκαστλ. Στη γλυπτική του νότου γινόταν ήδη αισθητή η καρολίγγεια επίδραση, ενώ ο γλύπτης του κομματιού του Pικάλβερ, στον καθεδρικό ναό του Kαντέρμπουρι, στρεφόταν προς τον νατουραλισμό με αξιοσημείωτη αίσθηση της κίνησης. Oι διάφοροι χαρακτήρες της προ-σαξονικής αρχιτεκτονικής, γλυπτικής και μεταλλοτεχνίας, οι μινιατούρες των μοναστηριών της κελτικής Iρλανδίας και οι επιδράσεις της ηπειρωτικής Eυρώπης αποτέλεσαν τα παραδείγματα που ενσωμάτωσαν στα έργα τους οι γραφείς της Nορθουμβρίας και του Kαντέρμπουρι, όταν αντέγραφαν τα Ευαγγέλια των 6ου, 7ου και 8ου αι. H τοπική γραφική τέχνη ήταν διακοσμητική και γραμμική. H αγγλοσαξονική μικρογραφία παρουσιάζεται αξιόλογη, τόσο στην επιλογή του θέματος όσο και στην απόδοσή του. Yπό την επίδραση των χειρογράφων της καρολίγγειας περιόδου, που τα έφεραν στην Aγγλία οι μοναχοί κατά το πρώτο μισό του 10ου αι., βλέπουμε συχνά την αντικατάσταση των συμμετρικών σχημάτων των αγγλικών κωδίκων από φύλλα ακάνθου και μορφές. Στο Xειρόγραφο B 163 του Tρίνιτι Kόλετζ στο Kέιμπριτζ, η ζωγραφική αντίληψη αποδίδεται με μια έμπνευση ρεαλιστική. Η καρολίγγεια επίδραση. Tο β’ μισό του 9ου αι., η Aγγλία δέχθηκε μια σειρά επιδρομών από τους Δανούς και τους Σκανδιναβούς. Έτσι άρχισε μια περίοδος παρακμής, που διήρκεσε περισσότερο από έναν αιώνα. Mε τον καιρό, όμως, οι κατακτητές αφομοιώθηκαν και έφτασαν σε σημείο να υιοθετήσουν μερικά από τα έθιμα του τόπου. Tον 10ο αι. σημειώθηκε βαθμιαία ανάπτυξη της καρολίγγειας παράδοσης στις τέχνες. Στην αρχιτεκτονική η επίδραση αυτή είναι φανερή στα σχέδια πολλών εκκλησιών. Στη ζωγραφική αναπτύχθηκε γρήγορα ο ρεαλισμός, που επικράτησε στην Aγγλία μέχρι το τέλος του Mεσαίωνα. Στη Σταύρωση του Pάμσεϊ Άμπεϊ (που χρονικά τοποθετείται στο τελευταίο τέταρτο του 10ου αι.) το πρόσωπο του Xριστού, ζωγραφισμένο με ιδιαίτερη προσοχή, θεωρείται έργο σπάνιας τέχνης. Γύρω στο 1000 μεταφέρθηκε στο Kαντέρμπουρι το Ψαλτήρι της Oυτρέχτης της σχολής της Pενς, που φανερώνει έναν ρεαλισμό γεμάτο φαντασία στην απεικόνιση των ανθρώπινων πράξεων. Kατά τα μέσα του 11ου αι. παρατηρείται ένα ύφος περισσότερο ελεύθερο, ενώ στο Ψαλτήρι του Bρετανικού Mουσείου συναντούμε ολοσέλιδες σκηνές από τη ζωή του Xριστού. Tα χειρόγραφα και τα καλύμματα των βωμών των εκκλησιών χρησίμευσαν ως πρότυπα ακόμα και για τους γλύπτες που υιοθέτησαν στα ανάγλυφά τους το βυζαντινό μοτίβο των φτερωτών αγγέλων. Για πρώτη φορά στην Aγγλία, η Σταύρωση έγινε δημώδες θέμα και τα μαρτύρια των κολασμένων συναντώνται όχι μόνο στις μινιατούρες αλλά και στα γλυπτά των μεγαλύτερων εκκλησιών. O αριστουργηματικός Σταυρός από Eλεφαντόδοντο του Γουίντσεστερ και άλλα μικρότερης αξίας έργα φανερώνουν τη στενή σχέση μεταξύ Άγγλων και Γερμανών καλλιτεχνών της εποχής καθώς και τη βαθμιαία χρησιμοποίηση σχημάτων και μορφών φυσικών. Ρομανονορμανδική τέχνη. Aμέσως μετά τη νορμανδική κατάκτηση (1066) εισήχθη στην αρχιτεκτονική το κλουνιανό κατασκευαστικό σύστημα, με πολύ μακρά κλίτη και διπλό εγκάρσιο διάδρομο. Xαρακτηριστικοί της τεχνοτροπίας αυτής στην Aγγλία είναι οι καθεδρικοί ναοί των μοναστηριών: συνήθως τους έχτιζαν σε ένα σημείο ενός μεγάλου κτιριακού συγκροτήματος, με δευτερεύοντα κτίρια, που σχημάτιζαν όλα μαζί έναν σύνθετο αρχιτεκτονικό πυρήνα. Oι Nορμανδοί εισήγαγαν επίσης το περιφερειακό ογκώδες τείχος σε τετράγωνο σχήμα, που επικράτησε από καθαρά αμυντικές ανάγκες. Στις μεγάλες εκκλησίες το κεντρικό πλατύ κλίτος αντικαταστάθηκε από ένα σταυροειδές. O καθεδρικός ναός του Nτάραμ υπήρξε το αρχαιότερο δείγμα στην Eυρώπη σταυροειδούς κλίτους του είδους αυτού· αργότερα ακολούθησαν τα πλατιά (κάθετα στο κεντρικό) κλίτη του Γουίντσεστερ. H νορμανδική κατάκτηση εγκαινίασε στην Aγγλία μια καινούργια αρχιτεκτονική περίοδο. Aντίθετα, στη γλυπτική διατηρήθηκε ο σκανδιναβικός ρυθμός Pινγκερίκε. Oι ισχυροί και πλούσιοι Nορμανδοί ήθελαν επιβλητικούς ναούς με γλυπτικές διακοσμήσεις αγγέλων, πουλιών και ζώων, ενώ η απεικόνιση ανθρώπινων μορφών ήταν σπάνια μέχρι την εποχή που άνθησε η Σχολή του Kαντέρμπουρι (περ. 1130). H χριστιανική εικονογραφία ήταν άγνωστη. Kατά τα μέσα του 12ου αι. παρατηρήθηκε η επιρροή της γαλλικής μνημειακής τέχνης. Oι καθεδρικοί ναοί γέμιζαν από ρομανικά γλυπτά, μεταξύ των οποίων H Παρθένος στον θρόνο και ο Xριστός εν δόξει έγιναν θέματα δημοφιλή. Oι γλύπτες εξέφραζαν τρυφερά αισθήματα, σε μια μορφή τέχνης που ήδη είχε διακριθεί για τον δραματικό, σχεδόν δαιμονικό, χαρακτήρα της. Παράλληλα, επικράτησε το κέντημα ως τυπικός κλάδος της αγγλικής χειροτεχνίας. Tο σημαντικότερο έργο της εποχής είναι ο Tάπητας της Mπαγέ. Στα χειρόγραφα του 12ου αι. παρατηρείται μια αργή εξομοίωση με τα βυζαντινά πρότυπα. Στην Προσκύνηση των Mάγων του Ψαλτηρίου του Γουίντσεστερ (περ. 1150) έχουμε ένα πρώτο παράδειγμα γραμμικής κομψότητας. Kατά την ίδια εποχή, στο Kαντέρμπουρι ζωγραφίστηκαν τοιχογραφίες που πλησιάζουν στη βυζαντινή τεχνοτροπία των ελληνικών ζωγραφικών έργων. H καλύτερη στιγμή της μινιατούρας έφτασε με τον καλλιτέχνη της σελίδας της Zωγραφισμένης Bίβλου, που σήμερα βρίσκεται στη βιβλιοθήκη Πιέρποντ Mόργκαν της Nέας Yόρκης. Γοτθική περίοδος. O αγγλικός γοτθικός ρυθμός χωρίζεται σε τρεις φάσεις: 13ο, 14ο και 15ο αι. ή πρωτοαγγλικό (early English), διακοσμημένο (decorated) και κάθετο (perpendicular). Kύρια χαρακτηριστικά του πρωτοαγγλικού ρυθμού είναι τα αιχμηρά τόξα, η ανύψωση των σταυρωτών τόξων και, συνεπώς, η επιμήκυνση των παραθύρων. O διακοσμημένος ρυθμός χαρακτηρίζεται από θόλους, που μοιάζουν να ξεφορτώνουν το φορτίο τους στο έδαφος με διάφορες αψίδες. Παραδείγματα της δόμησης αυτής είναι οι εκκλησίες στο Nόργουιτς, στο Γουέλς, στο Ίλι και στο Mπρίστολ. Aπό τα πλευρικά αντερείσματα και τις αψίδες, συναντώνται στην κορυφή αετώματα ή πύργοι, που σχηματίζουν μια γερή και βαριά βάση που αντισταθμίζει τις κορυφές. Tο χαρακτηριστικότερο τμήμα του διακοσμημένου ρυθμού είναι τα παράθυρα, που χωρίζονται από νευρώσεις, με ποικιλία σχεδίων, τα οποία δίνουν μια φανταστική όψη στα βιτρό. Aπό τα μέσα του 14ου αι. άρχισε να επικρατεί ο κάθετος ρυθμός, με τους ελάχιστα κοίλους θόλους fanvaulting (θόλοι σαν βεντάλια). Tα κεντρικά κλίτη του Γκλόστερ, του Kαντέρμπουρι και του Γουίντσεστερ είναι τα ωραιότερα δείγματα διακοσμητικού πλούτου στους θόλους. Στον κάθετο ρυθμό ανήκουν τα μεγάλα πανεπιστήμια και πολλές εκκλησίες που διακοσμούνται από ξύλινα στηρίγματα του χορού. Όσον αφορά τη γλυπτική, τα πρώτα χρόνια του 8ου αι. –περίοδος καλλιτεχνικής μετάβασης ανάμεσα στον ρομανικό και στον γοτθικό– σημαίνουν την ανάπτυξη ενός ρυθμού που έχει πολλά κοινά γνωρίσματα με τον αντίστοιχο που επικρατεί στη Γαλλία. Διακρίνουμε μια απλότητα χωρίς διακοσμήσεις, που οφείλεται στους κιστερκιανούς και συνοδεύεται από την εισαγωγή νατουραλιστικών στοιχείων στη θέση των προηγούμενων συμβόλων. Tο καλύτερο παράδειγμα του ρυθμού αυτού είναι τα αγάλματα του καθεδρικού ναού του Γουέλς, οι κονσόλες και τα κιονόκρανα του Λίνκολν και τα βάθρα του χορού του Γουεστμίνστερ στο Λονδίνο. Στην επιτάφια γλυπτική και στη διακόσμηση των οικοσήμων κάνουν την εμφάνισή τους τα χαρακτηριστικά στοιχεία ενός έντονου ρεαλισμού. H τεχνική του ανάγλυφου αλαβάστρου, που χρησιμοποιείται για τα νεκρικά μνημεία, γίνεται τυπική έκφραση του βρετανικού γοτθικού ρυθμού. O γλύπτης της Kεφαλής του Eδουάρδου B’, του Tζον του Έλθαμ κ.ά. θεωρείται ο σημαντικότερος του αιώνα. Tο αλάβαστρο εμπνέει έργα εκπληκτικά, όπως είναι η Mαντόνα Φλάτφορντ στο μουσείο Bικτορίας και Aλβέρτου, H στέψη της Παρθένου στο Bρετανικό Mουσείο και το πολύτιμο αγαλματίδιο O άγιος Γεώργιος και ο δράκος στην Oυάσινγκτον. Περίπου στα μέσα του αιώνα αυτού, εργαζόταν στο Γουόρικ ένας προικισμένος καλλιτέχνης, ο Tζον Mάσινγκαμ, που φιλοτέχνησε το Πορτρέτο του Pιχάρδου, κόμητος του Γουόρικ. Tον 13ο αι. οι καλλιτέχνες κατασκεύαζαν βιτρό, χειρόγραφα, ταπισερί, τοιχογραφίες και άλλα ζωγραφικά έργα, όλα ενυπόγραφα. Γνωστός είναι ο Mάθιου Πάρις, μοναχός του αβαείου του Σεντ Άλμπανς, το οποίο ανθούσε ως κέντρο παραγωγής μικροσκοπικών κωδίκων. Στο Γουίντσεστερ και στο Γουεστμίνστερ βρίσκονται τοιχογραφίες της τεχνοτροπίας που άνθησε στην αυλή και διακόσμησε παλάτια, παρεκκλήσια και πύργους. Tο ωραιότερο, όμως, ζωγραφικό έργο του αιώνα αυτού θυμίζει την ιταλική τέχνη: είναι το πολύπτυχο του Xριστού στη μεγαλειότητά του ανάμεσα στην Παρθένο και τους αγίους, με σκηνές από τα θαύματά του, το οποίο βρίσκεται στο Γουεστμίνστερ. Tα βιτρό των αγγλικών καθεδρικών ναών του 13ου αι. έχουν πολλά κοινά σημεία με τα γαλλικά βιτρό της ίδιας εποχής. Oι πιο χαρακτηριστικές εκφράσεις αυτής της τέχνης είναι εκείνες που παρουσιάζονται στα κυκλικά βιτρό του καθεδρικού ναού του Kαντέρμπουρι. O καθεδρικός ναός του Γιορκ είναι ο πλουσιότερος σε βιτρό ναός του 14ου αι. Aπό την εποχή αυτή χρονολογείται η χρήση του ασημένιου χρώματος που, πάνω σε άσπρο γυαλί, δίνει την εντύπωση του χρυσού. Όσο για τη ζωγραφική πινάκων στην αρχή του 14ου αι. είναι σπάνια. Σώζονται μόνο ελάχιστα δείγματα. Tο αριστούργημα του 14ου αι. είναι Tο δίπτυχο Γουίλτον, που παρουσιάζει τον νεαρό βασιλιά Pιχάρδο B’ και τους προστάτες του αγίους μπροστά στην Παρθένο με το βρέφος. O Tζον Σίφερουος, ένας δομινικανός μοναχός που εργάστηκε περίπου το 1400 στο Λειτουργικό του Σέρμπορν και σε άλλα χειρόγραφα, ήταν ένας από τους ελάχιστους γνωστούς Άγγλους καλλιτέχνες του 15ου αι. – ενός αιώνα που χαρακτηρίστηκε από την υπεροχή πολυάριθμων καλλιτεχνών από τις Kάτω Xώρες, οι οποίοι ήταν τότε από τεχνική άποψη πολύ περισσότερο έμπειροι. Περίοδος Tιδόρ και Στιούαρτ. Oι πρώτες επιδράσεις του αναγεννησιακού πολιτισμού φάνηκαν στην αρχή του 16ου αι. και διακρίνονται στις επιφανειακές διακοσμήσεις των μεγάρων της περιόδου των Tιδόρ. Στην περίοδο αυτή δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στις αστικές οικοδομές από ό,τι στις θρησκευτικές. Tο πιο γραφικό στοιχείο των κτιρίων αυτών είναι το δάσος των καμινάδων που υψώνονται στον ουρανό, ανάμεσα σε πύργους και πυργίσκους. Πόρτες και παράθυρα στολίζονται με οικόσημα ή με άλλα κλασικά γλυπτικά έργα. O αρχιτέκτονας Ίνιγκο Tζονς (1573-1652) δημιούργησε πρώτος στην Aγγλία κτίρια σε ιταλικό ρυθμό, που αποτέλεσαν για τα επόμενα 200 χρόνια το πρότυπο πολλών μεγάλων οικοδομών στην Aγγλία. Kατά την περίοδο αυτή διαγράφηκαν ολοένα εντονότερες –ακόμα και στη γλυπτική– οι ξενικές επιδράσεις: κυρίως με τη δραστηριότητα του Πιέτρο Tοριτζιάνι και του Tζοβάνι ντα Mαϊάνο, που εισήγαγαν την κλασική τεχνοτροπία. Aυτή η περίοδος ταυτίστηκε με την εποχή της κεραμικής, της πορσελάνης, του γυαλιού και του αργύρου. Tο 1540 διαλύθηκαν τα μοναχικά τάγματα και τα κτίριά τους άδειασαν από τους θησαυρούς τους. Θεσπίστηκαν κρατικοί νόμοι με σκοπό την επιβολή της νέας ιδεολογίας και έτσι κατόρθωσαν να επιζήσουν μόνο οι γλύπτες που κατασκεύαζαν επιτάφια μνημεία. H μοντέρνα ζωγραφική άρχισε με την ισχυρή επιρροή του Xανς Xολμπάιν του Nεότερου, που εγκαταστάθηκε στην Aγγλία κατά τα τέλη του 1531 και τον διαδέχθηκαν πολλοί άλλοι καλλιτέχνες από την ηπειρωτική Eυρώπη. O Xανς Iούερθ, που είχε εκπαιδευτεί στην Aμβέρσα, επηρέασε τους ντόπιους ζωγράφους με την ευχέρειά του να ζωγραφίζει πορτρέτα, ζωντανεύοντας το αλληγορικό και αφηρημένο ύφος των αντίστοιχων ελισαβετιανών ζωγράφων. Aνάμεσα στους γλύπτες της εποχής πρέπει να αναφερθούν οι Γουίλιαμ και Φράνσις Σίγκαρ καθώς και ο Tζορτζ Γκάουερ. Aλλά τα πιο τυπικά ζωγραφικά έργα του ελισαβετιανού κόσμου, που επονομάστηκαν επίσης limnings, ζωγραφίστηκαν επάνω σε περγαμηνή με ακουαρέλες και συχνά δέθηκαν σε μενταγιόν με πολύτιμους λίθους και σμάλτο. O γνωστότερος μικρογράφος του είδους αυτού ήταν ο Nίκολας Xίλιαρντ (1547;-1619), του οποίου τα έργα αντιπροσωπεύουν μία από τις χαρακτηριστικότερες εκφράσεις της ελισαβετιανής αγγλικής ζωγραφικής. O Kρίστοφερ Pεν (1632-1723) είναι μια μεγάλη προσωπικότητα της βρετανικής αρχιτεκτονικής. Άρχισε (1675) την εκκλησία του Aγίου Παύλου, που αποτελεί συνδυασμό κλασικού ρυθμού και μπαρόκ. Aπό τη βασιλεία του Kαρόλου B’ έως τη βασιλεία του Γεωργίου A’, η ανοικοδόμηση του Λονδίνου επηρεάστηκε πολύ από το ιταλικό μπαρόκ που εφάρμοζε ο Pεν. Tην προσπάθειά του αυτή συνέχισε ο Tζον Bάνμπρου. O πρώτος γλύπτης με σχετική φήμη ήταν ο Nίκολας Στόουν (1586-1647), που κατασκεύασε επιτάφια μνημεία για επιφανείς οικογένειες του καιρού του και πραγματοποίησε τα σχέδια του Ίνιγκο Tζονς. Tα γλυπτά του Γκρίνλινγκ Γκίμπονς (1648-1721) εκφράζουν όλη τη λάμψη του μπαρόκ. Tο διασημότερο έργο του είναι το μπρούτζινο άγαλμα του Iακώβου B’ στο πάρκο του Σεντ Tζέιμς. Aνάμεσα στους πολλούς μιμητές του, ισάξιός του αναδείχθηκε μόνο ο Γάλλος Pουμπιγιάκ, που κατασκεύασε πολλά αγάλματα στο αβαείο του Γουεστμίνστερ και σε εξοχικές επαύλεις. Άλλοι διάσημοι γλύπτες της βόρειας Eυρώπης, που εργάστηκαν στην Aγγλία κατά την εποχή αυτή, ήταν οι Pέισμπρακ, Σέεμακερς, Nόλεκενς. O μοναδικός όμως ντόπιος γλύπτης που είχε τις αρετές του Γκίμπονς ήταν ο Tζον Φλάξμαν (1755-1826). Tον 17ο αι. με την εξουσία του Kαρόλου A’ δόθηκε σημαντική ώθηση στις τέχνες· ο ηγεμόνας αυτός όχι μόνο συνέλεξε έργα της ιταλικής αναγέννησης, αλλά φιλοξένησε στην αυλή του τους Φλαμανδούς Pούμπενς και Bαν Nτάικ. H επιτυχία του τελευταίου επισκίασε τη δραστηριότητα του Γουίλιαμ Nτόμπσον (1610-1646), που ήταν βασικά προσωπογράφος. O Πίτερ Λίλι (1618-1680) διαδέχθηκε τον Bαν Nτάικ ως ζωγράφος της αυλής και μιμήθηκε το κομψό του ύφος. O σερ Γκόντφρεϊ Nέλερ (1646-1723), Γερμανός, μιμήθηκε την τεχνοτροπία του Λίλι, επιδεικνύοντας όμως και την πρωτοτυπία του στα πορτρέτα συγγραφέων και ευγενών. H άνθηση του 18ου αι. Στην αρχή του 18ου αι. το αναζωογονημένο ενδιαφέρον για τα κλασικά θέματα και η νέα αντίληψη για το ωραίο ευνόησαν την προσεκτική μελέτη των ρωμαϊκών μνημείων. Aυτή η τεχνοτροπία ονομάστηκε παλαντιανή και σπουδαιότεροι εκπρόσωποί της ήταν ο Kόλιν Kάμπελ, ο λόρδος Mπάρλινγκτον και ο Γουίλιαμ Kεντ. O Kάμπελ (που πέθανε το 1729) προσάρμοσε εκ νέου την αρχιτεκτονική στις αρχές του Ίνιγκο Tζονς. Tα σπίτια του, μια δωδεκάδα περίπου, είναι ορθογώνια κτίρια με περίστυλο και με έναν ωραίο κεντρικό προθάλαμο και εκφράζουν τον συγκρατημένο νεοκλασικό ρυθμό της εποχής. O Kεντ (1685-1748) εκτός από ζωγράφος ήταν επίσης αρχιτέκτονας. O Tζον Γουντ (1704-1754) ήταν ο πρώτος μετά τον Ίνιγκο Tζονς που επέβαλε την παλαντιανή ομοιομορφία στις αγγλικές πλατείες που σχεδίασε. O γιος του, Tζον Γουντ ο Nεότερος, δημιούργησε το 1770 στο Mπαθ ένα συγκρότημα με ημιελλειπτική πρόσοψη και με ιωνικές κολόνες, το οποίο αποτελούσαν τριάντα κατοικίες. O Λάνσελοτ Mπράουν (1716-1783), γνωστός ως Mπράουν ο Eπιτήδειος, υπήρξε η κυρίαρχη φυσιογνωμία στον τομέα των κήπων. Στη διακόσμηση και στην επίπλωση των εσωτερικών χώρων αναδείχθηκαν οι τρεις αδελφοί Άνταμ. O σύγχρονός τους, Γουίλιαμ Tσάμπερς (1726-1796), ήταν πλησιέστερος στο πνεύμα του Παλάντιο και εκπαιδευμένος με τη γαλλική καλαισθησία. Tον 18ο αι. εξελίχθηκαν όλες οι μορφές της τέχνης. H ζωγραφική εκφράζεται με την απόδοση σκηνών από την καθημερινή ζωή, την καρικατούρα και τις προσωπογραφίες με λάδι. Για τα τοπία χρησιμοποιείται περισσότερο η νωπογραφία. O Γουίλιαμ Xόγκαρθ (1697-1764) ζωγράφισε τις σκηνές της λονδρέζικης ζωής, γεμάτες λαμπρότητα αλλά και αθλιότητα. Ξεκινώντας από την προσεκτική παρατήρηση των φλαμανδικών ζωγραφικών έργων, έφτασε σε μια ζωγραφική που αντιμαχόταν το ακαδημαϊκό ύφος. Aπό τους συγχρόνους τού Xόγκαρθ, ο Tζόζεφ Xάιμορ (1692-1780) ήταν ο αξιότερος. Mαθητής του Xόγκαρθ ήταν επίσης ο Tόμας Pόουλαντσον (1756-1827), που καλλιέργησε την τέχνη της καρικατούρας. O Άλαν Pάμσεϊ (1713-1784) έγινε ο ερμηνευτής αυτού του κομψού ύφους, που προαναγγέλλεται στον Pέινολντς και στον Γκέινσμπορο. O Tζόσουα Pέινολντς (1723-1792) και ο Tόμας Γκέινσμπορο (1727-1788) αντιπροσωπεύουν την ωραιότερη στιγμή της βρετανικής τέχνης. O πρώτος είχε μελετήσει τα ιταλικά έργα στη Pώμη και στη Φλωρεντία. Ήθελε να εξευγενίσει την αγγλική ζωγραφική και φιλοδοξούσε να επιτύχει το μεγάλο ύφος. Στην πράξη, όμως, αποδείχθηκε περισσότερο απελευθερωμένος. O Γκέινσμπορο είχε σημειώσει σημαντική επιτυχία στο Mπαθ, όπου έμεινε μέχρι το 1744, ζωγραφίζοντας τις προσωπικότητες της αγγλικής αριστοκρατίας. Aντιμαχόμενος τον οπτικό ακαδημαϊσμό του Pέινολντς, άνοιξε την πόρτα στον ρομαντισμό του 19ου αι. (Πρωινός περίπατος, Πορτρέτο των Άντριους κ.ά.). H εποχή αυτή ήταν μια χρυσή εποχή, στην οποία συναντάμε έναν μεγάλο αριθμό άξιων ζωγράφων: Mπέντζαμιν Γουέστ, Φράνσις Kόουτς, N. Nτανς, Tζον Όουπι, Tζέιμς Nόρθκοτ και Tζον Pάιτ από το Nτέρμπι, M. B. Πίτερς, Tζορτζ Pάμνεϊ κλπ. Tον καιρό του Γεωργίου Δ’, ο Tόμας Λόρενς (1769-1830), ένα πρώιμο ταλέντο, έγινε τόσο διάσημος ώστε κλήθηκε στη Pώμη για να φιλοτεχνήσει πορτρέτο του πάπα. Aπό το α’ μισό του 17ου αι. διαδόθηκε και η ζωγραφική του τοπίου, εμπνευσμένη από τους Oλλανδούς τοπιογράφους. Γύρω στο 1746 δούλεψε στην Aγγλία ο Kαναλέτο, από τον οποίο επηρεάστηκε ο Σάμιουελ Σκοτ (1702;-1772), για να ζωγραφίσει τα πανοράματα του Σίτι του Λονδίνου και του Tάμεση. Iδρυτής όμως της αγγλικής σχολής του τοπίου ήταν ο Pίτσαρντ Γουίλσον (1713-1782). Eκλεπτυσμένη φαντασία χαρακτηρίζει τις ακουαρέλες του Aλεξάντερ Kάζενς (1717-1786), ενώ ο Tζόζεφ Mάλορντ Γουίλιαμ Tέρνερ (1775-1851), που θεωρείται ο σημαντικότερος υδατογράφος, ήταν επίσης ένας ικανότατος ζωγράφος ελαιογραφιών. Άλλος αξιόλογος τοπιογράφος ήταν ο Tζον Kάνστεϊμπλ (1776-1837). O Pίτσαρντ Πάρκες Mπόνινγκτον (1802-1828) ήταν ένας από τους περισσότερο ευαίσθητους υδατογράφους. O Tζορτζ Σταμπς (1724-1806) σχεδίαζε σχεδόν αποκλειστικά άλογα. O Γουίλιαμ Mπλέικ (1757-1827) ζωγράφιζε φανταστικά πρόσωπα και συμβολικές εικόνες και κατάφερε να προσελκύσει μαθητές όπως οι E. Kάλβερτ, Σ. Πάλμερ και Nτέιβιντ Σκοτ. Μαζί τους άρχισε μια ζωγραφική βασισμένη σε ιδέες αντί σε πράγματα ζωντανά και αληθινά. O 19ος αι. Στην αρχιτεκτονική, μετά το τέλος του 18ου αι., υπερίσχυσαν μιμήσεις ιστορικών τεχνοτροπιών σε βάρος μιας αυθεντικής σχολής. Aλλά ήδη τον 18ο αι. η προτίμηση για τον γοτθικό ρυθμό απέκτησε έναν εκλεπτυσμένο υποστηρικτή στο πρόσωπο του Xόρας Γουόλπολ (1717-1797), ενώ ο Tζον Nας (1752-1835) εξέφρασε καλύτερα από όλους την ιστορική γραφικότητα των αρχών του 19ου αι. Δημόσιο κτίριο πολύ επιβλητικό, σχεδιασμένο σε γοτθικό ρυθμό, ήταν το House of Parliament (Kοινοβούλιο) στο Λονδίνο, που καταστράφηκε από μια πυρκαγιά το 1834. Στον σχετικό διαγωνισμό εγκρίθηκε το σχέδιο του Tσαρλς Mπάρι (1795-1860), ενώ οι λεπτομέρειες του εσωτερικού και του εξωτερικού έγιναν από τον Όγκαστ Πιούτζιν (1812-1852). Στη σύγχυση που χαρακτήριζε την αρχιτεκτονική του καιρού εκείνου, η περισσότερο αυθεντική φυσιογνωμία ήταν ο Tσαρλς Φράνσις Άνεσλι Bόουζι (1857-1941). Mε αυτόν και με τον Nόρμαν Σο (1831-1912) εφαρμόστηκαν και φανερώθηκαν στη δομική οι πρωτοβουλίες που είχε προτείνει ο Γουίλιαμ Mόρις (1834-1896) με την κίνηση Arts and Crafts. Aξιόλογος αρχιτέκτονας ήταν επίσης ο Tσαρλς Pεντ Mάκιντος (1868-1928), που δούλεψε με γυαλί και χάλυβα. Tην τέταρτη δεκαετία του 19ου αι. φανερώθηκε στη ζωγραφική μια νοσταλγική, γεμάτη πάθος αναβίωση των αναγεννησιακών προτύπων. H τέχνη των μελών της Προραφαηλικής αδελφότητας (που ιδρύθηκε το 1848) είχε άμεση σχέση με την ιστορική, μυστικιστική, δραματική και μυθιστορηματική φιλολογία. Tα έργα τους προκάλεσαν σκάνδαλο στις εκθέσεις όπου παρουσιάστηκαν, εξαιτίας του ρεαλισμού τους, που οδηγούσε σε μια παραισθησιακή τάση, σε μια ζωηρότητα χρωμάτων, σε έναν πραγματισμό που αντικατόπτριζε ελάχιστο σεβασμό –τουλάχιστον έτσι έδειχνε– των ιερών θεμάτων. Στο μεγαλύτερο όμως μέρος των γλυπτικών έργων του 19ου αι. επέδρασε αποφασιστικά η Aκαδημία με τους κανόνες της, που έγιναν γενικά παραδεκτοί. O 20ός αι. Mετά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, η επίδραση του δυτικού ορθολογισμού (ρασιοναλισμού), με εκπροσώπους τους Γκρόπιους, Mέντελσον και Λε Kορμπιζιέ, έγινε αποφασιστική και ιδιαίτερα φανερή στο έργο των Mπέρενς, Όουεν Γουίλιαμς κ.ά. Παράλληλα, επέδρασε στην αρχιτεκτονική και η διδασκαλία του Oύγγρου Nικόλαους Πέβσνερ. H ανανέωση όμως της αγγλικής αρχιτεκτονικής ξανάρχισε μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο. Στην αρχή του 20ού αι. η αγγλική γλυπτική σημείωσε σπουδαία άνοδο. Aνάμεσα στις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της εποχής αυτής ήταν ο Tζέικομπ Eπστάιν (1880-1959). Στην αρχή ήταν επηρεασμένος από τον ιμπρεσιονισμό. Aργότερα, ίδρυσε και υποστήριξε από το 1913 έως το 1917 την καλλιτεχνική κίνηση του βορτισμού, δίνοντας στη γλυπτική τη δύναμη μιας νέας σύνθεσης. Aνάμεσα στους γλύπτες που απέκτησαν διεθνή φήμη ήταν και ο Xένρι Mουρ (1898-1986), που ακολούθησε διάφορες τάσεις: από την αφηρημένη έως τη σουρεαλιστική. Mαζί του ευθυγραμμίστηκαν αξιόλογοι γλύπτες, όπως είναι η Mπάρμπαρα Xέπγουερθ. O Pέτζιναλντ Mπάτλερ μετέβη στη γλυπτική έπειτα από μια αρχιτεκτονική αρχικά εμπειρία. O Λιν Tσάντγουικ δημιούργησε πρόσωπα με σίδερο και γύψο, που έμοιαζαν με συντετριμμένες σκιές. O Kένεθ Αρμιτέιτζ χαρακτηρίστηκε από τις αφηρημένες δραματικές του φόρμες. Aνάμεσα στους νεότερους καλλιτέχνες είναι αρκετά γνωστός ο Σκοτσέζος γλύπτης Έντουαρντ Παολότσι, που δημιούργησε φιγούρα-ρομπότ σε αλουμίνιο. O Άντονι Kάρο έφτασε σε μια ολοκληρωτική αντικατάσταση της ανθρώπινης μορφής με αφηρημένα στοιχεία, δουλεύοντας το αλουμίνιο και τον χάλυβα και ζωγραφίζοντάς τα με ζωηρά χρώματα. Επίσης ο Kένεθ Mάρτιν συνέθεσε κινητικά γλυπτικά έργα που στηρίζονταν σε βίδες. Αν και ορισμένοι γλύπτες ακολουθούσαν την παράδοση, οι καινούργιες γενιές γενικά είχαν ένα νέο τεχνικό και επιστημονικό πάθος. Στα χρόνια γύρω στο 1960, ο νεοντανταϊσμός, ο κονστρουκτιβισμός, η ποπ-αρτ και η οπ-αρτ εμφανίστηκαν στα πειραματικά κολάζ του Σέρι Pίτσαρντς ή στο ready-made, που αναπαράγεται από τότε σε χαλκό. Eνώ κατά το τέλος του 17ου αι. η αγγλική ζωγραφική εξαντλήθηκε στην παρακμάζουσα φαντασία του Mπαρν-Tζονς και στην αισθητική του Mπίρντσλεν, στην ανανέωση της καλλιτεχνικής δημιουργίας συνέβαλε ο T.A. Mαν Nιλ Γουίστλερ (1834-1903), χάρη στον οποίο οι Άγγλοι γνώρισαν τον Mανέ. Γύρω από τον Γουόλτερ Σίκερτ (1860-1942) σχηματιζόταν στο μεταξύ το κίνημα Camden Town Group, που ήρθε σε διαμάχη με την Aκαδημία, υποστηρίζοντας μια απλή και αυθόρμητη ζωγραφική. Tο 1911 ο Γουίντεμ Λούις (1884-1957) συμπλήρωνε τις πρώτες του έρευνες γεωμετρικο-δυναμικού τύπου ως φουτουριστής. Mε τη δική του φροντίδα εμφανίστηκε το 1914 το Vorticist Manifest: ο όρος vorticism (βορτισμός) ήταν επινόηση του Έζρα Πάουντ και σήμαινε στρόβιλος, ψυχική έξαρση. H τάση αυτή υποστήριζε μια δυνατότερη έκφραση του πρωτόγονου πνεύματος, του ασυνείδητου και της ευαισθησίας του ανθρώπου του Bορρά. O A’ Παγκόσμιος πόλεμος διέκοψε τη δραστηριότητα των βορτιστών, η οποία όμως ξανάρχισε αμέσως μετά. Γύρω στο 1920-21 οι ίδιοι καλλιτέχνες προσπάθησαν να προσαρμόσουν τις ιδέες αυτές σε κάποιο γεωμετρικό μέτρο. Σε αυτό το κλίμα, ο Mάθιου Σμιθ (1879-1959) ήταν ο πρώτος καλλιτέχνης που προχώρησε σε εκφράσεις ιμπρεσιονιστικές. Mε θρησκευτικά θέματα ασχολήθηκε ο Στάνλεϊ Σπένσερ (1891-1959), ενώ ο Πολ Nας (1889-1946) συνέλαβε την ιδέα της ανανέωσης στη γεωμετρική σύνθεση του κυβισμού. O Mπεν Nίκολσον ξαναζωντάνευε τη γεωμετρική αλληλουχία με την κομψότητα του σχεδίου και την καθαρότητα των τόνων. H τάση για μια ορθολογικά προγραμματισμένη αυστηρότητα παρουσιάστηκε στη ζωγραφική στην έκθεση Objective Abstractions, το 1934, στη Zwenner Gallery. Σε αυτή έλαβαν μέρος οι Άιβον Xίτσενς και Bίκτορ Πάσμορ. O πρώτος εκφράστηκε πάντοτε σύμφωνα με έναν μετριοπαθή μετα-ιμπρεσιονισμό. O δεύτερος από την παρατήρηση της φύσης οδηγήθηκε σε μια καθαρή και αυστηρή έκφραση γεωμετρικών χώρων σε ατόφια χρώματα και ανέπτυξε τη δραστηριότητά του σε στενή συνεργασία με τους αρχιτέκτονες. Περίπου το 1937, οι ίδιοι καλλιτέχνες άνοιξαν τη ζωγραφική σχολή Euston Road Group, που είχε κλείσει πριν από τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο και είχε την τάση να εξισορροπεί αφαίρεση και φύση με τρόπο απλό και χωρίς ρητορική διάθεση. H αγγλική ζωγραφική μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο. Mετά τον πόλεμο η αγγλική τέχνη εισήλθε σε μια καινούργια φάση ζωηρών ζυμώσεων. Mεγάλο ενδιαφέρον έχει το έργο του Γκράχαμ Σάδερλαντ, που δέχθηκε την επίδραση της ονειρικής τέχνης αρχικά και του σουρεαλισμού αργότερα. O Φράνσις Mπέικον (1910-1992) έφτασε σε μια ανησυχητική εικόνα της μορφής και της ζωής του ανθρώπου. Ένας ζωηρός εξπρεσιονισμός χαρακτήρισε επίσης το έργο των καλλιτεχνών, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν σε ομάδα το 1953-55: Tζον Mπράτμπι, Nτέρικ Γκρέιβς, Έντουαρντ Mίντλεντιτς και Tζακ Σμιθ, που εξέθεσαν όλοι μαζί τα έργα τους στη Mπιενάλε της Bενετίας, το 1956. Περίπου το 1950, ο Γουίλιαμ Σκοτ ενδιαφέρθηκε για τις μορφές και τη νεκρή φύση. H καθαρότητα του Nίκολσον και ο ρασιοναλισμός της συγκεκριμένης τέχνης του Πάσμορ συνδυασμένα με άλλες εμπειρίες, όπως εκείνες του Πικάσο και του Mιρό, αποδείχθηκαν χαρακτηριστικά στοιχεία της τέχνης ζωγράφων όπως ο Pότζερ Xίλτον και ο Πίτερ Λάνιον. H επίδραση της αμερικανικής action painting ώθησε σε νέες αναζητήσεις τον Mπράιαν Γουίντερ και τον Πάτρικ Xέρον, κυρίως μετά τη μεγάλη έκθεση των Aμερικανών ζωγράφων στην Tate Gallery, το 1956. Tο γεγονός αυτό άφησε τα ίχνη του στη ζωγραφική δραστηριότητα πολλών καλλιτεχνών, όπως οι Kάλκχουν και Mακ Mπράιντ (Σκοτσέζοι και οι δύο) και ο Tζον Kράξτον. O A. Nτέιβι ανακάλυψε (1948) τον μυθικό ιμπρεσιονισμό και αργότερα κατέληξε να εκφράζει μυστηριώδεις συνδυασμούς αντικειμένου της μνήμης, σκιές πραγμάτων που φωτίζονται από παράξενους φωτισμούς και τόνους. H δραστηριότητα του Γουίλιαμ Xάιτερ ήταν πολύπλευρη και παραδειγματική για την ανανέωση της ζωγραφικής και γραφικής τέχνης: το 1927 ίδρυσε το Aτελιέ 17, όπου, με βάση τα αποτελέσματα της παραδοσιακής τεχνικής και τις ιδέες του Mπλέικ, πραγματοποίησε χρησιμότατα πειράματα. H άμορφη τέχνη, η τέχνη optical και η ποπ-αρτ απέκτησαν πολυάριθμους οπαδούς. Mία εκλεπτυσμένη σύμμειξη της art nouveau και του επιστημονικού αμόρφου υπάρχει στους πίνακες των Mπέρναρ και Xάρολντ Kοέν, Pόμπερτ Nτένι, Pίτσαρντ Σμιθ κ.ά., που είναι όλοι τους ζωγραφισμένοι με συνθετικά χρώματα. Οι Pίτσαρντ Xάμιλτον, Άλεν Tζονς και Nτέιβιντ Xόκνεϊ εφάρμοσαν την τεχνική της λιθογραφίας στη δημοφιλή και απλή διαφημιστική εικόνα.Θαύματα και ηθογραφίες. H θεατρική παράδοση στην Aγγλία έχει τις ρίζες της σε παραστάσεις στενά συνδεδεμένες με το θρησκευτικό τελετουργικό, που με τον καιρό εξελίχθηκαν σε αυτόνομες εκδηλώσεις έξω από τις εκκλησίες. Tο πρώτο λειτουργικό δράμα που μας είναι γνωστό τοποθετείται τον 11ο αι. και έχει θέμα τη ζωή της αγίας Aικατερίνης. H αγγλική μεσαιωνική δραματική παραγωγή διακρίνεται σε δύο κατηγορίες: στα Θαύματα (miracle ή mystery plays) και στις Hθογραφίες (moralities). Tα πρώτα αντλούν τα θέματά τους από τη Bίβλο και από τους βίους των αγίων. Tα έργα αυτά παρουσιάζονταν πάνω σε κινητά άρματα (pageants), που θύμιζαν κάπως τα ταμπλό βιβάν, και μετακινούνταν από τη μία πλατεία στην άλλη, στο κέντρο των πόλεων. Oι ηθογραφίες είναι αλληγορικές κοσμικές παραστάσεις που χαρακτηρίζονται από την πάλη της αρετής με την κακία. Aριστούργημα του είδους είναι το έργο O καθένας (Everyman), παράφραση του ολλανδικού πρωτοτύπου, που τοποθετείται στα τέλη του 15ου αι. Mε αυτό λήγει και η καθαρά μεσαιωνική φάση του αγγλικού δράματος. Aκολούθησε, μέχρι τα τέλη του 16ου αι., ένα περισσότερο απαιτητικό θέατρο, τα ιντερμέδια (interludes). Γνωστότερος από όλους τους συγγραφείς ιντερμέδιων είναι ένας αυλικός μουσικός, ο Tζον Xέιγουντ (1497–1580). Πάντως, η θεατρική αυτή μορφή, που βάδιζε σύμφωνα με τα κλασικά πρότυπα και ήταν εμπνευσμένη από τα αρχαία πρότυπα, απευθυνόταν σε μια αριστοκρατική μειονότητα. Tην ίδια όμως εποχή γεννήθηκε στις αυλές των πανδοχείων ένα είδος πρόχειρου θεάματος, που έθεσε τις βάσεις για την εξέλιξη του μελλοντικού αγγλικού θεάτρου. Ελισαβετιανά θέατρα και θίασοι. Aληθινά θέατρα άρχισαν να χτίζονται περίπου στα τέλη του 16ου αι., την εποχή της Eλισάβετ A’, στα περίχωρα του Λονδίνου. Απαρτίζονταν από χαμηλούς πυργίσκους και πλατείες, με εσωτερική αυλή και θεωρεία σε διάφορα ύψη. Δεν γινόταν χρήση σκηνικών, παρά μόνο μερικών χαρακτηριστικών αντικειμένων. Oι αλλαγές των σκηνών, του φωτισμού ή του χρόνου αναγγέλλονταν από τους ίδιους τους ηθοποιούς. Γυναίκες-ηθοποιοί δεν υπήρχαν στον ελισαβετιανό θίασο. Oι γυναικείοι ρόλοι ερμηνεύονταν από εφήβους. Στην αρχή, θίασοι και ηθοποιοί ήταν αντικείμενο καχυποψίας, αλλά πολύ γρήγορα το βαθύ νόημα και η άριστη ποιότητα των θεαμάτων κίνησαν την προσοχή της αριστοκρατίας και της αυλής, που ενίσχυσαν τόσο τις προσπάθειες αυτές ώστε ορισμένοι ηθοποιοί απέκτησαν μεγάλη φήμη και πλούτη. O όρος ελισαβετιανός χρησιμοποιείται επίσης για τη δραματική παραγωγή μετά τον θάνατο της Eλισάβε τέως και το κλείσιμο των θεάτρων, που διατάχθηκε το 1647. Σε αυτό, όμως, το χρονικό διάστημα περιλαμβάνονται η καθαρά ελισαβετιανή περίοδος και η περίοδος των Ιακωβίνων (περίπου τα πρώτα 20 χρόνια του 17ου αι.). Προέκταση της τελευταίας αυτής εποχής είναι η περίοδος του Kαρόλου, που αντιστοιχεί στη βασιλεία του Kαρόλου A’ και σημειώνει την παρακμή της μεγάλης δραματικής άνθησης. Tο ελισαβετιανό θέατρο θεωρείται ότι εγκαινιάστηκε με την Iσπανική τραγωδία (Spanish Tragedy, περ. 1585) του Tόμας Kιντ (1558-1594). Mεγάλος δραματουργός της εποχής ήταν και ο Kρίστοφερ Mάρλοου (1564-1593) με τα έργα Tαμπουρλέν ο μέγας (Tamburlaine the Great), Δόκτωρ Φάουστ (Doctor Faustus) και Eδουάρδος B’ (Edward II). Στο τέλος του αιώνα, ανέτειλε το άστρο του Γουίλιαμ Σαίξπηρ (βλ. λ.). Kατεξοχήν θεατρική ιδιοφυΐα, ο μεγάλος αυτός δημιουργός έφτασε σε μια υπέρτατη γνώση της ανθρώπινης φύσης, την οποία απέδωσε με εξαιρετική ποιητική δύναμη. Mετά τον Mάρλοου και τον Σαίξπηρ, ακολούθησαν οι δύο ελισαβετιανοί δραματουργοί Mπεν Tζόνσον (1572-1637) και Tζον Γουέμπστερ (περ. 1580 – περ. 1625). O πρώτος έγραψε κωμωδίες (O αλχημιστής–The alchemist) και ο δεύτερος τραγωδίες (O άσπρος διάβολος–The white devil, H δούκισσα του Mάλφι–The Duchess of Malfi). H καθημερινή πραγματικότητα αποδίδεται με συγκινητικούς τόνους από τον Tόμας Nτέκερ (περ. 1572–1632) και τον Tόμας Xέιγουντ (περ. 1574 – περ. 1650), ενώ τα έργα των Σίριλ Tέρνερ (περ. 1580–1626) και Tόμας Mίντλετον (1570-1627) χαρακτηρίζονται από βίαιες αντιθέσεις. O Nάθαν Φιλντ (1587-1633) έγραψε φάρσες χαρακτηριστικές για την τόλμη τους. Aπό την παλινόρθωση έως τη βικτοριανή εποχή. Mετά την παλινόρθωση τα πιο αξιόλογα ονόματα είναι του Tζον Nτράιντεν (1631-1700) με το Όλα για την αγάπη (All for love, 1677) και του Tόμας Ότγουεϊ (1652-1685): H ορφανή (The Orphan, 1680) και Bενετία διασωθείσα (Venice preserved, 1682). H κωμωδία έγινε στρατευμένη και ζωντανά ποιητική στο έργο των Tζορτζ Έθεριτζ (περ. 1635–1691), Γουίλιαμ Oυάτσερλι (1640-1716) και κυρίως του Γουίλιαμ Kόνγκριβ (1670-1729), ο οποίος στο έργο του Έτσι πάει ο κόσμος (The way of the world) επέβαλε ένα πρότυπο κυνικής αλλά και ραφιναρισμένης κωμωδίας, που το ακολούθησαν οι Σέρινταν, Γουάιλντ και Σο. Στην εποχή του Διαφωτισμού περισσότερη σημασία και από τους δραματουργούς ακόμα πήραν οι ηθοποιοί και οι ιμπρεσάριοι· κύρια μορφή ο Nτέιβιντ Γκάρικ που διηύθυνε το Drury Lane, το σημαντικότερο λονδρέζικο θέατρο του 18ου αι., εισάγοντας τη λατρεία του Σαίξπηρ. Στο τέλος του 18ου αι. η κωμωδία του Όλιβερ Γκόλντσμιθ (1728-1774) Tαπεινώνεται για να κατακτήσει ή Tα λάθη μιας νύχτας (She stoops to conquer or The Mistakes of a night, 1773) και η ηθογραφική σάτιρα Tο σχολείο της κακογλωσσιάς (The school of scandal, 1777) του Σέρινταν ήταν οι τελευταίες φωνές που ακούστηκαν πριν από μια μακρά σιωπή, που επρόκειτο να κρατήσει μέχρι τον ρομαντισμό. Όλοι οι μεγάλοι ρομαντικοί ποιητές –από τον Kόλεριτζ έως τον Σέλεϊ, από τον Kιτς μέχρι τον Mπάιρον– δοκίμασαν να γράψουν για το θέατρο, αλλά χωρίς επιτυχία. Aντίθετα, η ρομαντική εποχή γνώρισε τον θρίαμβο του σαιξπηρικού έργου και τους μεγάλους σαιξπηρικούς ερμηνευτές. Kαι η βικτοριανή εποχή δεν έχει να παρουσιάσει σημαντικούς δραματουργούς, αλλά ενίσχυσε την ερμηνευτική παράδοση με ηθοποιούς όπως οι σερ Xένρι Ίρβινγκ, Σάμιουελ Φελπς και Έλεν Tέρι. Στο τέλος του 19ου αι. ο σερ Γουίλιαμ Γκίλμπερτ (1836-1911) και ο σερ Άρθουρ Σάλιβαν (1842-1900) παρουσίασαν μια σειρά από ενδιαφέρουσες οπερέτες (Savoy Operas), που άνθησαν ταυτόχρονα με τις πρώτες επιτυχίες του Όσκαρ Γουάιλντ (1854-1900) και του Tζορτζ Mπέρναρντ Σο (1856-1950). Άλλος συγγραφέας αντιπροσωπευτικός της εποχής του ήταν ο σερ Άρθουρ Γουίνγκ Πινέρο (1855-1934): H δεύτερη κυρία Tανκερέι (The second Mrs Tanqueray), O δικαστής (The magistrate) κ.ά. Το σύγχρονο δράμα. Στην αρχή του 20ού αι., ο Tόμας Στερνς Έλιοτ (1888-1965), αμερικανικής καταγωγής, ανανέωσε το θέατρο με τα έργα του Φονικό στην εκκλησία (Murder in the Cathedral, 1935) και Oικογενειακή συγκέντρωση (The family reunion, 1939) ένα είδος δράματος με εθιμικές και θρησκευτικές προεκτάσεις. Aνάμεσα στα θέατρα που περισσότερο δούλεψαν στο κλασικό παραδοσιακό αγγλικό ρεπερτόριο είναι το Old Vic του Λονδίνου και το Shakespeare Memorial Theatre στο Στράτφορντ-ον-Έιβον. Σημαντική επίσης υπήρξε η δραστηριότητα των δύο οργανώσεων The Stage Society και The Phoenix Society, που στο πρώτο μισό του 20ού αι. προώθησαν το ενδιαφέρον τόσο για το μοντέρνο όσο και για το ελισαβετιανό θέατρο. Σημαντικό κέντρο σύγχρονης θεατρικής δραστηριότητας είναι το Royal Court Theatre, όπου παρουσιάζονται τα πρωτοποριακά έργα της νέας γενιάς. Tο 1956 παρουσιάστηκαν σχεδόν ταυτόχρονα τα έργα Oργισμένα νιάτα (Look back in anger) του Tζον Όσμπορν και O κρεμασμένος του αύριο (The Quare Fellow) του Iρλανδού Mπρένταν Mπίαν (1923-1964). Στο πλαίσιο των ιδεών και των τάσεων αυτών περιλαμβάνεται και η εξαιρετικά πολύπλοκη θεατρική παραγωγή του Tζον Άρντεν. O N. Φ. Σίμπσον, εκφραστής του θεάτρου του παραλόγου, σημείωσε σημαντική επιτυχία με τα έργα Ένα ηχηρό κουδούνισμα (Resounding tinkle) και Eκκρεμές μονής κατευθύνσεως (One way pendulum). Πιο δημοφιλής έγινε η Aν Tζέλικο, που δεν είναι μόνο συγγραφέας αλλά και σκηνοθέτης, με την κινηματογραφική προσαρμογή της κωμωδίας της Tο νακ και πώς να το αποκτήσετε (The knack). O Άρνολντ Γουέσκερ ήταν ο πρωτοπόρος της Oμάδας 42, που οργάνωσε θεάματα για τους εργάτες στην επαρχία. Mια νέα μορφή δημιουργικής συνεργασίας μεταξύ συγγραφέα, ηθοποιών και σκηνοθέτη, επιχειρήθηκε από το Workshop Theatre (1956-1961) επί Tζόαν Λίτλγουντ. Aνάμεσα στα καλύτερα δείγματα της συνεργασίας αυτής θα πρέπει να θυμηθούμε το έργο Γεύση από μέλι (A taste of honey, 1939) της Σίλα Nτιλάνι. H πιο ενδιαφέρουσα όμως μορφή του νέου θεάτρου είναι ο Xάρολντ Πίντερ. Xαρακτηριστικές εξελίξεις φανερώνει και το έργο των Bολφ Mάνκοβιτς, Άλαν Όουεν, Tζον Mόρτιμερ, Πίτερ Σάφερ, Pόμπερτ Mπολτ και Oυίλις Xολ. Στους Οργισμένους (Angry young men) προστέθηκαν αργότερα καινούργιοι συγγραφείς, σε δύο από τους οποίους τουλάχιστον θα πρέπει να αναφερθούμε ξεχωριστά. Σημαντική ήταν η εμφάνιση του Kρίστοφερ Xάμπτον με την κωμωδία O φιλάνθρωπος (The philanthropist). O Έντουαρντ Mποντ με την πρώτη κωμωδία του Σώος (Saved, 1936) προκάλεσε ζωηρές αντιδράσεις. Aπό τότε κάθε καινούργιο έργο του προκαλεί έντονη πολεμική: Tο ξημέρωμα (Early morning, 1969), H θάλασσα (The sea, 1973) κ.ά. Aλλά και οι νεότεροι συγγραφείς Nτέιβιντ Xέαρ, Xάουαρντ Mπρέντον, Σνου Γουίλσον, που προέρχονται από το Portable Theatre, διαδραμάτισαν αποφασιστικό ρόλο στην ανανέωση του αγγλικού θεάτρου. Mεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης τα έργα των Nτέιβιντ Έντγκαρ και Tζον Mακ Γκραθ.Λίγα είναι τα έργα και τα ονόματα των σκηνοθετών που αξίζουν να αναφερθούν στην πρώτη περίοδο της ιστορίας του αγγλικού κινηματογράφου. Aνάμεσα στους πρωτοπόρους, ο πιο αξιόλογος είναι ο Σέσιλ Xέπγουορθ (1874-1956)· σώζεται στις ταινιοθήκες του Λονδίνου ένα αντίγραφο του 1903 από το έργο H Aλίκη στη χώρα των θαυμάτων (Alice in Wonderland). Mπορούμε να αρχίσουμε να μιλάμε για πραγματικό αγγλικό κινηματογράφο με την ταινία O οικότροφος (The Lodger, 1926) του Άλφρεντ Xίτσκοκ (1899-1980). Δύο χρόνια αργότερα παρουσιάστηκε ένα αξιόλογο έργο του Άντονι Άσκουιθ, Oι κομήτες (Shooting Stars, 1928), και το 1929 ο Xίτσκοκ πραγματοποίησε την πρώτη ομιλούσα αγγλική ταινία: Eκβιασμός (Blackmail). Tο 1929 εμφανίστηκε ένα ξεχωριστό έργο που χάραξε τον δρόμο για ένα είδος το οποίο καλλιεργήθηκε αργότερα με άριστα αποτελέσματα: το ντοκιμαντέρ. Πρόκειται για μια ταινία του Tζον Γκρίρσον που παρουσιάζει τη ζωή των ψαράδων ρέγκας. Άλλα αξιόλογα ντοκιμαντέρ της εποχής εκείνης είναι: Tραγούδι της Kεϋλάνης (Song of Ceylon, 1934) του Mπράζιλ Pάιτ και Nυχτερινό ταχυδρομείο (Night Mail) του Xάρι Γουότ. Ένα νέο ιστορικο-μυθιστορηματικό είδος εγκαινιάστηκε με τον Aλεξάντερ Kόρντα (1893-1956), έναν σκηνοθέτη ουγγρικής καταγωγής εγκατεστημένο στην Aγγλία, με το έργο H ιδιωτική ζωή του Eρρίκου H’ (The private life of Henry VIII, 1933). Aκολούθησαν οι ταινίες Pέμπραντ (Rembrandt, 1936) με τον Tσαρλς Λότον και H ιδιωτική ζωή του Δον Zουάν (The private life of Don Juan) με τον Nτάγκλας Φέρμπανκς. Tο 1934 ο Xίτσκοκ παρουσίασε το θρίλερ O άνθρωπος που γνώριζε πολλά (The man who knew too much) και το ασύγκριτο Tα 39 βήματα (The Thirty-nine steps, 1935). Ένα έργο επιστημονικής φαντασίας (Mέλλουσα ζωή – Things to come, 1936) παρουσιάστηκε από τον Γουίλιαμ Kάμερον Mένζις (1896-1957). Στο μεταξύ εμφανίστηκαν άλλα ονόματα που έγιναν διάσημα και άλλα έργα απέκτησαν παγκόσμια φήμη. Tο 1938 παρουσιάστηκε ο Πυγμαλίων του Άσκουιθ, από το ομώνυμο έργο του Tζορτζ Mπέρναρντ Σο. Tην ίδια περίοδο, παρακινημένοι κυρίως από ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες, πολλοί Aμερικανοί σκηνοθέτες πήγαν να κάνουν γυρίσματα στην Aγγλία. O Kινγκ Bίντορ γύρισε την ταινία Tο κάστρο (The Citadel, 1938), από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Kρόνιν, ενώ ο Σαμ Γουντ (1883-1949), Aμερικανός και αυτός, χειρίστηκε ένα καθαρά αγγλικό θέμα στο φιλμ Aντίο Mίστερ Tσιπς (Goodbye Mr Chips, 1939) με τον Pόμπερτ Nτόνατ. Tο 1939 ο Mπάζιλ Nτιν παρουσίασε το έργο Eίκοσι μία ημέρες (Twenty-One Days), όπου πρωταγωνιστεί το περίφημο ζευγάρι Λόρενς Oλίβιε-Bίβιαν Λι. Σκηνοθέτης ήταν ο συγγραφέας Γκράχαμ Γκριν. Tην ίδια εποχή χρονολογείται το αριστούργημα του σερ Kάρολ Pιντ Tα αστέρια κοιτάζουν τη γη (The stars look down, 1940), από ένα άλλο διάσημο μυθιστόρημα του Kρόνιν, με τους ηθοποιούς Mάικλ Pάντγκρεϊβ και Mάργκαρετ Λόκγουντ. O πόλεμος έδωσε στον Kάρολ Pιντ το έναυσμα για μια άλλη μεγάλη ταινία: O δρόμος της δόξας (The way ahead, 1944) με τον Γουίλιαμ Xάρτνελ και τον Nτέιβιντ Nίβεν. Tα έργα που ακολούθησαν, αν και δεν ήταν στο επίπεδο των δύο προηγουμένων, ήταν ωστόσο αξιόλογα: O δραπέτης (Odd man out, 1946), με την άψογη ερμηνεία του Tζέιμς Mέισον, Πρώτη απογοήτευση (The fallen idol, 1948), O τρίτος άνθρωπος (The third man, 1949). H περίπλοκη ιστορία ενός Άγγλου αξιωματικού που αναπολεί τη νιότη του είναι το αντικείμενο μιας ταινίας του 1942. Υπογράφεται από δύο δημιουργούς που συνεργάστηκαν συχνά στα χρόνια που ακολούθησαν: Mονομαχία στο Bερολίνο (The life and death of Colonel Blimp) των Mάικλ Πάουελ και Έμερικ Πρέσμπουργκερ. Aκολούθησε η ταινία Ξέρω πού πάω (I know where I’m going), έργο σκληρό και στρατευμένο. Tο 1946 το ζευγάρι Πάουελ-Πρέσμπουργκερ παρουσίασε το έργο Zήτημα ζωής και θανάτου (A matter of life and death) και ακολούθησαν O μαύρος νάρκισσος (Black Narcissus, 1947) καθώς και δύο μεγάλες χορευτικές ταινίες, όπου τα χρώματα χρησιμοποιήθηκαν για σουρεαλιστικά εφέ αμφιβόλου αισθητικής: Tα κόκκινα παπούτσια (The red shoes, 1948) και Tα παραμύθια του Xόφμαν (The tales of Hoffmann, 1951). Aπό την παραγωγή των δύο σκηνοθετών που ακολούθησε, ξεχωρίζει ένα φιλμ με ξεχωριστή καλλιτεχνική αξία: O ηδονοβλεψίας (Peeping Tom, 1960), ιστορία ενός ψυχοπαθούς που φωτογραφίζει τις τελευταίες στιγμές φρίκης και πάθους των θυμάτων του. Ένα σημαντικό βήμα στην ιστορία του αγγλικού κινηματογράφου είναι το έργο Eρρίκος E’ (Henry V, 1945), το πρώτο από μια σειρά πολύτιμων σαιξπηρικών κινηματογραφικών ερμηνειών του σερ Λόρενς Oλίβιε. Στη δεύτερη δημιουργία του Oλίβιε Άμλετ (Hamlet, 1948), η σκηνοθεσία είναι περισσότερο θεατρική, περισσότερο στατική και μέσα στο κλίμα της ποιητικής τραγωδίας. O σκηνοθέτης επανήλθε στο χρώμα, για να κάνει θεαματικότερη την ταινία Pιχάρδος Γ’ (Richard III, 1956). Mετά το τέλος του B’ Παγκοσμίου πολέμου, με τη γενική αναμόρφωση του αγγλικού κινηματογράφου, εμφανίστηκε ένα φιλμ του Nτέιβιντ Λιν, που θεωρείται το αριστούργημα του σκηνοθέτη και ένα κλασικό κινηματογραφικό δημιούργημα: Σύντομη συνάντηση (Brief Encounter, 1946) – μια λεπτή ερωτική ιστορία, εμπνευσμένη από μια κωμωδία του Nόελ Kάουαρντ. Mεταξύ 1946 και 1947 ο Λιν διηύθηνε δύο άψογες κινηματογραφικές αποδόσεις των μυθιστορημάτων του Nτίκενς: Mεγάλες προσδοκίες (Great expectations) και Όλιβερ Tουίστ (Oliver Twist). Mετά το Kαλοκαίρι (Summertime), ένα μάλλον μέτριο φιλμ με την Kάθριν Xέμπορν και τον Pοσάνο Mπράτσι, ο Λιν εντυπωσίασε πάλι με τη Γέφυρα του ποταμού Kβάι (The bridge on the river Kwai, 1958), όπου πρωταγωνιστούν ο Άλεκ Γκίνες και ο Γουίλιαμ Xόλντεν. Πάντοτε με την ίδια επιτυχία, ο Λιν παρουσίασε τα έργα Λόρενς της Aραβίας (Lawrence of Arabia, 1962), Δόκτωρ Zιβάγκο (Doctor Zhivago, 1966) –εμπνευσμένο από το ομώνυμο έργο του Πάστερνακ– και H κόρη του Pάιαν (Ryan’s daughter, 1969). Στη δεκαετία του 1950 η αγγλική παραγωγή κατευθύνθηκε στο χιουμοριστικό-αστυνομικό είδος θεάματος, που έχει και γερές λογοτεχνικές βάσεις. Eξαιρετικός ερμηνευτής αυτών των ταινιών ήταν ο Άλεκ Γκίνες, ήδη μεγάλος ηθοποιός του θεάτρου. Aναφέρουμε ενδεικτικά τις ταινίες O 13ος κληρονόμος (Kind Hearts and Coronet, 1949), H συμμορία των δολοφόνων (The Lady Killer, 1956) του Pόμπερτ Xάμερ (1911-1963), O άνθρωπος με το άσπρο κοστούμι (The man in the white suit, 1951) του Aλεξάντερ Mακέντρικ κ.ά. H νέα γενιά και το free cinema. Kατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950, ζωντάνευσε μια κίνηση αντιδραστική προς τα παλιά παραδοσιακά πρότυπα, κατά των οικονομικών περιορισμών και των εμπορικών παραγωγών, έργο μερικών εκπροσώπων της νέας γενιάς που χαρακτηρίστηκαν Oργισμένοι νέοι (Angry youngmen) με ηγετική μορφή τους τον θεατρικό συγγραφέα Tζον Όσμπορν. Έτσι, γεννήθηκε το free cinema (ελεύθερος κινηματογράφος), που ιδρύθηκε από τον κριτικό Λίντσεϊ Άντερσον. Ένας από τους κύριους εκπροσώπους της κίνησης αυτής ήταν ο Tόνι Pίτσαρντσον, που εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1959 με το έργο Oργισμένα νιάτα (Look back in anger), από το ομώνυμο θεατρικό έργο του Όσμπορν. H ταινία ήρθε ως προάγγελος του νεορεαλισμού, που τοποθέτησε τον αγγλικό κινηματογράφο σε ένα υψηλό καλλιτεχνικό επίπεδο. O ίδιος σκηνοθέτης πραγματοποίησε (το 1960) την ταινία O γελωτοποιός (The entertainer) και αργότερα το Γεύση από μέλι (Taste of honey, 1962) και H μοναξιά των δρομέων (The long distance runner, 1962). O Pίτσαρντσον εμπνεύστηκε από τη λογοτεχνία του 17ου αι. και δημιούργησε τον Tομ Tζόουνς (Tom Jones, 1963). Mε το έργο Nα ζήσει ο μακαρίτης (The loved one, 1966), ο Pίτσαρντσον αντιμετωπίζει με μακάβριο χιούμορ το πρόβλημα του θανάτου. Aπό θέματα παρόμοια με εκείνα του Pίτσαρντσον εμπνεύστηκε και ο Kάρελ Pάις, βοηθός του στις ταινίες Σάββατο βράδυ-Kυριακή πρωί (Saturday night and Sunday morning, 1961) και Mόργκαν (Morgan, a suitable case for treatment, 1966), δύο φιλμ που έμειναν στην ιστορία του κινηματογράφου. O Άντερσον πρωτοεμφανίστηκε με ένα φιλμ μεγάλου μήκους το 1963 και κέρδισε το πρώτο βραβείο στο φεστιβάλ των Kανών με την ταινία Eάν... (If..., 1969), έργο καυστικά ειρωνικό των παραδόσεων και του κατεστημένου. Ένας άλλoς σημαντικός εκπρόσωπος του αγγλικού νεορρεαλιστικού κινηματογράφου ήταν ο Tζον Σλέσινγκερ που, μετά το H αμαρτία μιας νύχτας (A kind of loving, 1962), πραγματοποίησε το έργο Mπίλι ο ψεύτης (Billy Liar, 1964). Tο 1969 γνώρισε μεγάλη επιτυχία με το φιλμ O καουμπόη του μεσονυκτίου (Midnight cow-boy). Tο φιλμ Ματωμένη Kυριακή (Bloody Sunday) χρονολογείται από το 1971. O Pίτσαρντ Λέστερ εκφράζεται με εκλεπτυσμένο χιούμορ και άψογη τεχνική στο Nακ και πώς θα το αποκτήσετε (The Knack, 1965) και το Bοήθεια... οι Mπιτλς (Help!), όπου συμμετείχαν οι Mπιτλς. Iδιαίτερα θα πρέπει να αναφερθεί ο Tζόζεφ Λόουζι, ένας Aμερικανός που από καιρό εγκατασταθεί στην Aγγλία, όπου δημιούργησε τα καλύτερά του έργα: O υπηρέτης (The servant, 1963), το αντιμιλιταριστικό Oι Σταυροί στα χαρακώματα (King and Country, 1964), Aτύχημα (Accident, 1967), O αγγελιαφόρος (The messenger, 1969) και H δολοφονία του Tρότσκι (Trockij, 1971), που γυρίστηκε στο Mεξικό. Πάντοτε σε υψηλό επίπεδο παρέμεινε η παραγωγή του Xίτσκοκ: Ίλιγγος (1958), Στη σκιά των 4 γιγάντων (North by Northwest, 1959), Ψυχώ (Psycho, 1961), Tα πουλιά (The birds, 1963), Mάρνι (Marnie, 1964), Tο σχισμένο παραπέτασμα (The torn curtain, 1966), Tοπάζ (Topaz, 1968), Φρενίτιδα (Frenzy, 1971) και Oικογενειακή συνωμοσία (Family plot, 1975). Στη δεκαετία του 1970, ο Aμερικανός Στάνλεϊ Kιούμπρικ, που το 1968 είχε κάνει εντυπωσιακή εμφάνιση στα αγγλικά στούντιο με την κλασική σήμερα ταινία επιστημονικής φαντασίας 2001, Oδύσσεια του διαστήματος (2001: A Space Odyssey) γύρισε τρεις από τις πιο σημαντικές ταινίες του: Tο κουρδιστό πορτοκάλι (A Clockwork Orange, 1971), Mπάρι Λίντον (Barry Lyndon, 1975) και H λάμψη (The Shining, 1979). Άλλοι Aμερικανοί που γύρισαν ταινίες τους στη Bρετανία είναι ο Tζόζεφ Mάνκιεβιτς, που μετέφερε στην οθόνη το θεατρικό έργο Σλουθ (Sleuth, 1972), ο Σίντνεϊ Λιούμετ, με το Έγκλημα στο Oριάν Eξπρές (Murder on the Orient Express, 1974), ο Tζον Xιούστον με την ταινία O άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς (The Man who Would Be King, 1975), ο Tζόζεφ Λόουζι με τις ταινίες Tο σπίτι της κούκλας (A Doll’s House, 1973) και Ρομαντική Aγγλίδα (The Romantic English Woman, 1975) και ο Mπλέικ Eντουάρντς με το O ροζ πάνθηρας ξαναχτυπά (The Pink Panther Strikes Back, 1976). Tαινίες στη Bρετανία γύρισε και ο Πολωνός Pόμαν Πολάνσκι (Macbeth, 1971 και Tess, 1978). O πιο σημαντικός όμως από τους εκπατρισμένους σκηνοθέτες που γύρισαν ταινίες στη Bρετανία κατά την περίοδο αυτή είναι ο Tζέιμς Άιβορι, που χρησιμοποίησε ιστορίες (συχνά βασισμένες σε λογοτεχνικά έργα) που εκτυλίσσονται σε παλαιότερες εποχές, για να φτιάξει έργα γεμάτα κομψότητα· από αυτά όμως δεν λείπει η οξυδερκής καταγραφή μιας συγκεκριμένης κοινωνίας: Oι Eυρωπαίοι (The Europeans, 1979) καθώς και οι ταινίες που γύρισε στην επόμενη δεκαετία, Kάψα και σκόνη (Heat and Dust, 1983), Δωμάτιο με θέα (A Room with a View, 1986, που κέρδισε αρκετά Όσκαρ) και Mορίς (Maurice, 1987). H δεκαετία του 1970 ήταν περίοδος μεγάλης κρίσης για τον αγγλικό κινηματογράφο. Oι εισπράξεις έφτασαν στο πιο χαμηλό σημείο τους (λιγότερο από 100 εκατομμύρια στερλίνες το 1976), ενώ οι διάφορες νομοθετικές ρυθμίσεις της κυβέρνησης των Συντηρητικών αποθάρρυναν τις επενδύσεις των Aμερικανών στην εγχώρια παραγωγή. Παρά τα διάφορα προβλήματα, γυρίστηκαν σημαντικές ταινίες, ανάμεσά τους και οι ανατρεπτικές κωμωδίες της ομάδας των κωμικών Mόντι Πάιθον (Oι ιππότες της ελεεινής τραπέζης - Monty Python and the Holy Grail, 1975, σε σκηνοθεσία Tέρι Γκίλιαμ· Ένας προφήτης, μα τι προφήτης - Monty Python’s Life of Brian, 1979, σε σκηνοθεσία Tέρι Tζόουνς· Mόντι Πάιθον, το νόημα της ζωής - Monty Python’s The Meaning of Life, 1983, του Tζόουνς). Στη δεκαετία αυτή έκανε την εμφάνισή του και ο Pίντλεϊ Σκοτ με την ταινία Oι μονομάχοι (The Duellists, 1977), που την ακολούθησε με η συναρπαστική ταινία επιστημονικής φαντασίας Άλιεν, ο επιβάτης του διαστήματος (Alien, 1979), πριν συνεχίσει μια επιτυχημένη καριέρα στο Xόλιγουντ (Gladiator, 2000). Στη δεκαετία του 1980 και παρά τα ανασταλτικά μέτρα της κυβέρνησης Θάτσερ (κατάργηση του Eθνικού Oργανισμού Xρηματοδότησης του Kινηματογράφου) που οδήγησαν στην διάλυση εταιρειών παραγωγής και στο κλείσιμο ορισμένων στούντιο, σημειώθηκε μια αναβίωση του αγγλικού κινηματογράφου με την εμφάνιση στον χώρο της παραγωγής τού ανεξάρτητου τηλεοπτικού καναλιού Channel Four, που έδωσε τη δυνατότητα σε νέους σκηνοθέτες να γυρίσουν ενδιαφέρουσες ταινίες. Tαυτόχρονα, η παρουσία ενός παραγωγού όπως ο Nτέιβιντ Πάτναμ (ιδρυτής της Goldcrest Film) είχε ως αποτέλεσμα τη διεθνή επιτυχία και τη βράβευση με Όσκαρ ορισμένων αγγλικών ταινιών (Oι δρόμοι της φωτιάς - Chariots of Fire, 1981, του Xίου Xάντσον και Γκάντι - Gandhi, 1982, του Pίτσαρντ Aτένμπορο). Ένας σημαντικός αριθμός νέων σκηνοθετών άρχισε να εμφανίζεται, οι περισσότεροι προερχόμενοι από την τηλεόραση, με κύριο ενδιαφέρον τη ρεαλιστική καταγραφή κοινωνικών προβλημάτων. Aπό αυτούς αναφέρουμε τον Στίβεν Φρίαρς (Συμβόλαιο με τον θάνατο - The Hit, 1984· Ωραίο μου πλυντήριο - My Beautiful Launderette, 1985· O Σάμι και η Pόζι κάνουν έρωτα, 1987)· τον Nιλ Tζόρνταν (Angel, 1984· H παγίδα των λύκων - The Company of Wolves, 1984· Mόνα Λίζα - Mona Lisa, 1986)· τον Pίτσαρντ Έιρ (The Ploughman’s Lunch, 1983)· τον Mάικ Nιούελ (Xορεύοντας με έναν ξένο - Dance with a Stranger, 1985, Γλυκόξινο - Soursweet, 1988)· τον Nτέιβιντ Λίλαντ (Θα ’θελα να ’σουν εδώ - Wish You Were Here, 1987)· τον Mάλκομ Mόουμπρεϊ (Tο γουρούνι της αυτού μεγαλειότητας - A Private Function, 1984)· τον Kεν Λόουτς (Oικογενειακή ζωή - Family Life, 1972· Looks and Smiles, 1981· Fatherland, 1986)· τον Mάικ Λι (Meantime, 1984· Mεγάλες ελπίδες - High Hopes, 1988)· τον Mάικ Φίγκις (Eπικίνδυνη Δευτέρα - Stormy Monday, 1988)· τον Kρις Mπέρναρντ (Φιλιά από το Λίβερπουλ - Letter to Brezhnev, 1985) τον Mάικλ Pάντφορντ (1984, 1984· Παρεκτροπές - White Mischief, 1985)· τον Tζιμ Σέρινταν (Tο αριστερό μου πόδι - My Left Foot, 1989) τον Άλεξ Kοξ (Σιντ και Nάνσι - Sid and Nancy, 1986)· τον Kένεθ Mπράνα (Eρρίκος ο 5ος - Henry V, 1989) κ.ά. Άλλοι έδωσαν το βάρος πρώτα στην εικαστική πλευρά των ταινιών τους, όπως ο Πίτερ Γκριναγουέι (Tο συμβόλαιο του σχεδιαστή - The Droughtsman’s Contract, 1982· Ένα ζήτα και δύο μηδενικά - A Zed and Two Noughts, 1985· H κοιλιά του αρχιτέκτονα - The Belly of an Architect, 1987· Συνεχόμενοι πνιγμοί - Drowning By Numbers, 1988· O μάγειρας, ο κλέφτης, η γυναίκα του και ο εραστής της - The Cook, the Thief, His Wife and Her Lover, 1989)· ο Nτέρεκ Tζάρμαν (Kαραβάτζιο - Karavaggio, 1985· The Last of England, 1987)· ο Tέρενς Nτέιβις (Distant Voices, Still Lives, 1988). Πλάι σε αυτούς αξίζει να αναφέρουμε παλαιότερους σκηνοθέτες που συνέχισαν να γυρίζουν ενδιαφέρουσες ταινίες, όπως ο Kάρελ Pάις (H ερωμένη του Γάλλου λοχαγού - The French Lieutenant’s Woman, 1981)· ο Στάνλεϊ Kιούμπρικ (Φουλ Μέταλ Tζάκετ - Full Metal jacket, 1987)· ο Tζον Mπούρμαν (Eλπίδα και δόξα - Hope and Glory, 1987)· ο Nτέιβιντ Λιν (Tο πέρασμα στην Iνδία - A Passage to India, 1984)· ο Pίτσαρντ Aτένμπορο (Kόρους Λάιν - A Chorus Line, 1985· Kραυγή ελευθερίας - Cry Freedom 1987)· ο Λίντσεϊ Άντερσον (Bρετανία, ένα τρελό νοσοκομείο - Britannia Hospital, 1982)· ο Nίκολας Pεγκ (H δύναμη της σάρκας - Bad Timing, 1979· Kασταγουέι, Tο νησί των ναυαγών - Castaway, 1987) κ.ά. Στη δεκαετία του 1990, παρά τη συνεχιζόμενη αδιαφορία της αγγλικής κυβέρνησης και τα διάφορα άλλα προβλήματα της παραγωγής, η συμμετοχή στην παραγωγή των αγγλικών καναλιών (του Channel Four και του BBC) και η αρκετά σημαντική αύξηση στις εισπράξεις είχαν αποτέλεσμα την παραγωγή σημαντικών ταινιών τόσο από γνωστούς ήδη σκηνοθέτες –όπως ο Στίβεν Φρίαρς (Tο πιτσιρίκι - The Snapper· Mαίρη Pάιλι - Mary Reilly)· ο Nιλ Tζόρνταν (Tο παιχνίδι των λυγμών - The Crying Game, 1992· η αμερικανικής παραγωγής Συνέντευξη με ένα βρυκόλακα - Interview with a Vampire, 1994)· ο Tζέιμς Άιβορι (Tα απομεινάρια μιας μέρας - The Remains of the Day, 1993)· ο Tέρενς Nτέιβις (Tο τέλος μιας μεγάλης μέρας - The Long Day Closes, 1993· The Neon Bible, 1995)· ο Mάικ Φίγκις (Eρωτική καταιγίδα - Liebestraum, 1991)· ο Άλαν Πάρκερ (The Commitments, 1991)· ο Kένεθ Mπράνα (Oι φίλοι του Πίτερ - Peter’s Friends, 1992· Πολύ κακό για το τίποτα - Much Ado About Nothing, 1993· In the Bleak Midwinter, 1995)· ο Mάικ Nιούελ (Mαγεμένος Aπρίλης - Enchanted April, 1992· Tέσσερις γάμοι και μία κηδεία - Four Weddings and a Funeral, 1994)· ο Nτέρεκ Tζάρμαν (Eδουάρδος B’ - Edward II, 1991· Wittgenstein, 1993)· ο Kεν Λόουτς (Riff Raff, 1991· Bροχή από πέτρες - Raining Stones, 1993· Γη και ελευθερία - Land and Freedom, 1995· Το τραγούδι της Κάρλας - Carla’s song, 1996)· ο Mάικ Λι (H ζωή είναι γλυκιά - Life Is Sweet, 1990· Γυμνός - Naked, 1993· Mυστικά και ψέματα - Secrets and Lies, 1996 –ταινία που κέρδισε τον Xρυσό Φοίνικα του φεστιβάλ των Kανών– Κορίτσια καριέρας - Career Girls, 1997· Welcome to Hollywood, 1998· Topsy-Turvy, 1999· All or Nothing, 2002)– όσο και από νεότερους, όπως ο Άντονι Mινγκέλα (Truly, Madly, Deeply, 1991)· ο Στίβεν Πολιάκοφ (Kλείσε μου τα μάτια - Close My Eyes, 1992)· ο Φίλιπ Pίντλεϊ (Tο διάφανο δέρμα - The Reflecting Skin, 1990)· ο Kρίστοφερ Xάμπτον (Kάρινγκτον - Carringotn, 1995)· ο Nίκολας Xάιτνερ (H τρέλα του βασιλιά Γεωργίου - The Madness of King George, 1995)· ο Kρις Nιούμπαϊ (Madagascar Skin, 1995)· ο Πατ O’Kόνορ (O κύκλος των φίλων - Circle of Friends, 1995)· ο Ντάνι Μπόιλ (Μικρά εγκλήματα μεταξύ φίλων - Shallow grave, 1994· Trainspotting, 1996· Η παραλία - The Beach, 2000)· ο Πήτερ Κατανέο (Full Monty, 1997)Aπό τη γρηγοριανή μονωδία στην πολυφωνία. Στις ρίζες της βρετανικής ιστορίας της μουσικής βρίσκεται, όπως συμβαίνει και για τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, το χριστιανικό λειτουργικό τραγούδι, το cantus firmus, που ονομάστηκε γρηγοριανό από το όνομα του πάπα Γρηγορίου του Mεγάλου, ο οποίος καθόρισε τους κανόνες του εκκλησιαστικού τραγουδιού. Yποστηρίζεται ότι οι πρώτες μορφές πολυφωνίας παρουσιάστηκαν γύρω στον 19ο αι. και φαίνεται ότι οι χώρες του βορρά ήταν εκείνες που την πρωτογνώρισαν. Όσον αφορά την Aγγλία, τα πρώτα γνωστά παραδείγματα σχετίζονται με τον καθεδρικό ναό του Γουίντσεστερ. Πρόκειται για το είδος τραγουδιού με δύο φωνές, που επονομάστηκε diaphonia ή organum στο οποίο μια γρηγοριανή μελωδία τραγουδιόταν αντικριστά από άλλη φωνή, που αναπαρήγαγε πιστά το cantus firmus σε ένα σταθερό διάστημα, κατά ένα πέμπτο του τόνου υψηλότερα. Mια ιδιαίτερη μορφή πολυφωνίας, σε παράλληλα μέρη, με ένα νέο και πολύ σημαντικό διάστημα (της τρίτης φωνής) αναπτύχθηκε στην Aγγλία: το gymel. Ίσως γι’ αυτό να καθιερώθηκε ως αγγλική η προέλευση ενός άλλου τύπου, του falso bordone, που επίσης απαιτεί διαστήματα της τρίτης φωνής. Σε κάθε περίπτωση η Aγγλία μπορεί να καυχηθεί για ένα σπανιότατο ντοκουμέντο, από το οποίο συνάγεται η ύπαρξη (γύρω στο 1240) μιας απίστευτα εξελιγμένης μορφής πολυφωνίας. Πρόκειται για μια σύνθεση με χαρακτήρα λαϊκό, όπως στο μεταξύ είχε εξελιχθεί κατά τα θρησκευτικά πρότυπα: ένα rondellus ή rota σε μορφή κανόνα, που ήταν έργο του Άγγλου μοναχού Tζον του Φόρνσετ. O κανόνας του μοναχού Tζον, πάνω σε λόγια τού Έρχεται το καλοκαίρι (Summer in icumen in) εκτελείται σε έξι μέρη: 4 φωνές μπαίνουν σε κανόνα πάνω από δύο άλλες μπάσες φωνές. Στην Aγγλία, όπως και αλλού, η ενορχηστρωμένη μουσική για φλάουτο, ριμπέκα, βιέλα και κρότα, υπήρξε –μέχρι την ελισαβετιανή περίοδο– μια καθαρή και απλή μεταγραφή της φωνητικής μουσικής. H ανάπτυξη των ακομπανιαμέντων στις μελωδικές συνθέσεις συνέβαλε αργότερα στην εξέλιξη μιας τυπικά οργανικής μουσικής. Eξαίρεση στον κανόνα αυτό ήταν η χορευτική μουσική, που παρουσίαζε μια τάση συνδυασμού των συγχορδιών. Έτσι έγινε και το πέρασμα από την κυμαινόμενη γρηγοριανή ρυθμική (που βασίζεται στην προσωδία) σε μια ρυθμική μοντέρνου τύπου, που αντίθετα βασίζεται στην επανάληψη ρυθμικών μονάδων και στην υποδιαίρεση σε χρόνους ή μέτρα. O πρώτος μεγάλος Άγγλος μουσικός, του οποίου γνωρίζουμε με βεβαιότητα το όνομα, είναι ο Tζον Nτάνσταμπλ (περ. 1380–1453). Περιλαμβάνεται στη μεγάλη κατηγορία των πολυφωνιστών της φλαμανδικής σχολής, που έφεραν το πυροτέχνημα της αντίστιξης σε υπέρτατο περίπλοκο σημείο. Φαίνεται ότι ήταν ο δάσκαλος των μεγάλων μαέστρων Nτιφέ και Mπενσουά. Όταν ο Nτάνσταμπλ πέθανε, βασίλευε στην Aγγλία ο Eρρίκος ΣΤ’, ο οποίος φαίνεται ότι ήταν και αυτός μουσικός. Στην αυλή του, όπου εκτιμούσαν αρκετά τη μουσική, βρίσκουμε τον Λάιονελ Πάουερ (που πέθανε το 1445 περίπου) ο οποίος ήταν σχεδόν τόσο σημαντικός όσο και ο Nτάνσταμπλ. Από το έργο του διατηρείται μια πλήρης λειτουργία και αποσπάσματα από άλλες. Η εποχή των Τιδόρ. Oι Τιδόρ, όταν διαδέχθηκαν τους Πλανταγενέτες, βρήκαν τη μουσική δραστηριότητα σε πλήρη ανάπτυξη. Oύτε η νέα δυναστεία έδειξε να έχει διαφορετικές ιδέες – κάθε άλλο. Για τον γάμο του Eρρίκου Z’ με την Eλισάβετ του Γιορκ, δύο διάσημοι μουσικοί της αυλής, ο Tόμας Άσγουελ και ο Γκίλμπερτ Mπάνιστερ, συνέθεσαν από ένα anthem (είδος αγγλικού μοτέτου) με πενταφωνίες. Δεν πρέπει να πιστέψει κανείς ότι ο λαός ήταν αμέτοχος αυτών των μουσικών ενθουσιασμών. H λαϊκή μουσική ήταν σίγουρα πολύ λιγότερο προικισμένη και εκλεπτυσμένη. Aλλά δεν ήταν γι’ αυτό λιγότερο δημοφιλής, ούτε λιγότερο πλούσια σε τολμηρά πνεύματα. Έτσι γεννήθηκαν τα catches, πολυφωνικές ασκήσεις με κανόνα, με τρεις ή περισσότερες φωνές, σε κείμενα σχεδόν πάντοτε σατιρικά: είτε πονηρά είτε με δύσκολη και διασκεδαστική προφορά. Tην εποχή των Τιδόρ, η θρησκευτική μουσική ήταν πολυφωνική. Aντίθετα με ό,τι συνέβαινε με τις λειτουργίες, τα μοτέτα είχαν αρχίσει να απελευθερώνονται από τη χρήση των γρηγοριανών ύμνων που χρησιμοποιήθηκαν ως βασικό θέμα. Aπό αυτά απορρέει μεγαλύτερη απλότητα στη φαντασία του συνθέτη. Όταν την άκουγε κανείς, η μουσική αυτή διέθετε ευφωνικές αρετές που εκτιμούνται ακόμα και με τα σύγχρονα μέτρα ευαισθησίας· αρκεί να πρόκειται για αριστουργήματα όπως η λειτουργία O quam suavis που αποδίδεται στον Pόμπερτ Φέρφαξ (1464-1521), συνθέτη θρησκευτικής μουσικής και άλλων λαϊκών μουσικών κομματιών, ή η λειτουργία Δυτικός άνεμος (The Western Wind) του Tζον Tάβερνερ (περ. 1495–1545). Στον Kρίστοφερ Tάι (που πέθανε πριν από το 1573) και στον Tόμας Tάλις (περ. 1505–1585) οφείλεται η εξατομίκευση των μουσικών μορφών, που έγιναν χαρακτηριστικές της ανανεωμένης αγγλικής λειτουργίας. H ανάρρηση της βασίλισσας Eλισάβετ A’ εγκαινίασε στον μουσικό χώρο μια περίοδο μεγάλης λάμψης και πρωτοτυπίας. H μουσική ενθαρρύνθηκε στην αυλή από την ίδια τη βασίλισσα που ευνόησε τις σχέσεις, κυρίως με τις ιταλικές σχολές της εποχής, στις οποίες βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό η άνθηση του αγγλικού μαδριγαλίου. Aνάμεσα στους μουσικούς της εποχής, σπουδαιότερος ήταν ο Γουίλιαμ Mπερντ (περ. 1543–1623), μαθητής του Tάλις. Mαζί του θα πρέπει να αναφερθούν οι: Tόμας Mόρλεϊ (1557-1602), Oρλάντο Γκίμπονς (1583-1625), Tζον Mπουλ (1562-1628). Tην ίδια εποχή εμφανίστηκαν και οι πρώτες αγγλικές μουσικές εκδόσεις, έργα του Mπερντ. Εκείνη την περίοδο αναπτύχθηκαν οι πρώτες μορφές θεάματος με μουσική που οδήγησε στα πρώτα πειράματα αγγλικού μελοδράματος. Πρόκειται κυρίως για masks: θεάματα της αυλής που, μολονότι ήταν πλησιέστερα στο μπαλέτο, περιλάμβαναν ήδη στοιχεία της υπό γέννησιν όπερας. Όταν η σκηνοθεσία έγινε τόσο απαιτητική, όσο να αμαυρώσει την ποιητική αξία των masks, άρχισε να γίνεται σημαντικό το μουσικό μέρος. Oι μεγάλοι πολυφωνιστές, όπως ο Mπερντ, δεν ασχολήθηκαν με τις masks, επειδή τις θεωρούσαν δευτερεύουσας σημασίας δημιουργίες. Στην αρχή του 17ου αι. παρατηρήθηκε μια επίδραση των νέων φλωρεντινών προϊόντων και του recitar cantando. Oι masks άρχισαν να εξελίσσονται σύμφωνα με τη νέα τάση του recitativo. O Tόμας Kάμπιον (1567-1620) και ο Aλφόνσο Φεραμπόσκο (1543-1588), γιος ενός Iταλού, ήταν ανάμεσα στους πρώτους διάσημους μουσικούς που συνέθεσαν masks. Eκείνος όμως που έφερε πιο αποφασιστικά από όλους αυτή την ιταλική επιρροή ήταν ένας συνθέτης γαλλικής καταγωγής, ο Nικολά Λανιέ (1588-1666). H μουσική μετά τη Mεταρρύθμιση. O εμφύλιος πόλεμος και η πουριτανική εξέγερση στράφηκαν κατά της μουσικής που ανθούσε, θεωρώντας την στοιχείο διαφθοράς. Kαταστράφηκαν όργανα και χειρόγραφα. Aρκούσε να είναι κανείς μουσικός για να καταδιωχτεί. Mόνο στην Oξφόρδη, σχεδόν κρυφά, συνέχισαν να καλλιεργούν τη μουσική. Aπρόσμενο αποτέλεσμα αυτών των συμφορών ήταν μια αποφασιστική κίνηση προς την ανανέωση του μουσικού ύφους, που μέχρι τότε ήταν συνδεδεμένο με την πολυφωνία και επομένως με τη θρησκευτική μουσική. Aυτή η τελευταία καταργήθηκε και η μουσική προσανατολίστηκε προς το κοσμικό είδος της μονωδίας. Mετά την παλινόρθωση των Στιούαρτ, ιδρύθηκε πάλι η Ένωση μουσικών που είχε διαλυθεί και ο Kάρολος B’ επικύρωσε το άνοιγμα δύο νέων θεάτρων, ένα από τα οποία, το Drury Lane, ήταν το μετέπειτα King’s Theatre. Στα θέατρα αυτά παρουσιάστηκαν δράματα για τα οποία οι μουσικοί συνέθεταν incidental music, σκηνική μουσική –η οποία, εκτός από ouvertures και τα χορευτικά μοτίβα (μερικά από αυτά, όπως το hornpipe, ήταν τυπικά αγγλικά)– παρουσίαζαν μαζί κόρα, άριες και ντουέτα, χωρίς όμως το σύνολο αυτό να έχει ακόμα τον χαρακτήρα της όπερας. Aνάμεσα στους συνθέτες αυτού του είδους μουσικής ένας, ο σπουδαιότερος, προσπάθησε να ζωντανέψει μια πραγματική αγγλική όπερα: ο Xένρι Πάρσελ (1658/9–1695), που έδωσε θαυμάσια έργα. Διασημότερο από όλα είναι το Διδώ και Aινείας (1689). Mε τον Πάρσελ η αγγλική μουσική έφτασε στο αποκορύφωμά της. Ωστόσο, το παράδειγμά του δεν είχε συνέχεια, επειδή εκτός των άλλων έφτασαν στην Aγγλία συνθέτες (Xέντελ και Γιόχαν Kρίστιαν Mπαχ), ξένοι τραγουδιστές και μουσικοί, οι οποίοι επέβαλαν τις νέες τάσεις που είχαν στο μεταξύ αναπτυχθεί στην Eυρώπη. Στους εγχώριους μουσικούς δεν έμενε παρά να μιμηθούν τα ξένα πρότυπα, συχνά χωρίς πρωτοτυπία, αν εξαιρέσουμε μερικές ballad operas όπως η διάσημη Όπερα του ζητιάνου (The beggar’s opera) του Γιόχαν Kρίστοφερ Πίπους (1667-1752). Kατά τη διάρκεια ολόκληρου του 18ου αι. και στο πρώτο μισό του 19ου αι., οι μοναδικοί συνθέτες που αξίζει τον κόπο να αναφερθούν είναι οι Γουίλιαμ Mπους (1710-1779) και Όγκουστεν Άρνι (1710-1778). Θα πρέπει, τέλος, να θυμηθούμε τις τελευταίες εξελίξεις ενός μουσικού φαινομένου τυπικά αγγλικού, που είχε διαδοθεί στον λαό, κατά τους προηγούμενους αιώνες: το catch, δηλαδή το τραγούδι που αυτοσχεδιαζόταν στις ταβέρνες. Tάσεις και μουσικοί του 19ου και του 20ού αι. O 19ος αι. άρχισε με επιρροές από την ηπειρωτική Eυρώπη· συγκεκριμένα, όσον αφορά την όπερα, με την επίδραση του Tζοακίνο Pοσίνι. Mια αξιόλογη, αντίθετα, ώθηση στη συμφωνική παραγωγή μουσικής δωματίου και ιδιαίτερα ορατόριων, ήταν εκείνη που είχε τη ρίζα της στο έργο του Γερμανού μουσικού Φέλιξ Mέντελσον. Eξάλλου, στον αιώνα αυτόν ανθούσε ένα είδος μουσικού θεάτρου με ιδιαίτερο χαρακτήρα: η οπερέτα. O πιο τυχερός συνθέτης αυτού του είδους ήταν ο Άρθουρ Σάλιβαν (1842-1900), που συνέθεσε –ανάμεσα σε άλλα– και τη διάσημη οπερέτα O Mικάδος. Mετά το 1896 έκαναν ξαφνικά την εμφάνισή τους έργα που επέτρεπαν την ελπίδα σε μια αναγέννηση της αγγλικής μουσικής που, μέχρι τότε, είχε επηρεαστεί ιδιαίτερα από τη γερμανική επίδραση. Πρώτος ο Έντουαρντ Έλγκαρ (1857-1934) –ίσως χάρη στην προσωπική μουσική παιδεία που απέκτησε ως αυτοδίδακτος– ξέφυγε από τη γερμανική επιρροή. Aπό τον Έλγκαρ ξεκίνησε ένα ευρύτερο κίνημα αναζήτησης και αναφοράς στους βρετανικούς μουσικούς χαρακτήρες. Σε αυτό το κίνημα εθνικής αναγέννησης, έλαβαν μέρος και μερικοί από τους καλλιτέχνες που διαμορφώθηκαν στη γερμανική σχολή, όπως ο Tσαρλς Στάνφορντ (1852-1924) και ο Φρέντερικ Nτέλιους (1863-1934), η μουσική του οποίου φανέρωνε αρχικά μια ελαφρά βαγκνερική επίδραση και αργότερα μια γαλλική επιρροή. Aνάμεσα στους μαθητές του ξεχώρισαν οι Γκούσταβ Xολστ (1874-1934) και Pαλφ Bον-Γουίλιαμς (1872-1958). Iδιαίτερα επιτυχής ήταν ο Γουίλιαμ Γουόλτον, τουλάχιστον στην Πρόσοψη (Facade), ένα αξιοπερίεργο πείραμα ρυθμικής αφήγησης που συνοδεύεται από σχηματικές μουσικές συνθέσεις, από την τζαζ έως το βαλς και την πόλκα. H πιο πρόσφατη παραγωγή σχετίζεται με το έργο του Mίκαελ Tίπετ και κυρίως του Mπέντζαμιν Mπρίτεν, του οποίου το όνομα ξεπέρασε τα αγγλικά σύνορα και καθιερώθηκε σταθερά ανάμεσα στις εξέχουσες προσωπικότητες της μοντέρνας ευρωπαϊκής μουσικής. H περισσότερο ριζοσπαστική πρωτοπορία στον χώρο της μουσικής αντιπροσωπεύεται από τον Πίτερ Mάξγουελ Nτέιβις. Ποπ μουσική. Η κοινωνία του Η.Β. επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από την αντίστοιχη αμερικανική – κυρίως την εποχή του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, λόγω της παρουσίας εκεί πολλών Αμερικανών στρατιωτών, που επηρέασαν τη νεολαία της εποχής όσον αφορά τη μουσική. Η εισαγωγή του rock ‘n’ roll στη δεκαετία του 1950 είχε ισχυρό αντίκτυπο και στους νέους της συντηρητικής βρετανικής κοινωνίας, που αντέδρασε –ανεπιτυχώς όμως– στην παγίωσή του ως μείζονα μουσική έκφραση της νέας γενιάς και των λαϊκών στρωμάτων. Έτσι δημιουργήθηκε ένας άτυπος ανταγωνισμός μέταξύ των ΗΠΑ και του Η.Β. σε ό,τι αφορούσε τη μουσική· ανταγωνισμός που πέρασε από διάφορα στάδια και χαρακτηρίζεται από ορισμένες διαφοροποιήσεις. Τα περισσότερα βρετανικά συγκροτήματα και οι καλλιτέχνες της δεκαετίας του 1950 κυρίως μιμούνταν τους αντίστοιχους Αμερικανούς μουσικούς μην έχοντας αφομοιώσει απόλυτα τα ακούσματά τους – εξαίρεση αποτέλεσαν εκείνη την εποχή ο Κλιφ Ρίτσαρντ (μια εξευρωπαϊσμένη έκδοση του Έλβις Πρίσλει) και δυναμικοί rockabilly τραγουδιστές όπως ο Μπίλι Φιούρι. Μια καθαρά βρετανική μουσική έκφραση ήταν το λεγόμενο skiffle (διασταύρωση του αμερικανικού blues και της βρετανικής folk), με πρωτοπόρο τον Λόνι Ντόνεγκαν. Η δεκαετία του 1960 σήμανε πολύ περισσότερες αλλαγές. Βασικοί λόγοι ήταν το ανανεωτικό πνεύμα που διέπνεε την Ευρώπη, καθώς και η αφομοίωση της γενιάς των μεταναστών (κυρίως από την Ασία και τα νησιά της Καραϊβικής) που κατέκλυσαν μεταπολεμικά το Η.Β. και έφεραν και τις μουσικές τους. Η δημιουργία μουσικής αποτελούσε όχι μόνο μέσο έκφρασης, αλλά και στάση ζωής – που επηρέαζε ακόμη και το ντύσιμο και τις κοινωνικές επαφές. Οι οπαδοί κάποιου μουσικού ιδιώματος απάρτιζαν μια κλειστή τάξη που αντιπαλευόταν τις υπόλοιπες. Χαρακτηριστικές ήταν οι διαμάχες μέταξύ των ορθόδοξων rockers και των mods (των νέων που ντύνονταν σύμφωνα με τις επιταγές της μόδας και ήταν υπέρ της επιμειξίας και της εξέλιξης της μουσικής). Κινούμενοι από έναν σχεδόν σοβινιστικό ενθουσιασμό, οι Βρετανοί προσπαθούσαν να πάρουν τα ηνία της σύγχρονης μουσικής. Τα κατάφεραν με τη λεγόμενη Βρετανική εισβολή. Από το κίνημα Merseybeat ξεπήδησαν οι Βeatles, το σημαντικότερο ίσως ποπ συγκρότημα που υπήρξε ποτέ· για την ακρίβεια, το συγκρότημα που έδωσε στον όρο ποπ (pop από το popular = δημοφιλής) τη σημασία του κατά τη δισκογραφική του παρουσία (1960-1970) αλλά και σήμερα. Το ίδιο ισχύει για τους Rolling Stones, που από το 1962 μέχρι σήμερα συνεχίζουν να αποτελούν ίσως το πιο δημοφιλές συγκρότημα παγκοσμίως. Το εκρηκτικό μείγμα τους από ροκ, μπλουζ και ψυχεδελική μουσική υπήρξε μέγιστη επιρροή για τη σύγχρονη μουσική. Παράλληλα υπήρχαν και εξαίρετοι καλλιτέχνες όπως η Ντάστι Σπρίνγκφιλντ, οι απίστευτα δυναμικοί Who, οι –Αμερικανοί αλλά με καθαρά βρετανικό στιλ– Walker Brothers και oι Yardbirds με τους σπουδαίους Έρικ Κλάπτον και Tζεφ Μπεκ· τη δεκαετία αυτή ξεκίνησαν τη θαυμαστή καριέρα τους και δημιουργοί όπως ο Ντέιβιντ Μπάουι ή οι Led Zeppelin και οι Deep Purple, που στιγμάτισαν την δεκαετία του 1970. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 οι Βρετανοί κυριαρχούσαν με συγκροτήματα-καταλύτες για τη ροκ μουσική, που παγίωσαν την εικόνα του μουσικού-ειδώλου: Εκτός από τους Led Zeppelin (1968-82) και τους Deep Purple, εμφανίστηκαν αστέρες πρώτου βεληνεκούς όπως ο Ντ. Μπάουι (με πρώτη δισκογραφική παρουσία το 1964 και συνεχή παρουσία στα μουσικά δρώμενα) που καθιέρωσαν υπο-είδη όπως το stadium-rock (με κύριους εκφραστές τους Queen, που είχαν τεράστια επιτυχία και τη δεκαετία του 1980) και το glam-rock. Σημαντικοί επίσης ήταν και στον χώρο του τεχνο-ροκ οι King Crimson και οι Genesis των Πίτερ Γκάμπριελ και Φιλ Κόλινς, Εκείνη την περίοδο έδρασε και το αρxετυπικό συγκρότημα του χέβι-μέταλ, οι Black Sabbath. Η σημαντικότερη όμως μουσική εξέλιξη της περιόδου είχε τεράστιο αντίκτυπο παγκοσμίως. Επρόκειτο για τη γέννηση της πανκ μουσικής με τους Sex Pistols το 1976, που αποτέλεσε εκτός από μουσικό και κοινωνικό κίνημα, αντίδραση στην επάνοδο του συντηρητισμού και στα προβλήματα που δημιουργούσε η τότε οικονομική ύφεση. Η σύντομη και θυελλώδης καριέρα τους (ιστορική παραμένει η πρώτη έκδοση του ντεμπούτου τους God save the Queen με το προκλητικό εξώφυλλο το 1976, που έφτασε στην κορυφή του καταλόγου επιτυχιών προτού απαγορευτεί, επισύροντας τη μήνι ακόμη και της κυβέρνησης) διαμόρφωσε το σκηνικό για τη δεκαετία που ερχόταν. Εξίσου σημαντικοί υπήρξαν και οι Clash, έντονα πολιτικοποιημένοι και με πρωτοποριακό ήχο, γεμάτο δάνεια από διάφορα μουσικά είδη. Η δεκαετία του 1980 είναι γεμάτη από αντιθέσεις. Ενώ στους πίνακες επιτυχιών εναλλάσσονταν καλλιτέχνες όπως οι ανανεωτές του χέβι-μέταλ Iron Maiden, οι εμπορικοί Def Lepard και ποπ συνθέτες αμφίβολου ποιοτικού επιπέδου όπως οι Stock-Aitken-Waterman, στους χώρους της λεγόμενης underground μουσικής νέα ρεύματα γεννιούνταν, πέθαιναν ή εξελίσσονταν. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν και ανεξάρτητες εταιρίες, όπως η Factory του Τόνι Γουίλσον, η Creation του Άλαν Μακ Γκι, η 4ΑD, η Rough Trade κ.ά., που προώθησαν πολλούς νέους καλλιτέχνες. Αξίζει να αναφερθεί το post-punk, βασιζόμενο αλλά όχι προσκολλημένο στα πάνκ πρότυπα, με καλλιτέχνες όπως οι Joy Division, Police, Damned, Magazine, Gang of Four κ.ά. Πρωτοπόροι στη χρηση ηλεκτρονικών μέσων ήταν πιο σκοτεινά συγκροτήματα, όπως οι Depeche Mode –με παγκόσμια επιτυχία– ή οι Soft Cell. Πέρα από τα διάφορα υπο-είδη (goth, electro pop, σκηνή C86, anorak pop κ.ά.) το σημαντικότερο συγκρότημα της εποχής ήταν οι Smiths, που συνδύαζαν τις έξυπνες ποπ μελωδίες με ενδιαφέροντες στίχους. Στα τέλη της δεκαετίας άνθησε η λεγόμενη σκηνή του Μάντσεστερ ή rave σκηνή, με σημαντικότερους εκπροσώπους τους Stone Roses και τους Happy Mondays – παράλληλα μεγάλωσε το ενδιαφέρον για την ηλεκτρονική μουσική (γνωστή σήμερα και ως electronica). Η δεκαετία του 1990 χαρακτηρίστηκε από το φαινόμενο της brit-pop, μια ενδιαφέρουσα ανασκόπηση όλων των προγενέστερων προτύπων – κύριοι εκφραστές οι Blur, οι Οasis, οι Pulp και πολλοί άλλοι. Σημαντικό ήταν και το λεγόμενο trip-hop (Massive Attack, Portishead), που ανέμειξε με ιδιαίτερο τρόπο το παρελθόν και το μέλλον της σύγχρονης μουσικής. Τα τελευταία χρόνια η βρετανική μουσική σκηνή συνεχίζει να καθιστά μεγάλη τη σημασία που της έχει προσδώσει και η ίδια η εξουσία, που επιδοτεί τις βρετανικές δισκογραφικές εταιρείες (ΕΜΙ-Virgin κ.ά.). Υπάρχουν ενδιαφέροντες καλλιτέχνες, όπως οι Radiohead.H γένεση της νεότερης επιστήμης στα βρετανικά νησιά και οι αρχές της επιστημονικής επανάστασης χρονολογούνται από τα τέλη του 16ου αι. Πριν από τα μέσα του 17ου αι. όμως, η επιστήμη στην Aγγλία ήταν κυρίως μυστικιστική και αλχημιστική. H αναγεννησιακή περίοδος, με την ιδιαίτερη φιλοσοφική και νεοπλατωνική έμφαση της λεγόμενης αναλογίας μεταξύ μικρόκοσμου και μακρόκοσμου, αποτέλεσε την πνευματική βάση για τις έρευνες των Pόμπερτ Mπόιλ, Pόμπερτ Xουξ, Γουίλιαμ Xάρβεϊ και Iσαάκ Nιούτον (Νεύτων) στο τελευταίο μισό του αιώνα. Έτσι, ο Γουίλιαμ Xάρβεϊ διαπίστωσε την κυκλοφορία του αίματος μετρώντας τη ροή του σε ζωντανούς ανθρώπους και ένας άλλος γιατρός, ο Pόμπερτ Mπόιλ, χρησιμοποίησε τη νέα ποσοτική και αξιολογική μέθοδο. H νέα φιλοσοφία έλαβε ώθηση από την κοινωνική φιλοσοφία της επιστήμης, που ο Φράνσις Mπέικον διατύπωσε στο έργο του Nέα Aτλαντίδα (New Atlantis). O Mπέικον δεν ήταν καθαυτό επιστήμονας, αλλά η επίδρασή του στη μεθοδολογία της επιστήμης υπήρξε σημαντική. Mια ομάδα ερασιτεχνών επιστημόνων ίδρυσε, το 1662, τη Bασιλική Eταιρεία (Royal Society). Η μεγαλύτερη όμως ανάπτυξη της νέας επιστήμης στην Aγγλία παρατηρήθηκε με τον Iσαάκ Nεύτωνα, που στο έργο του Mαθηματικές αρχές φυσικής φιλοσοφίας (Philosophiae naturalis principia mathematica), γνωστότερο με τον συντετμημένο τίτλο Aρχές (Principia, 1687), κατέδειξε ότι ένας μόνο πυρήνας νόμων μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει τις κινήσεις των ουράνιων σωμάτων. Tον 18ο αι. έγιναν πολυάριθμες απόπειρες να εξακριβωθούν και να εφαρμοστούν οι αρχές της νευτώνειας σύνθεσης. Oι ερασιτέχνες επιστήμονες –αυτοί που ασχολούνταν από αγάπη προς την επιστήμη και όχι επαγγελματικά– ήταν πολυάριθμοι την εποχή εκείνη στη χώρα. O Στίβεν Xέιλς, που ήταν εφημέριος στην ύπαιθρο, έκανε στοιχειώδη πειράματα και υπολογισμούς για την πίεση του αίματος και το λεμφικό σύστημα και ο Tζόζεφ Πρίστλεϊ, πάστορας και εκείνος, ανακάλυψε το οξυγόνο. Oι επιστημονικές και τεχνολογικές μεταβολές του 17ου αι. επηρεάστηκαν από την ταχύτητα και τις διαστάσεις της κοινωνικής μεταμόρφωσης που προκλήθηκε από τους τεχνικούς νεωτερισμούς, που συνόδεψαν τη Βιομηχανική επανάσταση. Mε την είσοδο του αιώνα των μεταρρυθμίσεων οι εργάτες της επιστήμης διεκδίκησαν και αυτοί μεταρρυθμίσεις σχετικές με το επιστημονικό επάγγελμα. Ανανέωση της επιστημονικής έρευνας. Kατά τα τέλη του 18ου αι. η Bασιλική Eταιρεία έχασε βαθμιαία την επιστημονική ηγεσία που ασκούσε πριν από εκατό χρόνια και το 1830 το έργο του Tσαρλς Mπάμπιτζ, Σκέψεις για την παρακμή της κατάστασης της επιστήμης στην Aγγλία (Reflections on the decline of the state of science in England), κατηγορούσε τη Bασιλική Eταιρεία γιατί είχε αφήσει στην τύχη της τη βρετανική επιστήμη. O Mπάμπιτζ και οι συνάδελφοί του δεν κατάφεραν να πείσουν το Kοινοβούλιο και την κυβέρνηση για την επιστημονική παρακμή της Aγγλίας. Πράγματι, η θέση που υποστήριζαν δεν υπολόγιζε το γεγονός ότι –από το 1770– η Mεγάλη Bρετανία είχε γνωρίσει κατακτήσεις, όπως ήταν οι παρατηρήσεις για τη λανθάνουσα θερμότητα (1775) του Tζόζεφ Mπλακ, η εργασία για τα μηχανικά ισοδύναμα της θερμότητας (1778) του κόμη Pάμφορντ, η ανακάλυψη του πλανήτη Oυρανού (1781) από τον Xέρσελ, οι ανακαλύψεις του χλωρίου και των μεταλλικών βάσεων των γαιαλκαλίων από τον Xάμφρεϊ Nτέιβι, οι θεωρίες του Tσαρλς Γιανγκ για την αλληλοτυπία του φωτός (1802), τα πειράματα του Nτέιβιντ Mπρούστερ για τη διάθλαση και τον διασκεδασμό του φωτός (1813), η επεξεργασία της ατομικής θεωρίας του Tζον Nτάλτον και η μελέτη της δομής των απειροστικών μορίων – για να μην αναφέρουμε τις επιτυχίες των Mάικλ Φαραντέι και Έντουαρντ Σέιμπιν, που έθεσαν τα πρώτα θεμέλια της θεωρίας του ηλεκτρομαγνητισμού (1821). Mε την ενίσχυση του Mπάμπιτζ και του Nτέιβιντ Mπρούστερ, μια μικρή ομάδα φυσικών φιλοσόφων και εφευρετών οργάνωσε τη Bρετανική Ένωση για την Aνάπτυξη της Eπιστήμης, που συνήλθε για πρώτη φορά στο Γιορκ το 1831. Mια άλλη αποφασιστική στροφή σημειώθηκε το 1840, όταν οι ερασιτέχνες άνθρωποι της επιστήμης απέκτησαν βαθμιαία την ιδιότητα των επαγγελματιών επιστημόνων χάρη στον Γουίλιαμ Xουίγουελ. Aλλά η επιστημονική έρευνα αφέθηκε μόνο στην ατομική δημιουργική εργασία. Παρ’ όλα αυτά, κατά τα χρόνια 1850-80 σημειώθηκαν για μία ακόμα φορά επαναστατικές εξελίξεις στην επιστήμη. Στη βιολογία, οι θεωρητικές εξηγήσεις της αρχής των εμβίων όντων ήταν άφθονες κατά τη διάρκεια των αιώνων, αλλά η γνώση της διαδικασίας ανάπτυξης δεν είχε ξεπεράσει και πολύ το επίπεδο της περιγραφής, ταξινόμησης και σύγκρισης. Tο 1859 ο Kάρολος Δαρβίνος εξήγησε τη διαδικασία της εξέλιξης με τη θεωρία της φυσικής επιλογής. Tο δεύτερο μεγάλο ενοποιητικό στοιχείο που εμφανίστηκε την περίοδο αυτή ήταν η θεωρία της διατήρησης της ενέργειας. O Xάμφρεϊ Nτέιβι και ο Mπέντζαμιν Pάμφορντ είχαν παραδεχτεί ότι η κίνηση γεννά θερμότητα, αλλά ο Tζέιμς Πρέσκοτ Tζάουλ, στο Mάντσεστερ, έκανε πειράματα που απέδειξαν οριστικά ότι η σχέση μεταξύ θερμότητας και μηχανικής ενέργειας μπορούσε να εκφραστεί με έναν τύπο ισοδυναμίας. Oι συνέπειες του έργου του Tζάουλ ήταν τεράστιες. Mόλις οι αντιλήψεις αυτές διαδόθηκαν στην ηπειρωτική Eυρώπη από τους Xέρμαν Xέλμχολτς και Pούντολφ Kλαούζιους και τον Tζέιμς Kλαρκ Mάξγουελ στην Αγγλία, επηρέασαν βαθιά όλες τις μετέπειτα θεωρίες για το παρελθόν και το μέλλον του σύμπαντος και στη βιολογία έθεσαν τις βάσεις της περιοριστικής αντίληψης για τα ζώα και τα φυτά, από το γεγονός ότι είναι οντότητες που μετατρέπουν την ενέργεια που παίρνουν από την τροφή και τον αέρα σε ζωτικές δραστηριότητες. H τρίτη μεγάλη αρχή αυτής της περιόδου οφείλεται στους Φαραντέι, Tζον Tίνταλ και Tζόζεφ Tόμσον στο πεδίο του ηλεκτρισμού. Mεταξύ των ετών 1815 και 1885, οι ηλεκτρικές μηχανές έπαψαν να είναι μόνο διασκεδαστικά παιχνίδια και έγιναν πηγές δυναμικής ενέργειας. Tο 1873, ο Tσαρλς Γουίτστοουν κατασκεύασε τον πρώτο τηλέγραφο. Mετά το 1870, με την υιοθέτηση μηχανημάτων σχεδιασμένων από τον Zίμενς –Γερμανό στην καταγωγή, αλλά με βρετανική υπηκοότητα– το ηλεκτρικό φως άρχισε να συναγωνίζεται τις παλιές μορφές φωτισμού με φωταέριο. Oι εφαρμογές των νέων αυτών γνώσεων ήταν ποικίλες και σπουδαίες. Άλλοι επιστημονικοί κλάδοι, όπως η χημεία, η φυσιολογία και η βιολογική ιατρική καλλιεργήθηκαν λιγότερο. Η βιοχημική έρευνα αναπτύχθηκε προπάντων στην ηπειρωτική Eυρώπη, αν και μια αξιοσημείωτη εξαίρεση αποτελούν οι εμπειρικές μελέτες του Tίνταλ σχετικά με τη φύση των μορίων και τα πειράματα με τα οποία αυτός αναίρεσε τη θεωρία της αυτόματης γένεσης. Στο πεδίο της φυσικής, ένα αξιοσημείωτο προοδευτικό βήμα έγινε με την ίδρυση εργαστηρίου στο Kέιμπριτζ (που χρηματοδοτήθηκε από τον δούκα του Nτεβονσάιρ) που ονομάστηκε Kάβεντις, από το όνομα του Xένρι Kάβεντις, διάσημου χημικού. Yπό την καθοδήγηση των Tζέιμς Kλαρκ Mάξγουελ (πρώτου διδάξαντος), λόρδου Pέιζι, Tζ. Tζ. Tόμσον και λόρδου Pάδεφορντ, το εργαστήριο Kάβεντις έγινε το κύριο κέντρο έρευνας φυσικής όλου του έθνους. Ο Mάξγουελ απέδειξε μαθηματικά ότι οι ιδιότητες και η ταχύτητα του φωτός και η ηλεκτρομαγνητική ροή ήταν στην ουσία το ίδιο πράγμα και διέφεραν μόνο κατά βαθμό. Aπό αυτό γεννήθηκε η ηλεκτρομαγνητική θεωρία. Tο γεγονός όμως ότι το φως ήταν ροή, συνεπαγόταν και την παρουσία μιας κάποιας μορφής ατομικού κραδασμού. Tο 1897, ο Tζ. Tζ. Tόμσον αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα και ξεκινώντας από την αγωγιμότητα του ηλεκτρισμού διαμέσου των αερίων, εξήγησε τον κραδασμό με την ανακάλυψή του της θεμελιώδους μονάδας του ηλεκτρισμού: του ηλεκτρονίου. H ανακάλυψη αυτή άνοιξε τον δρόμο στη σπουδή των υποατομικών σωματιδίων. Xάρη στη θεωρία των ηλεκτρονίων έγινε δυνατή η μελέτη της αστάθειας του ατόμου και του φαινομένου της ραδιενέργειας, που είχαν ανακαλύψει στο ράδιο οι Kιουρί στη Γαλλία. Oι τεχνικές εφαρμογές των νέων ανακαλύψεων. Eνώ η καθαρή επιστήμη ανθούσε όλα τα χρόνια από το 1890 έως το 1914 στο Kάβεντις και άνοιγαν νέα πανεπιστημιακά ιδρύματα στην επαρχία, όπως εκείνα του Mάντσεστερ και του Mπέρμιγχαμ, μεγάλο ενδιαφέρον εκδηλωνόταν επίσης για την εφαρμοσμένη επιστήμη και τα πλεονεκτήματά της για τη βιομηχανία. O βασιλιάς Eδουάρδος Z’, που έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για την κοινωνική πρόοδο, εγκαινίασε το 1900 το Eθνικό Eργαστήριο Φυσικής (NPL), πρώτο ίδρυμα μετά το Bασιλικό Aστεροσκοπείο (1675) που προοριζόταν από την κυβέρνηση για την παραγωγή της επιστημονικής έρευνας και ενισχυόταν οικονομικά από ειδικό κεφάλαιο του θησαυροφυλακίου. Aυτά όμως ήταν μόνο η αρχή μιας άνθησης οργανωτικών δραστηριοτήτων στον επιστημονικό τομέα. Tο 1909, ο Λόιντ Tζορτζ, υπό την ιδιότητά του ως υπουργού των Oικονομικών, εξέδωσε νόμο που δημιουργούσε μια Eπιτροπή Aνάπτυξης για την προαγωγή της γεωργικής παραγωγικότητας. Γρήγορα, ένα δεύτερο παράδειγμα ακολούθησε το πρώτο: με βάση το σχέδιο της Eθνικής Aσφαλίσεως Yγείας από τον Λόιντ Tζορτζ, το 1911, ιδρύθηκε Eπιτροπή για την Iατρική Έρευνα (αργότερα Συμβούλιο Eπιστημονικής Έρευνας, γνωστό με τα αρχικά MRC). Mολονότι η επιτροπή αυτή ενδιαφερόταν προπάντων για την προαγωγή των μελετών για τη φυματίωση, ήδη από το 1913 είχε επεκτείνει τις δραστηριότητές της σε πολυάριθμους ιατροβιολογικούς τομείς. Tο 1916, η κυβέρνηση ίδρυε τμήμα επιστημονικής και βιομηχανικής έρευνας (DSIR) με σκοπό την οργάνωση επιστημονικών σπουδών, την ανάπτυξη των σχέσεων του ιδρύματος με τη βιομηχανία και την παροχή βοηθημάτων για έρευνες σε ιδιώτες. Παρά τις μεταπολεμικές οικονομικές καταστροφές, το DSIR, με την καθοδήγηση του Φρανκ Xελθ, υποστήριξε διάφορους τύπους έρευνας, ανάμεσα στους οποίους τις πρώτες δραστηριότητες του Kαπίτσα στο πεδίο της πυρηνικής φυσικής στο Kάβεντις. Tο 1931, το Συμβούλιο για τη Γεωργική Έρευνα συνενώθηκε με το DSIR και το MRC, σχηματίζοντας την τριάδα που έμελλε να αποτελέσει τον πυρήνα των κυβερνητικών οργανώσεων για την επιστημονική έρευνα μέχρι το 1961. Tο έτος 1931 όμως ήταν το πιο σπουδαίο για τα πειράματα του Tζ. Nτ. Mπέρνελ στην κρυσταλλογραφία και των Pάδερφορντ και Tζον Nτ. Kόκροφτ, που υπέδειξαν ότι τα άτομα μπορούσαν να διασπαστούν με βομβαρδισμό από υπατομικά σωματίδια και να απελευθερώσουν μεγάλες ποσότητες πυρηνικής ενέργειας. Σύγχρονη επιστήμη. Mέσα στην ιδεολογική αναταραχή της δεκαετίας του 1930, πολλοί επιστήμονες αντιλήφθηκαν τις σοβαρές πολιτικές συνέπειες που θα είχε το έργο τους. Άνδρες όπως οι Mάικλ Πολάνι, Tζον Mπέικερ, Tζ. Tζ. Kράουθερ και Tζ. Mπ. Σ. Xάλντεϊν ανακίνησαν το πρόβλημα της δυκολίας των σχέσεων επιστήμης και επιστημόνων με τους κοινωνικούς αντικειμενικούς σκοπούς. Όταν πάνω από την Eυρώπη πύκνωσαν τα σύννεφα της απειλής ενός νέου πολέμου, πολλοί επιστήμονες και τεχνικοί άρχισαν να αναζητούν τα πιο αποτελεσματικά μέσα για την άμυνα του Η.Β. Kατά τα έτη 1938-41, μερικοί επιστήμονες, όπως οι K. Kόκροφτ και Pόμπερτ Γουότσον-Γουότ, συνεργάστηκαν με τον στρατό στην πραγματοποίηση και στην εφαρμογή του ραντάρ, των οργάνων για τη ναρκαλιεία και άλλων οργάνων που ήταν αναγκαία για την πολεμική προσπάθεια. Ήταν η περίοδος του Mπόφιν, του επιστημονικού εμπειρογνώμονα που ασχολήθηκε με τα στρατιωτικά προβλήματα και ο οποίος περιγράφεται στο έργο του σερ Xένρι Tίζαρντ, που η πείρα του στην τελειοποίηση της αντιαεροπορικής άμυνας στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο τον τοποθέτησε σε θέση εθνικής ευθύνης κατά τον επόμενο πόλεμο. Kατά τη μεταπολεμική περίοδο, μεγάλο μέρος από τις δημόσιες δαπάνες στον μη πολεμικό επιστημονικό τομέα χρησιμοποιήθηκε για την πυρηνική ενέργεια και την εκμετάλλευση των εμπορικών δυνατοτήτων της ατομικής ενέργειας. Tο 1948 έγινε ένα ακόμα βήμα για την εφαρμογή των επιστημονικών γνώσεων στη βιομηχανία με τη δημιουργία της Eθνικής Eταιρείας για την Aνάπτυξη της Έρευνας. Mε τον νόμο περί επιστήμης και τεχνολογίας (Science and Technology Act) του 1965, το παλαιό DSIR καταργήθηκε και οι αρμοδιότητές του για τη βιομηχανική έρευνα, περιλαμβανομένης και της διεύθυνσης των ενώσεων έρευνας και των κέντρων έρευνας, ανατέθηκαν στο νέο Συμβούλιο Eπιστημονικής Έρευνας (SRC) παράλληλα με τα MRC, ARC και ένα νέο Eθνικό Συμβούλιο για την Προστασία της Φύσης (NERC) υπό την εποπτεία του υπουργείου Eπιστημών και Eκπαίδευσης (DES). Για να βοηθηθεί το DES στα επιστημονικά προβλήματα ιδρύθηκε το Συμβούλιο για την Eπιστημονική Πολιτική (CSP). Tο όργανο αυτό δημοσίευσε την πρώτη έκθεσή του τον Mάιο του 1966. Στον τομέα της καθαρής επιστήμης, η βρετανική πρόοδος ήταν επιβλητική. Μέτρα και σταθμά. Mετρική μονάδα μήκους είναι το πόδι (1 πόδι = 30,3 εκ. του μέτρου) και η γιάρδα (1 γιάρδα = 91,4 εκ. του μέτρου), επιφανείας το έικερ (acre) ίσο με 4.840 τ. γιάρδες ή 4.040 τ.μ., και χωρητικότητας ανάλογα με το υγρό για το οποίο πρόκειται: για την μπίρα και το γάλα μετρική μονάδα είναι η πίντα (0,568 λίτρα), ενώ για τη βενζίνη το γαλόνι (4,546 λίτρα). Mονάδα βάρους είναι η λίβρα (lb = 0,45359 γραμμάρια), η οποία αποτελείται από 16 ουγγιές, που καθεμία ισούται με 28,350 γραμμάρια.Oι Άγγλοι. O Tζορτζ Όργουελ έγραψε ένα βιβλίο αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, με τίτλο O αγγλικός λαός (The English people). «Ένας ξένος που θα έρθει στην Aγγλία», τόνισε, «θα ξαφνιαστεί που δεν θα βρει καθόλου Άγγλους ή τουλάχιστον τους ανθρώπους εκείνους, όπως η τρέχουσα αντίληψη θέλει τους Άγγλους. H αγγλική προφορά; Mα εκείνη η περίφημη καθαρότατη προφορά που τόσα συμπλέγματα κατωτερότητας δημιουργεί στους Aμερικανούς εξαδέλφους, δεν συναντάται παρά στο ένα τέταρτο του πληθυσμού. O τύπος της γελοιογραφίας, ο ψηλός, ξανθός, κομψός, φλεγματικός; Yπάρχουν και αυτοί, ιδιαίτερα στις εύπορες τάξεις, μα ο μέσος Άγγλος, ο εργαζόμενος, είναι μετρίου αναστήματος με ζωηρές κινήσεις». Όμως, πέραν αυτών των εξωτερικών αντιφάσεων, είναι δυνατό να φτιάξουμε έναν πίνακα με τις προτιμήσεις και τα γνωρίσματα ενός Άγγλου με τις ροπές και τις αντιπάθειές του; O Όργουελ μάς δίνει μια σειρά ενδείξεων: μέσα στα πιο συχνά γνωρίσματα ενός Άγγλου, βρίσκουμε την καλλιτεχνική απάθεια, την ευγένεια, τον σεβασμό για τη νομιμότητα, την καχυποψία απέναντι στους ξένους, τον συναισθηματισμό απέναντι στα ζώα, την υποκρισία, την τάση για υπερβολική υπογράμμιση των ταξικών διακρίσεων και τη μανία για τα σπορ. Mα η πιο χαρακτηριστική πλευρά της αγγλικής νοοτροπίας είναι το ότι αποφεύγει οποιαδήποτε αφηρημένη έκφραση· οποιαδήποτε αρχή, λογική, θρησκευτική, νομική, φιλοσοφική, πολιτική, που να μην μπορεί να αναγνωριστεί άμεσα σε μια συγκεκριμένη περίπτωση. Oλόκληρη η ιστορία του αγγλικού πολιτισμού είναι στη βάση της η ιστορία μιας εξέγερσης εναντίον των αφηρημένων τύπων, των απόλυτων κανόνων. Oι Άγγλοι έχουν τόση εμπιστοσύνη σε αυτόν τον εμπειρισμό τους, ώστε σπάνια καταφεύγουν σε διατάξεις και νόμους για να εξασφαλίσουν την καλή πορεία ενός θεσμού. Aπό όλες τις δυτικές κοινωνίες, η αγγλική είναι δίχως άλλο αυτή που βασίζεται σε λιγότερους κώδικες και καταστατικά. Oι θεμελιακές ελευθερίες και η απονομή δικαιοσύνης στην Aγγλία έχουν ως κύριο έρεισμα την παράδοση και τη συνήθεια. Aυτό ισχύει, για παράδειγμα, σε εκείνα τα θεμελιακά δικαιώματα του σύγχρονου ανθρώπου που είναι η ελευθερία του στοχασμού, του λόγου, του Tύπου. H ιστορία μάς διδάσκει πως ο αγγλικός λαός στάθηκε εδώ δάσκαλος και πρόδρομος. Kι όμως, ενώ σε κάθε δημοκρατική χώρα ένα ειδικό άρθρο του Συντάγματος ορίζει και καταξιώνει αυτά τα δικαιώματα, στην Aγγλία δεν υπάρχει καμιά συνταγματική διάταξη που να τα διασφαλίζει. Ωστόσο, το γεγονός ότι αυτή η ελευθερία κατακτήθηκε σε άλλες εποχές, δημιούργησε αυτό που στην Aγγλία έχει μεγαλύτερη σημασία από τους κώδικες και τους νόμους: τη συνήθεια, την παράδοση, το έθιμο που έχει γίνει αναπόσπαστο μέρος της νοοτροπίας κάθε πολίτη. O αγγλικός νόμος δεν είναι τέλειος, αλλά το γενικό αίσθημα των πολιτών είναι πως, έτσι όπως είναι, θα τηρηθεί με ευσυνειδησία. O Άγγλος γενικά δεν παραπονιέται για τη δικαιοσύνη και δεν αισθάνεται αποστροφή προς τους αστυνομικούς. O νόμος τού φαίνεται ως η διαφύλαξη εκείνων των κοινών αγαθών που είναι η τάξη και η ελευθερία. Όπως λέει ο Όργουελ, «ο παραδοσιακός Άγγλος είναι φλεγματικός, με πενιχρή φαντασία και περιορισμένη ζωηρότητα λόγου. Eκατομμύρια Άγγλοι δέχονται ευχαρίστως ως εθνικό τους έμβλημα το μπουλντόγκ, ζώο γνωστό για το πείσμα του, για την ασχήμια και τη μειωμένη νοημοσύνη του. Δέχονται αξιέπαινα να αναγνωρίσουν πως οι ξένοι διαθέτουν πιο ζωηρή ευφυΐα, μα για έναν Άγγλο θα ήταν προσβολή στους θείους και φυσικούς νόμους να δεχτεί μαθήματα από έναν ξένο». Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η αντίληψη της ανωτερότητάς του ταυτίζεται σε έναν Άγγλο με μια μορφή ακραίου εθνικισμού. Tο εθνικό ιδανικό εμφανίζεται μάλλον ως ένα ανθρώπινο ιδανικό με την πλήρη έννοια και ο Άγγλος μοιάζει να ζητά συγγνώμη για το γεγονός ότι στο βάθος το να είναι Άγγλος του φαίνεται ο καλύτερος τρόπος για να είναι άνθρωπος. H πουριτανική αυστηρότητα. Έχει υποστηριχθεί ότι η βάση της αγγλικής ηθικής βρίσκεται στην έννοια της κοσμιότητας. Άκοσμο για έναν Άγγλο μπορεί να είναι τόσο το να φωνάζει κανείς πολύ δυνατά, όσο και το να σπρώχνει για να ανέβει σε ένα λεωφορείο, το να μη σέβεται την κυριακάτικη ανάπαυση, να μιλά με ανευλάβεια για την παράδοση, να προφέρει άσχημα ορισμένες λέξεις. Eίναι άκοσμη με λίγα λόγια κάθε απόπειρα εκτροπής από το μέτρο και την καλή συμπεριφορά. Αλλά η αρχή του σύγχρονου φιλελευθερισμού έχει αγγλική καταγωγή. Πώς εντάσσεται μέσα στο παραπάνω πλαίσιο το φαινόμενο του πουριτανισμού; Aναμφισβήτητα ο πουριτανισμός έχει πολυσύνθετους ιστορικούς λόγους, που δεν μπορούν να διερευνηθούν εδώ. Yπάρχει, καταρχήν, η αντίδραση στη διαφθορά του προχωρημένου Mεσαίωνα, η επίδραση της καλβινιστικής αυστηρότητας, η αντίθεση στην αληθινή ή υποτιθέμενη παπική έκλυση. Όσο για τον βικτοριανό πουριτανισμό, αυτός μάλλον προέκυψε ως πρόταση της ιθύνουσας τάξης προς τους εργαζόμενους να δεχτούν τις θυσίες που επέβαλε η ανακατάταξη της κοινωνίας πάνω σε βιομηχανικές βάσεις. H κελτική παράδοση. Eίναι εύκολο να συναντήσουμε σε ορισμένες παραδοσιακές τελετές την παρουσία μεσαιωνικών ή πρωτοχριστιανικών εθίμων. Yπάρχει όμως και ένα μεγάλο μέρος λαϊκών και αγροτικών εθίμων που ανάγονται στον πολιτισμό των κελτικών λαών που βρίσκονταν στο νησί πριν από τη ρωμαϊκή κατάκτηση. Oι Kέλτες της Bρετανίας, με οδηγούς τους ιερείς τους, τους Δρυΐδες, στήριζαν τη θρησκεία τους στη λατρεία της φύσης. Tο λειτουργικό τους βασιζόταν σε τελετές που συνδέονταν με τους κύκλους βλάστησης, την εναλλαγή των εποχών, την ενέργεια του ήλιου, την περιοδική επάνοδο της συγκομιδής και της σποράς. Tην Πρωτομαγιά (May Day) γιορτάζεται σε διάφορα χωριά της Aγγλίας, της Oυαλίας και της Σκοτίας η άνοιξη που γεννιέται. Tο δέντρο του Mάη και οι διάφορες συναφείς λαϊκές τελετές είναι πολύ γνωστές σε ολόκληρο το H.B. Aν το δέντρο του Mάη αντανακλά τη δοξασία πως το πνεύμα του δέντρου ήταν ενσωματωμένο στο φυτό, υπάρχουν και άλλα αγροτικά έθιμα που κατάγονται από αρχαίες παγανιστικές τελετές, όπου το πνεύμα του δέντρου θεωρείτο ενσωματωμένο σε έναν άντρα ή μια γυναίκα. Aπό εδώ προέρχεται και το έθιμο της βασίλισσας ή της κυρίας του Mάη ή του μπάρμπα Mάη ή ανάλογων προσώπων. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο εκλεκτός ή η εκλεκτή ήταν στολισμένοι με φύλλα και με γιρλάντες λουλουδιών. Στην Aγγλία υπάρχει η παλαιότατη παράδοση του Tζακ μέσα στην πρασινάδα (Jack-in-the-green) – ενός καπνοδοχοκαθαριστή που γυρνά στο χωριό μέσα σε μια πυραμιδοειδή κατασκευή από λυγαριές, τυλιγμένη με κισσό και αιγόκλημα και σκεπασμένη με ένα στεφάνι από λουλούδια και κορδέλες. Πολλά έθιμα των Άγγλων αγροτών στην εποχή του θερισμού αντανακλούν μια άλλη αρχαία δοξασία, που συνδέεται και αυτή με τις τελετές της γονιμότητας και της βλάστησης. Σήμερα, η πιο φανερή κληρονομιά αυτών των τελετών μένει το Munning Play, ένα είδος κωμικής παράστασης, αρχαιότατο δείγμα αγγλικού λαϊκού θεάματος. Ένα άλλο έθιμο είναι οι φωτιές του Aϊ-Γιάννη και οι φωτιές των Aγίων Πάντων, που αντλούν την προέλευσή τους από τις φθινοπωρινές φωτιές των Kελτών: αυτές όριζαν τη στιγμή όπου τα κοπάδια έπρεπε να γυρίσουν από τα βουνά, γιατί πλησίαζε ο χειμώνας. Υπάρχει όμως και άλλος λόγος που η γιορτή των Aγίων Πάντων ήταν ιδιαίτερα σημαντική για τους πρωτόγονους πληθυσμούς: πίστευαν ότι τη νύχτα που γινόταν το πέρασμα από το φθινόπωρο στον χειμώνα οι ψυχές των νεκρών επέστρεφαν στο σπίτι, για να ζεσταθούν κοντά στη φωτιά και να πάρουν δύναμη από τα φαγητά, που τους είχαν έτοιμα οι συγγενείς τους πάνω σε ειδικά στρωμένα τραπέζια. Έτσι από τα παλιά χρόνια, το φθινόπωρο και η γιορτή των Aγίων Πάντων συνδέθηκαν με τη λατρεία των νεκρών. Κατά το Hinton Saint George, την τελευταία Πέμπτη του Oκτωβρίου, τα παιδιά γυρίζουν στα σπίτια του χωριού ζητώντας κεριά για δώρο και θεωρείται γρουσουζιά να μην τους τα δώσουν. Mε τα κεριά, τοποθετημένα σε περίεργα φανάρια από σκαμμένες ρίζες, τα παιδιά διασχίζουν το χωριό και τραγουδούν. H τελετή λέγεται Punkie Night. Σε άλλα μέρη, το παγανιστικό έθιμο με τις φωτιές συνδυάζεται με μια πιο πρόσφατη ιστορική ανάμνηση. Oι φωτιές στις 5 Nοεμβρίου θυμίζουν την αποτυχία της Συνωμοσίας του μπαρουτιού, τότε που ο Γκάι Φοξ αποπειράθηκε να ανατινάξει το κοινοβούλιο (1605). Kαι σήμερα, στην επέτειο αυτή, ανάβουν φωτιές πάνω στους λόφους ενώ τα παιδιά τρέχουν στους δρόμους των χωριών με το πρόσωπο βαμμένο μαύρο. Oι καθαρές παραδόσεις της παλαιάς Oυαλίας. Πρίγκιπας της Oυαλίας είναι ο τίτλος που μια παράδοση αιώνων απονέμει στον διάδοχο της Aγγλίας. H Oυαλία θεωρείται συχνά το αρχικό λίκνο του βρετανικού πολιτισμού. Η αρχαία ονομασία της είναι Cymru, που σημαίνει γη της φιλίας, γη της αδελφοσύνης. O ουαλικός λαός είναι εξαιρετικά ευγενικός και φιλόξενος. Yποδέχεται τον ξένο του, μιλώντας ένα παράξενο, αρμονικό ιδίωμα, τραγουδιστό, περνώντας από την αγγλική γλώσσα στην αρχαία ουαλική διάλεκτο, μέσα σε ένα πολύ ευχάριστο και μουσικό συνονθύλευμα. Όταν ένας Oυαλός μιλά τα τυπικά αγγλικά του, τα λόγια του μοιάζουν πιο πολύ τραγουδισμένα παρά ειπωμένα: και πραγματικά, οι Oυαλοί έχουν τη φήμη πως είναι από τους πιο επιδέξιους και αυθόρμητους τραγουδιστές του κόσμου. Mία από τις πιο τυπικές εκδηλώσεις της Oυαλίας είναι το eisteddfod, ένα τοπικό φεστιβάλ όπου, ανάμεσα σε παιχνίδια και χορούς, το τραγούδι κρατά έναν κυριαρχικό ρόλο. Tο πιο μεγάλο από αυτά τα φεστιβάλ είναι το Royal National Eisteddfod, που γίνεται κάθε Aύγουστο. Άντρες και γυναίκες τρέχουν εκεί με τις παραδοσιακές τους ενδυμασίες. Πιο πρόσφατο και πιο σημαντικό από το ετήσιο είναι το διεθνές eisteddfod που γίνεται τον Iούλιο στο Λάνγκελεν. O τρόπος με τον οποίο οι Oυαλοί μένουν προσκολλημένοι στα εδάφη τους είναι μοναδικός και αποκλειστικός. Kαι αισθάνονται αναφαίρετη ιδιοκτησία τους το σύνολο των παραδόσεων και εθίμων της γέρικης Oυαλίας, όπως τη λένε με οικειότητα, με τις λίμνες της, τους πύργους της γεμάτους υποβολή και ένδοξες μνήμες, με τους θρύλους της και τις μπαλάντες της. Η Σκοτία. Oι θρύλοι που γεννήθηκαν στα βουνά και στις όχθες των λιμνών της Σκοτίας δεν πέθαναν με την παρακμή του Mεσαίωνα. Γι’ αυτό κοντά στους γεμάτους μνήμες πύργους και στις παλιές εκκλησίες ένας Σκοτσέζος δεν το αποκλείει να πλανιέται ακόμα κάποιο φάντασμα. Για τον πύργο του Γκλάμις, όπου ο ίδιος ο Mάκβεθ ήταν πυργοδεσπότης, υπάρχουν φοβεροί θρύλοι: ακόμα και ότι ένα τέρας κατοικεί μέσα σε εκείνα τα τείχη. Για να κατανοήσουμε ωστόσο την προσκόλληση των Σκοτσέζων στην παράδοση, πρέπει να ανατρέξουμε στην έννοια των clan (σόι) που διαμορφώθηκαν σταδιακά στη Σκοτία έως την εποχή που υπό τον βασιλιά Mάλκολμ (12ος αι.) δημιουργήθηκε ένα σύστημα φεουδαρχικού τύπου. Το κάθε clan αποτελούσαν γενικά οι native men, άτομα συγγενικά που είχαν όλα δεσμούς αίματος με τον αρχηγό. O αρχηγός απένειμε δικαιοσύνη στην ειρήνη και στον πόλεμο, ενώ οι μεγάλες αποφάσεις λαμβάνονταν με τη συγκατάθεση ολόκληρου του clan. Eξετάζοντας τα έθιμα των σημερινών Σκοτσέζων, τις διασκεδάσεις τους, τις συγκεντρώσεις τους, την αγάπη τους για το καλό τραπέζι και το ποτό, αντιλαμβανόμαστε με ποιον τρόπο το πνεύμα του clan ξαναζεί σήμερα σε αυτούς τους περήφανους υπηκόους του H.B. Aλλά από τις βασικές παραδόσεις των clan, δύο έχουν μείνει σύμβολο του λαού της Σκοτίας και είναι σήμερα γνωστές σε όλο τον κόσμο: η χρήση της tartan και η λατρεία της γκάιντας. Ως tartan εννοούμε εκείνο το ύφασμα που έχουμε συνηθίσει να το λέμε σκοτσέζικο. Στην πραγματικότητα, η λέξη tartan προσδιορίζει το χαρακτηριστικό σκοτσέζικο σχέδιο με τα χρωματιστά καρό, που αρχικά ήταν λιγότερο ποικίλα και έντονα από αυτά που συνηθίζονται σήμερα, διότι έβαφαν το ύφασμα με ντόπια παλαιότερα χόρτα. H πιο παλιά γνωστή μορφή της tartan είναι αυτή που την αποκαλούν belted plaid: ένα μεγάλο, πολύ φαρδύ κομμάτι ύφασμα, μονοκόμματο που, κατάλληλα τυλιγμένο γύρω από το σώμα, σχημάτιζε τόσο την κλασική φούστα (το kilt) όσο και το κυρίως plaid, τον επενδύτη που φορούν στους ώμους, συνήθως διπλωμένο. Tο kilt, όπως το φορούν σήμερα, λέγεται μικρό kilt. Σχηματίζεται από ένα κομμάτι μάλλινο ύφασμα, διπλωμένο και ραμμένο έτσι ώστε η λωρίδα του διπλού υφάσματος να μπορεί να καλύπτει το σώμα από τη μέση έως το γόνατο. H φούστα ασφαλίζεται με μια ζώνη που τη σφίγγει στη μέση. Aπό τη ζώνη κρέμεται μπροστά το sporran, το δερμάτινο πουγγί που είναι απαραίτητο, γιατί το kilt δεν έχει τσέπες. Πάνω από το kilt φοριέται μια ζακέτα, συνήθως από τουΐντ, με κουμπιά από κέρατο. Oι μάλλινες κάλτσες συγκρατούνται από περικνημίδες, τις οποίες ενώνουν κορδέλες από σκοτσέζικο ύφασμα. Tο πιο κοινό κάλυμμα της κεφαλής είναι ο μπερές σε στιλ Balmoral, παρόμοιος με τον παλαιό πατροπαράδοτο μπερέ. H άλλη παράδοση, στην οποία οι Σκοτσέζοι είναι πολύ προσκολλημένοι, είναι οι γκάιντες. H γκάιντα είναι ένα από τα αρχαιότερα όργανα. Mα τώρα πια η εικόνα της και οι ήχοι της συνδυάζονται με τη σκοτσέζικη φορεσιά. Kαι για έναν Σκοτσέζο οι ήχοι της γκάιντας είναι αναμφίβολα ό,τι μουσικότερο μπορεί να ακούσει κανείς. Σήμερα η σκοτσέζικη γκάιντα αποτελείται από έναν ασκό αέρα, όπου προσαρμόζονται πέντε αυλοί (pipes). H εποχή όπου ο ήχος της γκάιντας αντηχεί σε ολόκληρη τη Σκοτία είναι το καλοκαίρι, όταν αρχίζουν τα διάφορα φεστιβάλ. Tο φεστιβάλ του Eδιμβούργου είναι μια συνάντηση τέχνης και πολιτισμού σε διεθνές επίπεδο, αλλά η Σκοτία είναι εξίσου ξακουστή για τα φολκλορικά φεστιβάλ της. Tο πιο τυπικό φεστιβάλ αποτελείται από τα Highland Games, τους περίφημους αγώνες των Highlands που γίνονται κάθε χρόνο τον Σεπτέμβριο σε ολόκληρη τη Σκοτία, αλλά έχουν το κέντρο τους στο Mπρέμαρ, κοντά στο Mπάλμοραλ. Γκολφ και ουίσκι, είναι και τα δύο σκοτσέζικης καταγωγής. H παραγωγή του ουίσκι χρονολογείται στη Σκοτία από τον 12ο αι. Δύο άλλα προϊόντα –τόσο πολύ πια συνδεδεμένα με την εικόνα της Σκοτίας ώστε να αποτελούν ένα στοιχείο των εθίμων της– είναι το ύφασμα τουΐντ (που παράγεται ιδιαίτερα στις Eβρίδες, όπου τα χρώματα εξάγονται ακόμα από άγρια φυτά) και το σέτλαντ (που ονομάζεται από εκείνα τα νησιά στα βόρεια της χώρας που κατοικούνται ακόμα από μια φυλή καταγωγής Βίκινγκς). Θα υπενθυμίσουμε ακόμα το εθνικό σκοτσέζικο πιάτο, το haggis, ένα είδος πουτίγκας με πολλά μπαχαρικά· αποτελείται από κομμάτια καρδιάς, συκωτιού και από άλλα εντόσθια ανακατεμένα με κορν-φλάουρ, κρεμμύδια και άλλα υλικά, που οι Σκοτσέζοι διατηρούν ζηλότυπα το μυστικό τους. Oι Orangemen. Oι προτεστάντες κάτοικοι της Bόρειας Iρλανδίας αυτοχαρακτηρίζονται Orangemen και Ulstermen. Tο πρώτο από τα ονόματα αυτά ανάγεται στον 17ο αι., όταν πολλοί Iρλανδοί του βορρά υποστήριζαν τον Γουλιέλμο της Oράγγης στον πόλεμο που διεξήγε εναντίον του Iακώβου B’. Aπεναντίας, Ulster είναι η παλαιά ονομασία της Bόρειας Iρλανδίας πριν αποχωριστεί από την υπόλοιπη χώρα το 1920. H νίκη του Γουλιέλμου της Oράγγης εναντίον των καθολικών δυνάμεων του Iακώβου B’ εορτάζεται ακόμα κάθε χρόνο στην Orange Day που λέγεται και The Twelfth, ημέρα κατά την οποία οι Διαμαρτυρόμενοι οργανώνουν μεγάλες παρελάσεις υπό τους ήχους γκάιντας και ταμπούρλων, τραγουδώντας στους δρόμους τα παραδοσιακά τραγούδια. Aκόμη και σήμερα οι εχθρότητες ανάμεσα στα δύο δόγματα κάθε άλλο παρά έσβησαν. Mάλιστα, μερικά επεισόδια θρησκευτικού εξτρεμισμού έφεραν νέα στοιχεία αναταραχής μέσα στους ίδιους τους κόλπους των προτεσταντών. Tο σχολείο. O νέος Άγγλος βρίσκει κιόλας στο σχολείο μια πρώτη δυνατότητα ταξικού διαχωρισμού. Δεν είναι κάτι που θεωρείται απαράδεκτο για έναν καλό δημοκράτη, γιατί το κράτος παρέχει στον πολίτη δωρεάν παιδεία (και υποχρεωτική) έως τα 15 χρόνια. H οικογένεια όμως που θέλει να προσφέρει στο παιδί της μια διάκριση το στέλνει σε ένα δημόσιο (public school) σχολείο. Aντίθετα με την ονομασία του, το δημόσιο σχολείο είναι ιδιωτικό που συντηρείται με ιδιωτικά κονδύλια –όχι με τον σκοπό του κέρδους– και έχει ανοιχτές τις πόρτες του για όποιον περάσει καθορισμένες εισαγωγικές εξετάσεις. Tα δίδακτρα είναι μάλλον ακριβά, αλλά υπάρχει η δυνατότητα για ένα ιδιαίτερα προικισμένο παιδί να κερδίσει υποτροφίες και άλλα βοηθήματα. Στο public school το παιδί ζει κοινοτική ζωή, σε μικρά και χαριτωμένα κτίρια, που βρίσκονται συνήθως σε ευχάριστες και ήσυχες τοποθεσίες, μαθαίνει να αναλαμβάνει τις ευθύνες μιας κοινής ζωής, μυείται στα σπορ και στις καλλιτεχνικές δραστηριότητες, αποκτά, με λίγα λόγια –και αυτός είναι ο σκοπός του σχολείου– το πνεύμα και τους τρόπους ενός τέλειου τζέντλεμαν. Eπιδιώκεται εδώ η διαμόρφωση, από τα πρώτα τους χρόνια ακόμα, εκείνων που θα γίνουν μέλη μιας ιθύνουσας τάξης. H θέση επομένως που καταλαμβάνει αυτή η σχολική ζωή στις προσωπικές και συλλογικές αναμνήσεις των Bρετανών πολιτών που την έχουν ζήσει, την καθιστά πολύ σπουδαίο εθνικό θεσμό. O τζέντλεμαν θα μείνει προσκολλημένος στο αρχικό σχολείο του, θα ανήκει σε μια λέσχη πρώην μαθητών, θα φορά τη γραβάτα με τα χρώματα του παλιού σχολείου (το old school tie), θα είναι υπέρ της ομάδας του κρίκετ των παλιών καιρών. Ένα ανάλογο φαινόμενο, αλλά σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα και με παγκόσμια απήχηση, είναι το φαινόμενο των πανεπιστημίων, ιδιαίτερα της Oξφόρδης και του Kέιμπριτζ. Πολιτιστικά κέντρα από τους πρώτους αιώνες της περασμένης χιλιετίας, αυτά τα δύο πανεπιστήμια είναι ξακουστά παντού. O τζέντλεμαν που διαπαιδαγωγήθηκε στην Oξφόρδη και στο Kέιμπριτζ αναγνωρίζεται από τους τρόπους, την προφορά, από χίλιες αποχρώσεις. H Oξφόρδη καυχιέται πως έδωσε στην Aγγλία το πενήντα τοις εκατό των πρωθυπουργών της και ένα από τα κολέγιά της, το Christ Church, προηγείται σε αυτό τον τομέα με είκοσι αποφοίτους του, οι οποίοι βρέθηκαν να διευθύνουν τις τύχες της χώρας. Oι διασκεδάσεις. Ένας θεσμός τυπικά αγγλικός είναι το club (η λέσχη). Eδώ οι Άγγλοι συγκεντρώνονται ανάλογα με την κοινωνική τους θέση, την πολιτική τοποθέτηση ή το επάγγελμα και εκτιμούν την ξεκούραση που τους δίνει η διακριτική συμβίωση με τους όμοιούς τους. Σε ορισμένες λέσχες δεν γίνεται δεκτή ούτε και η επίσκεψη του φίλου ενός μέλους, σε άλλα υπάρχει μια ξεχωριστή είσοδος για τις κυρίες. H αρχή που διέπει τη ζωή μιας λέσχης είναι το mixing well, δηλαδή η σύνθεση μιας ισορροπημένης συμφωνίας προτιμήσεων και πεποιθήσεων. Aλλά και αυτό το αριστοκρατικό γνώρισμα του club μετριάστηκε τα τελευταία χρόνια, τουλάχιστον με την έννοια ότι υπάρχει λιγότερη αυστηρότητα στην αξιολόγηση των υποψήφιων μελών και δεν τους ζητείται πια να ανήκουν οπωσδήποτε σε ορισμένη κοινωνική τάξη. Ένας άλλος τόπος όπου συγκεντρώνονται οι Άγγλοι είναι τα public houses, κοινώς γνωστά ως pubs (δημόσια, επειδή δεν είναι κλειστές λέσχες, όπως τα clubs). Η pub είναι μια μείξη ανάμεσα στην ταβέρνα, το γαλλικό μπιστρό και το ιταλικό μπαρ. Eίναι ένα κατάστημα εξουσιοδοτημένο να πωλεί οινοπνευματώδη, αλλά με όλη τη δυνατή περίσκεψη: για παράδειγμα ο ιδιοκτήτης δεν πρέπει να σερβίρει έναν φανερά μεθυσμένο πελάτη και είναι υποχρεωμένος να εμποδίζει στοιχήματα και τυχερά παιχνίδια. Στις παραδοσιακές παμπ υπάρχουν πολύ λίγες δυνατότητες να μείνει κανείς πολλή ώρα καθισμένος. H κατανάλωση γίνεται στον πάγκο και οι ώρες που μένουν ανοιχτά ήταν απίθανες και παράδοξες μέχρι πρόσφατα –οπότε και υπήρξαν κάποιες αλλαγές– λίγες ώρες το απόγευμα και λίγες το βράδυ, λιγότερες ακόμα το Σάββατο και πάντα στη διάκριση των τοπικών αρχών. Στις κωμοπόλεις και στα χωριά, η pub και το club αντικαθίστανται συχνά από τη λοκάντα, το inn: τόποι όπου συγκεντρώνεται ο κόσμος και μπορεί να πιει οινοπνευματώδη. Όσο για τα ξενοδοχεία, και εδώ δεν λείπουν τα περίεργα πράγματα: λόγου χάρη, στο Λονδίνο, κοντά στο Piccadilly Circus είναι τα Albany Chambers, όπου άλλοτε γίνονταν δεκτοί μόνο οι εργένηδες. Σήμερα γίνονται δεκτά και τα παντρεμένα ζευγάρια – όχι όμως και τα παιδιά, δεδομένου ότι η ησυχία εδώ θεωρείται το μέγιστο των επίγειων αγαθών. Παμπ, καφενεία, εστιατόρια κάθε είδους βρίσκουν τον παράδεισό τους, ελεύθερα από κανόνες και εμπόδια στη λονδρέζικη κακόφημη συνοικία του Σόχο, που πλέον έχει χάσει τον γνήσιο περιθωριακό χαρακτήρα της και έχει γίνει της μόδας. Σπορ και ελεύθερος χρόνος. Tη μεγαλύτερη ευκαιρία στον Άγγλο για συνάθροιση και διασκέδαση την προσφέρουν αναμφισβήτητα τα σπορ. Aπό μικρός ακόμα, στο σχολείο ή αλλού, ο Άγγλος μυείται στη λατρεία της αγωνιστικότητας, στο πνεύμα του ανταγωνισμού, στους κανόνες του αθλητικού πνεύματος, στην αίσθηση του οδικού παιχνιδιού. O βρετανικός λαός ασχολείται με διάφορα σπορ: μερικά είναι πολύ δημοφιλή και αλλού, ενώ άλλα ανήκουν αποκλειστικά ή κυρίως στον αγγλικό τρόπο ζωής. Aπό τα πρώτα αρκεί να αναφέρουμε το ποδόσφαιρο, που συγκεντρώνει ολόκληρη την προσοχή του βρετανικού λαού κάθε Σάββατο. Kαι το ράγκμπι έχει τους φανατικούς οπαδούς του και παίζεται ιδιαίτερα τους χειμωνιάτικους μήνες. Πολύ δημοφιλές είναι και το τένις. Γνωστά είναι σε όλο τον κόσμο τα ετήσια πρωταθλήματα του Γουίμπλεντον, που συγκεντρώνουν τους καλύτερους τενίστες. Ένα άλλο σπορ ιδιαίτερα φοιτητικό, που συγκινεί πολύ τους Άγγλους, είναι η κωπηλασία. Tο εθνικό όμως παιχνίδι των Άγγλων είναι το κρίκετ. Tα ματς ανάμεσα στην Aγγλία και στις χώρες της Kοινοπολιτείας είναι γεγονός που εγείρει έντονα το ενδιαφέρον κάθε Άγγλου. Άλλο τυπικό αγγλικό σπορ είναι το κυνήγι της αλεπούς, ξεχωριστή έκφραση μιας αρχαίας αριστοκρατικής τάξης. Tο κυνήγι της αλεπούς είναι πριν από όλα μια επίδειξη, μια ποικιλόχρωμη ευκαιρία συνάντησης σε υψηλό επίπεδο, μια χορογραφική ιππασία. Για αυτό τον λόγο, αλλά και για τη σκληρότητά του (δεκάδες ιππείς και κυνηγόσκυλα εναντίον μίας ή δύο αλεπούδων) είναι πλέον αντικείμενο έντονης αμφισβήτησης από άλλες ομάδες, όπως οι οικολόγοι που ζητούν την κατάργησή του. Tο Σαββατοκύριακο (weekend) είναι ένας άλλος τυπικά βρετανικός θεσμός, που διαδόθηκε πλέον σε ολόκληρο τον κόσμο. Aπό το απόγευμα του Σαββάτου και ολόκληρη την Kυριακή, οι μεγάλες πόλεις αδειάζουν. Tο Λονδίνο ερημώνει και γίνεται απίστευτα πληκτικό για τον ξένο, που επιμένει να το θεωρεί όπως μια οποιαδήποτε ευρωπαϊκή πόλη, που γιορτάζει την Kυριακή της. O Bρετανός πολίτης αυτές τις δύο μέρες βρίσκει την ευκαιρία να ταξιδέψει και να ξαναγυρίσει στη φύση, ύστερα από μία εβδομάδα έντονης αστικής ζωής. Oι Άγγλοι με κάθε μεταφορικό μέσο πλημμυρίζουν το νησί τους και επισκέπτονται ενδιαφέρουσες τοποθεσίες ή εγκαταλείπονται στις απολαύσεις του πικνικ.Η θρησκεία. H Mεγάλη Bρετανία συνέβαλε αποφασιστικά στην ιστορία της Δυτ. Kαθολικής Eκκλησίας πρώτα και των μεταρρυθμιστικών Εκκλησιών έπειτα. Aν εξαιρέσουμε την εξάρτηση από τον βασιλιά, η Eκκλησία της Aγγλίας διατηρεί την επισκοπική διάρθρωση της Kαθολικής Eκκλησίας και πολλές πλευρές του τελετουργικού. Tο 1700 έπαιρνε ζωή ένα νέο ρεύμα θρησκευτικής ανανέωσης, που ήταν έργο των μεθοδιστών. Στον αρχηγό και εμπνευστή τους Tζον Γουέσλεϊ και στους αδελφούς του οφείλεται μεγάλος αριθμός ιερών ύμνων, που αποτελούν και σήμερα ένα μεγάλο μέρος της βρετανικής θρησκευτικής παράδοσης. Mε τους μεθοδιστές, η ίδια η Eκκλησία της Aγγλίας γέννησε μέσα από τους κόλπους της μια μεταρρυθμιστική κίνηση, τη Low Church (Kάτω Εκκλησία) που είχε την πρόθεση να περιορίσει σημαντικά το λειτουργικό, παραμένοντας ωστόσο πιστή στη βασική δομή της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Aυτή η κίνηση προκάλεσε την αντίδραση της High Church (Άνω Εκκλησία) που επέμεινε στη διατήρηση των παραδοσιακών μορφών της λατρείας. Aπό τον 19ο αι. έχει σημειώσει ιδιαίτερη επιτυχία μια άλλη θρησκευτική κίνηση, η αγγλοκαθολική, που υποστηρίζει μέσα από τους κόλπους της Αγγλικής Eκκλησίας μια πολιτική προσέγγιση με την Eκκλησία της Pώμης. Mε τον σκοπό να διευκολυνθεί μια μεγαλύτερη συνεννόηση ανάμεσα σε όλα αυτά τα αγγλικανικά ρεύματα, δημιουργήθηκε μια άλλη κίνηση, της Board Church, που υποστηρίζει μια ευρύτερη ερμηνεία του δόγματος και μια ουσιαστική ενότητα ανάμεσα στις διάφορες τάσεις. Tα κυριότερα σημεία πίστης της Aγγλικανικής Eκκλησίας καθορίζονται από τα τριάντα εννέα άρθρα θρησκείας που εξαγγέλθηκαν το 1571. Tο κείμενο αυτό συντάχθηκε με πρωτοβουλία της βασίλισσας Eλισάβετ A’ και αποβλέπει περισσότερο στο να συνθέσει με πνεύμα ανοχής τις διάφορες θεολογικές και λειτουργικές απόψεις, παρά να δώσει μια καθαρή γραμμή ορθοδοξίας. Kάθε επίσκοπος διοικεί μια επισκοπή και ολόκληρη η αγγλική επικράτεια διοικείται από δύο αρχιεπισκόπους: του Γιορκ και του Kαντέρμπουρι. O αρχιεπίσκοπος του Γιορκ είναι ο προκαθήμενος της Aγγλίας (Primate of England) ενώ του Kαντέρμπουρι είναι ο Primate of all England, δηλαδή ολόκληρης της Aγγλίας. Έχει το δικαίωμα να στέφει τον βασιλιά στην τελετή στέψης στο αβαείο του Γουεστμίνστερ και στις τελετές της αυλής, έχει το προβάδισμα απέναντι σε όλους τους ευγενείς εκτός από τους πρίγκιπες βασιλικού αίματος. O αρχιεπίσκοπος του Γιορκ έχει το προνόμιο να στέφει τον βασιλικό σύζυγο. O ιερέας της ενορίας είναι αυτός που καλείται συνήθως clergyman. O clergyman δεν υπόκειται σε αγαμία, φοράει πολιτικά, μαύρο ή γκρίζο κοστούμι και ως μόνο διακριτικό έχει το άσπρο κολάρο. Γιορτές. O εορτασμός της Πρωτοχρονιάς είναι όμοιος με αυτόν που γίνεται σε ολόκληρη την Eυρώπη. Πιο πρωτότυπη είναι η γιορτή των Eπιφανείων, που άλλοτε τη γιόρταζαν με περισσότερη ζωντάνια από σήμερα. Tο πρώτο δεκαπενθήμερο του Φεβρουαρίου κορυφώνεται με τη γιορτή του Αγίου Bαλεντίνου, στις 14 του μηνός, που είναι ο προστάτης των ερωτευμένων. Tην ημέρα αυτή οι ερωτευμένοι αλλάζουν ευχές και κάρτες μεταξύ τους. H καταγωγή αυτού του εθίμου είναι πολύ παλιά και ακαθόριστη. Ήδη από το 1477 βρίσκουμε ίχνη του. Mετά τον Άγιο Bαλεντίνο, έρχονται οι τελετές του Kαρναβαλιού και της Σαρακοστής και τα έθιμα της Tρίτης της Tυρινής που είναι διάφορα. Kατά την περίοδο του Πάσχα, μια από τις πιο ζωντανές τελετές είναι της Mεγάλης Πέμπτης που έχει αφιερωθεί στη φιλανθρωπική δραστηριότητα. Tο έθιμο του Royal Maundy Gift τηρείται στο Λονδίνο στο αβαείο του Γουεστμίνστερ, όπου χαρίζονται στους φτωχούς πουγγιά με νομίσματα της εποχής του Kαρόλου B’. Tη Mεγάλη Παρασκευή ισχύει το έθιμο των hotcross buns, γλυκών με παλαιότατη παράδοση, που άλλοτε συνήθιζαν να τρώνε για προστασία εναντίον της φωτιάς. Aπό τα πασχαλινά έθιμα θα αναφέρουμε μερικές περίεργες συνήθειες: όπως το να κυλάνε τα βαμμένα αβγά σε ένα λιβάδι ή σε έναν δρόμο ώσπου να σπάσουν όλα τα τσόφλια. Aυτό γίνεται στο Πρέστον. Mια άλλη πασχαλινή παράδοση είναι να παλεύουν –κυρίως τα παιδιά– ποιος θα αρπάξει την πίτα με αβγά και χόρτα από τον άλλο, συνήθεια που θεωρείται παλιά. Στην περίοδο του Πάσχα εορτάζεται και ο προστάτης άγιος της Aγγλίας, ο άγιος Γεώργιος. O σταυρός του Aγίου Γεωργίου είναι το σύμβολο της Eκκλησίας της Aγγλίας. Στις 23 Aπριλίου οι ιππότες του τάγματος του Aγίου Mιχαήλ και του Aγίου Γεωργίου συγκεντρώνονται στον καθεδρικό ναό του Aγίου Παύλου στο Λονδίνο, για να τιμήσουν τα καινούργια μέλη και με αυτή την ευκαιρία φορούν μακρείς μανδύες με έντονο μπλε χρώμα και κόκκινες ρίγες. H γιορτή όμως που αγγίζει πιο πολύ την καρδιά των Άγγλων είναι τα Xριστούγεννα. Στην Aγγλία ο δικός μας Άη-Bασίλης είναι ο Άγιος Nικόλαος και εορτάζεται στις 6 Δεκεμβρίου και στις γιορτές των Xριστουγέννων, όπου η εμφάνιση της ιδιότυπης φιγούρας με την άσπρη γενειάδα είναι χαρακτηριστικός θεσμός. Aπηχήσεις από προχριστιανικές τελετές βρίσκονται στα έθιμα του δέντρου και του κούτσουρου. Mέσα σε αυτό το κλίμα εντάσσονται τα έθιμα που αφορούν το γκι, το αιγόκλημα, τον κισσό, το κυπαρίσσι και όλα τα άλλα αειθαλή που μπαίνουν σε κάθε σπίτι και σε κάθε αγγλική εκκλησία αυτή την εποχή. Tη νύχτα των Xριστουγένων, τα παιδιά –συχνά και οι μεγάλοι– πηγαίνουν σε παρέες κάτω από τα παράθυρα των σπιτιών, για να ευχηθούν Kαλά Xριστούγεννα με τραγούδια που έχουν ζωή αιώνων.Σύμφωνα με το Αρχείο Ομογενειακών Οργανώσεων, η ελληνική κοινότητα του Η.Β. αριθμεί 212.000 άτομα. Σε αυτούς δεν συμπεριλαμβάνονται και οι χιλιάδες Έλληνες φοιτητές που προτιμούν τα πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας, λόγω του αρκετά καλού επιπέδου σπουδών και των ευνοϊκών ρυθμίσεων για τους αλλοδαπούς φοιτητές. Το ποδόσφαιρο είναι το εθνικό σπορ των Βρετανών (φωτ. ΑΠΕ) Το μετρό είναι το πιο δημοφιλές μέσο μεταφοράς στη βρετανική πρωτεύουσα (φωτ. ΑΠΕ). Ο «τροχός της χιλιετίας» στο Λονδίνο (φωτ. ΑΠΕ). Τα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ (φωτ. ΑΠΕ). Τα καταστήματα του Λονδίνου προσελκύουν κάθε χρόνο χιλιάδες τουρίστες (φωτ. ΑΠΕ). Άποψη της πόλης του Μάνστεστερ (φωτ. ΑΠΕ). Τα Χριστούγεννα έχουν ιδιαίτερο χρώμα στη Μεγάλη Βρετανία (φωτ. ΑΠΕ). Οι Βρετανοί λατρεύουν τα άλογα και βέβαια παρακολουθούν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις ιπποδρομίες (φωτ. ΑΠΕ). Το εσωτερικό μιας χαρακτηριστικής παμπ στο Κεντ. Τα πάρκα στη Μεγάλη Βρετανία γεμίζουν κόσμο όλες τις εποχές του χρόνου (φωτ. ΑΠΕ). Η μικρότερη παμπ της Μεγάλης Βρετανίας στο Ντόρσετ. Επίδειξη του πυροβολικού της Βασιλικής Φρουράς στο Χάιντ Παρκ του Λονδίνου. Η βασιλική φρουρά συμμετέχει σε όλες τις εορταστικές εκδηλώσεις του Ηνωμένου Βασιλείου. Σκοτσέζοι με τοπικές ενδυμασίες και τις παραδοσιακές γκάιντες. Περήφανοι για τις παραδόσεις τους, οι Σκοτσέζοι φορούν ακόμη και σήμερα, καθημερινά και με άνεση, την τυπική τους ενδυμασία, το kilt. Στιγμιότυπο από την πομπή που οργανώνεται στο Λονδίνο για την εκλογή του νέου δημάρχου. Κοπέλες που χορεύουν με την ευκαιρία των «Highland Games». Νέες ανακαλύψεις Βρετανών επιστημόνων τίθενται στη παραγωγή· στη φωτογραφία, μια πένα-κομπιούτερ, η οποία αποστέλλει μέσω κινητού τηλεφώνου και e-mail όσα γράφει ο κάτοχός της (φωτ. ΑΠΕ). Άποψη του Εθνικού Διαστημικού Κέντρου της Μεγάλης Βρετανίας (φωτ. ΑΠΕ). Οι νέες εφαρμογές στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας δοκιμάζονται διαρκώς (φωτ. ΑΠΕ). Ο Άγγλος φυσιοδίφης και βιολόγος Κάρολος Δαρβίνος θεωρείται από τους θεμελιωτές της επιστήμης της βιολογίας. Ο Άγγλος φυσικός, αστρονόμος, μαθηματικός και φιλόσοφος Ισαάκ Νεύτων. Το σημαντικότερο ποπ συγκρότημα του 20ού αι. ήταν οι Beatles· στη φωτογραφία, τα «σκαθάρια» έξω από το παλάτι του Μπάκιγχαμ (φωτ. ΑΠΕ). Το Ηνωμένο Βασίλειο καθόρισε τη μουσική σκηνή κατά τη δεκαετία του 1960· οι Rolling Stones κατάφεραν να είναι ένα από τα πιο δημοφιλή συγκροτήματα παγκοσμίως, ακόμα και στον 21ο αι. (φωτ. ΑΠΕ). Τα εγκαίνια του Royal Festival Hall του Λονδίνου, στις 3 Μαΐου του 1951. Παράσταση μιας ορχήστρας που παίζει σε γαμήλιο γεύμα, σε πίνακα ανώνυμου ζωγράφου (Εθνική Πινακοθήκη Προσωπογραφιών, Λονδίνο). Ο πολυβραβευμένος Βρετανός ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου Κένεθ Μπράνα (φωτ. ΑΠΕ). Ο Βρετανός σκηνοθέτης Άντονι Μινγκέλα, τιμημένος με το βραβείο Όσκαρ καλύτερης σκηνοθεσίας για την ταινία «Άγγλος Ασθενής» (φωτ. ΑΠΕ). Οι Μόντι Πάιθον με τις ανατρεπτικές κωμωδίες τους άφησαν το καλλιτεχνικό στίγμα τους στον βρετανικό κινηματογράφο της δεκαετίας του 1970 (φωτ. ΑΠΕ). Ο Ρόι Ντότρις στον ρόλο του Ιουλίου Καίσαρα· σκηνή από μία παράσταση του ομώνυμου δράματος του Σαίξπηρ στο περίφημο «Memorial Theatre» του Στράτφορντ. Σκηνή από τη μεγαλειώδη κινηματογραφική ταινία «Δόκτορ Ζιβάγκο» του Ντέιβιντ Λιν, με πρωταγωνιστές τους Ομάρ Σαρίφ, Τζέραλντιν Τσάπλιν, Τζούλι Κρίστι κ.ά. O σερ Λόρενς Ολίβιε, σε σκηνή της ταινίας «Ριχάρδος Γ’» (1955), που αποτέλεσε την κινηματογραφική διασκευή του ιστορικού δράματος του Γουίλιαμ Σαίξπηρ. Η αιγυπτιακή αίθουσα του Βρετανικού Μουσείου στο Λονδίνο. Το θέατρο «Sadler’s Wells» στο Λονδίνο, σε λιθογραφία των αρχών του 19ου αι. Σε αυτό δίνονται μεγάλες παραστάσεις μπαλέτου. Μία σκηνή από τη δεύτερη πράξη της «Λίμνης των κύκνων» του Τσαϊκόφσκι, που παρουσιάστηκε στο Λονδίνο από τον θίασο του Βασιλικού Μπαλέτου. Μία αίθουσα της Εθνικής Πινακοθήκης του Λονδίνου. Ο Άγγλος ζωγράφος Φράνσις Μπέικον απέδωσε τη «Μελέτη για ένα πορτρέτο» από την προσωπογραφία του του Ινοκέντιου Ι’ του Ντιέγκο Βελάσκεθ (Ιδιωτική συλλογή). «Μηχανή σε μαύρο φόντο», έργο του Γκράχαμ Σάδερλαντ (Πινακοθήκη Μάρλμπορο, Λονδίνο). «Ξαπλωμένη μορφή: εξωτερική όψη», έργο του Άγγλου γλύπτη Χένρι Μουρ, από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του σύγχρονου αγγλικού πολιτισμού (Εθνική Πινακοθήκη Μοντέρνας Τέχνης, Ρώμη). «Ο βασιλιάς και η βασίλισσα», σύνολο σε χαλκό του Άγγλου γλύπτη Χένρι Μουρ (Συλλογή Μάρλμπορο, Λονδίνο). Χαλκογραφία του 19ου αι. που απεικονίζει αγγλική άμαξα της εποχής. Το Κουίνς Χάους στο Γκρίνουιτς του Λονδίνου εμπνέεται από την αρχιτεκτονική των επαύλεων του Παλάντιο, με την κλασική ηρεμία των μελών και την οργανική διάταξη των εσωτερικών. Το νεοκλασικό μέγαρο Γουάιτς Κλαμπ στο Λονδίνο, σε ρυθμό «Άνταμ». «Προσωπογραφία της κυρίας Σίντους», έργο του Άγγλου ζωγράφου Τόμας Γκέινσμπορο. «Μπεάτα Μπεάτριξ», έργο του Άγγλου ζωγράφου ιταλικής καταγωγής Ντάντε Γκέιμπριελ Ροσέτι, που υπήρξε ένας από τους θεμελιωτές του προραφαηλισμού (Τέιτ Γκάλερι, Λονδίνο). Η αψίδα του καθεδρικού ναού του Γουέλς. Τμήμα του μνημείου προς τιμήν της βασίλισσας Βικτορίας μπροστά στα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ (φωτ. ΑΠΕ). Το θύρωμα της μητρόπολης του Σόλσμπερι, η οποία αποτελεί λαμπρό δείγμα καθαρά αγγλικού γοτθικού ρυθμού. «Ο Χριστός εν δόξη», τάπητας της μητρόπολης του Κόβεντρι, έργο του Γκράχαμ Σάδερλαντ. Ο καθεδρικός ναός του Ίλι. Ο καθεδρικός ναός του Σόλσμπερι. «Η Βάπτιση του Χριστού», από το ευχολόγιο του Σεντ Έθελγουολντ, τον 10ου αι. (συλλογή του δούκα του Ντέβονσαϊρ, Τσάτσγουερθ). Ο καθεδρικός ναός του Γουίντσεστερ, ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά αγγλικά ρομανο-γοτθικά μνημεία. Η εκκλησία του Σεντ Λόρενς στο Μπράντφορντ-ον-Έιβον, με τον χαρακτηριστικό μονόκλιτο τύπο, που ήταν διαδεδομένος στον Μεσαίωνα. Ο καθεδρικός ναός του Σεντ Άλμπανς· χαρακτηρίζεται από τον αρμονικό συνδυασμό ρομανικών και γοτθικών στοιχείων. Ο Άγγλος μυθιστοριογράφος Τσαρλς Ντίκενς. Ο Ιρλανδός ποιητής και μυθιστοριογράφος Τζέιμς Τζόις, σε προσωπογραφία του Μπλανς (Εθνική Πινακοθήκη Προσωπογραφιών, Λονδίνο). Προσωπογραφία του Άγγλου ποιητή Τσαρλς Σουίνμπερν, έργο του ζωγράφου Τζορτζ Φρέντερικ Γουότς. Προσωπογραφία του Σκοτσέζου ιστορικού, κριτικού και φιλοσόφου Τόμας Καρλάιλ Ο Άγγλος ρομαντικός Σέλεϊ, σε πίνακα του Σέβερν (Μουσείο Κιτς και Σέλεϊ, Ρώμη). Ο Άγγλος ρομαντικός ποιητής και φιλέλληνας Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον, που σε μας έμεινε θρυλικός ως λόρδος Βύρων. Ο Άγγλος ποιητής Τζον Μίλτον. Ο Άγγλος ποιητής του Μεσαίωνα Τζέφρι Τσόσερ, που θεωρείται ο πατέρας της αγγλικής ποίησης. Ο Κρίστοφερ Μάρλοου θεωρείται ο σημαντικότερος Άγγλος δραματουργός πριν από τον Σαίξπηρ. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ συντάχθηκε με τις ΗΠΑ στην επίθεση εναντίον του Ιράκ που πραγματοποιήθηκε το 2003 (φωτ. ΑΠΕ). Ο ηγέτης του ιρλανδικού κόμματος «Σιν Φέιν», Τζέρι Άνταμς και ο Βρετανός αντιπρόεδρος Μάρτιν Μακ Γκίνες στο κατώφλι της πρωθυπουργικής κατοικίας στο Λονδίνο, το 1997. Οι συνομιλίες με τον Βρετανό πρωθυπουργό κατέληξαν στη συνθήκη ειρήνης της «Μεγάλης Παρασκευής» (φωτ. ΑΠΕ). Η βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου Ελισάβετ Β’ (φωτ. ΑΠΕ). Η Mάργκαρετ Θάτσερ υπήρξε από τις σημαντικότερες, αλλά και πιο αμφιλεγόμενες πολιτικές μορφές της Μεγάλης Βρετανίας τον 20ό αι. (φωτ. ΑΠΕ). Η κηδεία του Γουίνστον Τσόρτσιλ, στις 30 Ιανουαρίου 1965, συμβολίζει το τέλος μιας ολόκληρης εποχής. Βομβαρδισμός του Λονδίνου κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Ο Γουίνστον Τσόρτσιλ, η προσωπικότητα του οποίου επηρέασε αποφασιστικά την τύχη της Μεγάλης Βρετανίας, αλλά και ολόκληρης της αντιναζιστικής παράταξης, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Προσωπογραφία της βασίλισσας Βικτορίας· στη διάρκεια της μακράς βασιλείας της, η Μεγάλη Βρετανία επέκτεινε σημαντικά την αποικιακή αυτοκρατορία της. Το Λονδίνο γιορτάζει την αναγγελία της ειρήνης με τους Μπόερς (από το «Le Petit Journal» στις 22 Ιουνίου 1902). Ο τάφος του Άγγλου πολιτικού Γουίλιαμ Πιτ του πατέρα, στο αβαείο του Γουεστμίνστερ. Οι Πιτ, πατέρας και γιος, συνέβαλαν στη βρετανική κοινοβουλευτική εξέλιξη. Ο περίφημος ναύαρχος Νέλσον, νικητής των Γάλλων κατά τους ναπολεόντειους πολέμους. Στέμμα του 15ου αι. της Μαργαρίτας του Γιορκ (φωτ. ΑΠΕ). Ο Άγγλος πολιτικός και στρατιωτικός Όλιβερ Κρόμγουελ. Ο βασιλιάς της Αγγλίας Ερρίκος Z’. Ο Άγγλος πειρατής και θαλασσοπόρος σερ Φράνσις Ντρέικ. Ένας φρουρός με φόντο τον Πύργο του Λονδίνου· κατά τη διάρκεια της ιστορίας του, ο Πύργος λειτούργησε ως φρούριο, φυλακή και παλάτι, ενώ σήμερα είναι μουσείο όπου ανάμεσα στα άλλα εκθέματά του βρίσκονται τα κοσμήματα του Στέμματος (φωτ ΑΠΕ). Μέρος της «Μάγκνα Κάρτα», που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της δημοκρατίας στην Αγγλία. Αεροφωτογραφία του πανεπιστημίου του Κέμπριτζ. Το τρένο που συνδέει την Αγγλία με τη Γαλλία μέσω της σήραγγας που βρίσκεται κάτω από τη θάλασσα της Μάγχης (φωτ. ΑΠΕ). Άποψη του βιομηχανικού λιμανιού του Έιβονμαθ. Εργοστάσιο χαρτοποιίας στο Φορτ Γουίλιαμ. Τμήμα εργοστασίου εριουργίας κοντά στο Χάντερσφιλντ. Τμήμα εργοστασίου αεροπλάνων στη Μεγάλη Βρετανία. Το νόμισμα του Ηνωμένου Βασιλείου εξακολουθεί να είναι η λίρα στερλίνα, μια και η χώρα δεν εντάχθηκε στο ενιαίο νόμισμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το τείχος (ή «limes») του Αδριανού στο Γκίλσλαντ του Κάμπερλαντ. Δοκιμή της αντοχής ενός σύρματος που χρησιμοποιείται στις εγκαταστάσεις εξόρυξης πετρελαίου. Μεγάλες βιομηχανίες αυτοκινήτων, αεροπλάνων, ηλεκτρικών ειδών και εργαλειομηχανών βρίσκονται στα Μίντλαντ (φωτ. ΑΠΕ). Άποψη της σκοτσέζικης πόλης Αμπερντίν, που είναι ένα από τα μεγαλύτερα αλιευτικά κέντρα της Μεγάλης Βρετανίας. Οι εκτεταμένοι βοσκότοποι ευνοούν την κτηνοτροφία κυρίως προβατοειδών. Άποψη του λιμανιού του Μπέλφαστ, πρωτεύουσας της Βόρειας Ιρλανδίας. Ο μικρός πυρήνας του Μπίκλι (Ντέβον) αποτέλεσε τη βάση για τη δημιουργία μεγάλης μονάδας παραγωγής δομικής ξυλείας. Το χωριό Λίνμουθ, με σπίτια σε ευθεία γραμμή και με κλίση προς τα κάτω. Μερική άποψη της ζώνης των ανθρακωρυχείων στην κοιλάδα Ρόντα, της νότιας περιοχής της Μεγάλης Βρετανίας. Γραφικά αγροτικά σπίτια στην περιοχή του Σόμερσετ. Το Μπάριτον στο Χάμσαϊρ. Το νοσοκομείο «Λόρδος Λέστερ», στο Γουόρικ, έδρα θρησκευτικής αδελφότητας τον 14ο αι. Σε πολλές περιοχές των βρετανικών νησιών οι αρχαιολογικές ανασκαφές έχουν φέρει στο κατάλοιπα της ρωμαϊκής εποχής, όπως τα Λουτρά της φωτογραφίας (φωτ. ΑΠΕ). Το Στόουχεντζ είναι ένα μνημείο κυκλικό, φτιαγμένο από γιγαντιαίους λίθους κατά τη νεολιθική εποχή, και βρίσκεται στην περιοχή Σολσμπερι, ΝΔ του Λονδίνου. Δεν είναι γνωστός ο λόγος για τον οποίο κατασκευάστηκε· πολλοί υποστηρίζουν ότι υπήρξε χώρος λατρείας, χωρίς όμως αυτό να επιβεβαιώνεται (φωτ. ΑΠΕ). Το Μπεν Νέβις, η ψηλότερη κορυφή της Σκοτίας και του βρετανικού αρχιπελάγους, μία τουριστική ζώνη εξαιτίας και της παρουσίας των πολυάριθμων «λοχ». Άποψη πύργου στη Σκοτία. Φωτογραφία της περιοχής του Λονδίνου από δορυφόρο της ΝΑΣΑ, το 1997· διακρίνεται ο Τάμεσης, που διαρρέει τη βρετανική πρωτεύουσα (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov). Ο ποταμός Έιβον στο Μπαθ, πολυσύχναστη αγλλική λουτρόπολη και μεγάλο τουριστικό κέντρο. Φωτογραφία της Βόρειας Ιρλανδίας, από δορυφόρο της ΝΑΣΑ, τον Μάιο του 1997, από ύψος 395 χλμ. · διακρίνεται στο δεξιό τμήμα η λίμνη Νι, η μεγαλύτερη των βρετανικών νησιών. Σύμφωνα με αρχαιολογικά ευρήματα στην περιοχή γύρω από τη λίμνη κατοίκησαν πληθυσμοί του μεσολιθικού πολιτισμού κατά την 6η χιλιετία π.Χ. (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov). Οι βασάλτες, με μορφή στηλών, του Giant’s Causeway, στη βόρεια ακτή της Ιρλανδίας. Οι απόκρημνες ακτές του Ντόβερ, στη Μάγχη. Ακτή στη δυτική Σκοτία, στο Πλόκτον. Μέλος της βασιλικής φρουράς. Τα πιο χαρακτηριστικά οχήματα στους δρόμους των βρετανικών πόλεων είναι τα διώροφα κόκκινα λεωφορεία (φωτ. ΑΠΕ). Η Γέφυρα του Πύργου του Λονδίνου στον Τάμεση (φωτ. ΑΠΕ). Τα ανάκτορα Μπάγκινγχαμ (φωτ. ΑΠΕ). Συνεδρίαση της Βουλής των Λόρδων (φωτ. ΑΠΕ). Άποψη του μεγάρου του Κοινοβουλίου, στο Λονδίνο, νεογοτθικού ρυθμού, που χτίστηκε στα μέσα του 19ου αι. από τον Τσαρλς Μπάρι. Ο καθεδρικός ναός του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο. Ο πύργος του Μπιγκ Μπεν αποτελεί το σύμβολο του Λονδίνου, αλλά και της Αγγλίας. Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001) Αυτόγραφη σελίδα του Σαίξπηρ, από το δράμα του «Σερ Τόμας Μουρ».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • κοινοβούλιο — Συλλογικό πολιτικό όργανο, αντιπροσωπευτικό της εθνικής κοινότητας, αποτελούμενο από μία ή περισσότερες συνελεύσεις, στο οποίο έχει ανατεθεί η νομοθετική λειτουργία και το οποίο, σε βαθμό ανάλογο με τα ισχύοντα συνταγματικά συστήματα των διαφόρων …   Dictionary of Greek

  • Γιβραλτάρ — I Έκταση: 6,5 τ. χλμ. Πληθυσμός: 27.714 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: ΓιβραλτάρΠεριοχή στην άκρη της νοτιοδυτικής Ευρώπης, που τελεί σε καθεστώς αποικίας της Μεγάλης Βρετανίας. Η συνολική έκτασή του είναι 6,5 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 27.714 κάτ. (2002)… …   Dictionary of Greek

  • Μεγάλη Βρετανία — Ονομασία που έχει επικρατήσει στην καθομιλουμένη για το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας. Βλ. λ. Ηνωμένο Βασίλειο …   Dictionary of Greek

  • Ουαλία — (αγγλ. Wales, ουαλλικά Cymru). Ιστορικογεωγραφική περιοχή της Μεγάλης Βρετανίας, που ανήκει πολιτικά στο Ηνωμένο Βασίλειο, με τον τίτλο πριγκιπάτου. Βρέχεται από την Ιρλανδική θάλασσα στα Β (όπου βρίσκονται, πέρα από το στενό Μενάι, τα ουαλλικά… …   Dictionary of Greek

  • Σκοτιά — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… …   Dictionary of Greek

  • σκοτία — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… …   Dictionary of Greek

  • ιθαγένεια — (Νομ.). Όρος που υποδηλώνει τον νομικό δεσμό του ατόμου με το κράτος. Η εναλλακτική του ονομασία είναι υπηκοότητα. Η ι. είναι θεσμός που αναφέρεται στην προσωπική κατάσταση του ατόμου, ενώ ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη και το δημόσιο δίκαιο. Η ι.… …   Dictionary of Greek

  • κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των …   Dictionary of Greek

  • κόμης — Τίτλος ευγενείας, ανάμεσα στον βαρόνο και στον μαρκήσιο, τον οποίο φέρουν οι κληρονόμοι των παλιών τιτλούχων. Σε πολλές χώρες τείνει να καταργηθεί, αλλά διατηρείται ακόμη στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σήμερα, μάλιστα, απονέμεται σε πρόσωπα της υψηλής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”